Απόψε ανεβαίνει το νέο θεατρικό του Ανδρέα Στάικου με τον τίτλο «Ερμιόνη» στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (Υπόγειο) σε μουσική Νίκου Ξυδάκη. Ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας το έχει γράψει, το σκηνοθετεί αλλά και έχει κάνει τη σκηνογραφία του. Με τον Στάικο, παιδί του Μάη του ’68 και έναν εκ των πιο πετυχημένων και γνωστών συγγραφέων με επιτυχίες όπως οι «Επικίνδυνες Μαγειρικές» αλλά και με τεράστια διαδρομή στη μετάφραση, είναι χαρά να συνομιλείς. Δεν είναι μόνον η πίστη του στο θέατρο και τη γλώσσα. Είναι η διερεύνηση των σχέσεων που κάνει μέσω της γραφής και των εικόνων που στήνει. Είναι ο αναστοχασμός που κάνει πάνω στις παθογένειες των Ελλήνων μέσα στα χρόνια, συχνά ο ίδιος επιστρέφοντας στην κιβωτό της Μυθολογίας μας. Είναι ο τρόπος που προσεγγίζει τη σύγχρονη προβληματική στην «κουζίνα» των λέξεών του.
Ας ξεκινήσουμε από το νέο έργο-κείμενό σας που κάνει απόψε πρεμιέρα. Η Ερμιόνη είναι μια υποφωτισμένη γυναίκα της Μυθολογίας, κόρη της Ελένης και του Μενελάου. Γιατί στραφήκατε σε αυτήν και με ποια αιτία;
Η «Ερμιόνη» θα μπορούσε να φέρει τον τίτλο «Μενέλαος» ή και «Κλεόνη» (επινοημένο πρόσωπο της τροφού-παιδαγωγού της Ελένης και της Ερμιόνης), όπως παραδείγματος χάριν η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή κάλλιστα θα μπορούσε να φέρει τον τίτλο «Κλυταιμνήστρα» ή η «Αλκηστις» του Ευριπίδη θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί «Αδμητος». Στο παρόν έργο η Ερμιόνη δεν έχει μεγαλύτερη παρουσία από τα άλλα πρόσωπα. Ωστόσο η παρουσία της, εν αγνοία της, έχει καταλυτική παρουσία για την εξέλιξη, την ανατροπή και τη λύση του δραματουργήματος. Η μυθολογία, ανεξάντλητο θησαυροφυλάκιο, μήτρα απροσμέτρητου βάθους, με τις πολλαπλές παραλλαγές και εκδοχές των μύθων, δεν πρόσφερε τη δυνατότητα στον Ευριπίδη να προτείνει την εκδοχή μιας Ελένης που δεν πάτησε το πόδι της στην Τροία; Κι όσο η Ελένη βρισκόταν στην Αίγυπτο, οι Αχαιοί δεν αιματοκυλίστηκαν στην Τροία για ένα ομοίωμα της Ελένης; Και ο Ανδρέας Στάικος, νεοέλλην ταπεινός και από προαιώνιες φαντασιώσεις κινούμενος έλαβε το δικαίωμα, δικαίωμα που ο μύθος προσφέρει, να φανταστεί έναν Μενέλαο που δεν πάτησε το πόδι του στην Τροία. Ο Μενέλαος ξέμεινε στην Ιμβρο απ’ όπου αχνοφαίνονταν τα παράλια της Τροίας και όπου επί μια δεκαετία, όση και η διάρκεια του πολέμου, βυθίστηκε στο τέλμα ενός ηδονόσπαρτου βίου, αφήνοντας τους Αχαιούς να σκοτώνουν και να σκοτώνονται για το δικό του προσωπικό δίκιο και την ανάκτηση της ωραίας Ελένης του. Το κεντρικό θέμα στην «Ερμιόνη» είναι η επιστροφή του Μενελάου στη Σπάρτη. Πώς θα εμφανιστεί σε μια Σπάρτη που τον λογίζει ηρωικώς πεσόντα; Πώς θα αποφύγει τον εξευτελισμό του; Πώς, για να επιζήσει, θα επινοήσει τη νέα του ταυτότητα; Και η Ερμιόνη; Πώς θα παρουσιαστεί στην Ερμιόνη που θεωρεί τον πατέρα της ήρωα και νεκρό; Η συνέχεια επί της σκηνής. Για να καταλήξω, πρόκειται για ένα μεγάλο ταξίδι από τα βάθη των μυθολογικών χρόνων ως τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, για μια προσγείωση από το μυθικό μεγαλείο στη σύγχρονη ένδεια. Η διαρκής αναζήτηση μιας ταυτότητας, μιας βολικής ταυτότητας, μιας ταυτότητας που διαρκώς τροποποιείται και τροφοδοτείται από εφήμερα και πρόσκαιρα παραμύθια. Η υπερήφανη και αυτάρεσκη πορεία των Ελλήνων προς τη φθορά.
Υπογράφετε και τη σκηνογραφία. Οι πρόβες ποιον ρόλο έχουν στην ανάπτυξη και εμψύχωση των ρόλων, αλήθεια; Υπάρχει ένας κανόνας, αν δεν κάνω λάθος, για τις τεχνικές σας στο θέατρο και τον ενεργό ρόλο των προβών.
Λόγοι αισθητικής λιτότητας όσο και πρακτικής σκοπιμότητας με ώθησαν να μην καταφύγω στη συνδρομή κάποιου σκηνογράφου. Η ιδιαιτερότητα της σκηνής που επέλεξα και η φύση του ίδιου του έργου που εκτυλίσσεται σε μια απέραντη, γυμνή αμμουδιά δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη σκηνογραφική διευθέτηση. Ο γυμνός χώρος της σκηνής με τον επιδέξιο φωτισμό (Χάρης Δάλλας) μου αρκούσε, ενώ τα ελάχιστα αντικείμενα συμμετέχουν δραστικά στην εξέλιξη των τεκταινομένων. Δόθηκε μεγαλύτερο βάρος και σημασία στα κοστούμια. Προκλητικά, χωρίς ίχνος χυδαιότητας, ανάλαφρα, αριστοτεχνικώς πτυχωμένα και θροΐζοντα (Δημήτρης Ντάσιος). Η συμβολή της μουσικής του Νίκου Ξυδάκη είναι αποφασιστική και τα τραγούδια a capella αναδύονται αβίαστα και αποτελούν αδιαχώριστο στοιχείο της πλοκής. Ομως, οι ηθοποιοί μού παρέχουν τα πάντα. Είναι ταυτόχρονα το σκηνικό, το φως, η μουσική, το σώμα, ο παλμός και η φωνή του έργου (Νίκος Νίκας, Ελένη Ζαραφίδου, Εμμανουέλα Κοντογιώργου, Αιμιλία Μήλιου). Δεν δούλεψα μαζί τους. Επικοινώνησα. Οι άγραφοι ακόμη και ασχημάτιστοι ρόλοι έπαιρναν αργά, βασανιστικά και απολαυστικά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ηθοποιών. Οι ρόλοι, όπως αμυδρά τους είχα συλλάβει, πορεύονταν προς τους ηθοποιούς και όχι οι ηθοποιοί προς τους ρόλους. Αν, παραδείγματος χάριν, στη θέση του Νίκου Νίκα θα είχα έναν άλλον ηθοποιό ο ρόλος του Μενελάου θα ήταν εντελώς διαφορετικός. Με τον τρόπο αυτόν επιτελείται στο μέσον της διαδρομής η αποφασιστική συνάντηση των ρόλων με τους ηθοποιούς. Ο ρόλος κλέβει τα χαρακτηριστικά του ηθοποιού και ο ηθοποιός κλέβει τα χαρακτηριστικά του ρόλου. Οι πρόβες εξελίσσονται σαν ένα απολαυστικό παιχνίδι αλληλοκλοπής.
Η Γυναίκα μπαίνει συχνά στο κέντρο της προβληματικής σας. Είναι σήμερα βασικό να γίνει σοβαρά για εσάς μια συζήτηση πάνω στη χειραφέτηση, την πατριαρχία, τα δικαιώματα; Εννοώ και μέσω της τέχνης.
Στην «Ερμιόνη», όπως και στα προηγούμενα έργα μου, κυριαρχεί η μορφή της γυναίκας. Η γυναίκα και οι συμπεριφορές της γυναίκας είναι το επίκεντρο των αναζητήσεών μου. Στα 15 θεατρικά μου έργα, ενώ φαινομενικά οι γυναίκες είναι διαφορετικές, με διαφορετικά ονόματα, χαρακτηριστικά και διαφορετικούς χαρακτήρες, ουσιαστικά είναι πάντα η ίδια, η μοναδική, η αιώνια γυναίκα σε ποικίλες εκφάνσεις και φάσεις. Συχνά έχω την εντύπωση πως έχω γράψει ένα και μοναδικό έργο και ότι τα 15 έργα μου είναι παραλλαγές ενός μοναδικού έργου με πρωταγωνίστρια την ίδια γυναίκα. Κεντρικό θέμα, η αέναη μάχη για ελευθερία και χειραφέτηση που όμως προσκρούει σε εμπόδια που παρουσιάζονται με τη μορφή της πατρικής εξουσίας και προστασίας, των εφήμερων συμφερόντων της, της αυταρέσκειάς της ή της εν πολλοίς με εσφαλμένους τρόπους διεκδίκησης της ισοτιμίας της με το ανδρικό φύλο. Ομως στο θέατρο, όπου κατά το δίωρο της παράστασης κάθε φαντασία και κάθε ελευθερία μπορεί να πραγματοποιηθεί… Στο θέατρο η γυναίκα παίρνει την εκδίκησή της. Είναι η γυναίκα των ονείρων, η ανίκητη και απρόσιτη θηλυκότητα, η κυρίαρχη θεά!
Προχωρώ λίγο το όλο θέμα: επειδή έχουμε τα τελευταία χρόνια την ιστορία του metoo, τις αποκαλύψεις κακοποιήσεων, αυτό θεωρείτε ότι λύνεται με πολιτικούς όρους ή έχει και βαθιά πολιτισμική ρίζα;
Νομίζω πως η σύγκρουση ανάμεσα στα δύο φύλα είναι ένα προαιώνιο και μόνιμο καθεστώς. Το κάθε φύλο με τα δικά του ιδιαίτερα όπλα επιδίδεται στην επιβολή του ενός προς το άλλο, ο έρωτας συνήθως καταλήγει σε αδιαφορία, αν όχι σε μίσος, η ψυχολογική και λεκτική βία ασκείται εκατέρωθεν. Είναι μία σχέση πολέμου που με τόση ακρίβεια και διεισδυτικότητα περιέγραψε ο Στρίντμπεργκ. Οσο για τις εκτροπές της εποχής μας, οι δυναστικές συμπεριφορές, οι κακοποιήσεις και οι δολοφονίες είναι ακραία περιθωριακά φαινόμενα που γνωστοποιούνται από ένα υπεραναπτυγμένο σύστημα πληροφόρησης. Παράλληλα οι εκτροπές αυτές ίσως να έχουν μια ανοδική τάση, όσο η γυναίκα κερδίζει διαρκώς έδαφος στην κοινωνική αρένα και περιορίζει σταθερά τα κεκτημένα και την εξουσία του άνδρα. Η αυστηροποίηση του νόμου ίσως να περιορίσει αλλά όχι να εξαλείψει το κακό. Οι σχέσεις θα ισορροπήσουν μόνο από τη διάχυση της πραγματικής δημοκρατίας και της αντίστοιχης παιδείας. Ας μην ευχηθούμε την ύπαρξη μελλοντικών Στρίντμπεργκ.
Ανατρέχοντας στην κουλτούρα και γενικά την πνευματική καταγωγή σας, και επειδή ζήσατε τον Μάη του ’68 (απόηχο, κέντρο γεγονότων) στη Γαλλία, παρατηρούμε σήμερα έναν αναθεωρητισμό εκείνων των διακυβευμάτων, ανάμεσά τους και η «πολλή ελευθερία». Πώς το σχολιάζετε όλο αυτό ως τάση και ποια τελικά τα πραγματικά διδάγματα του Μάη;
Είχα την τύχη να ζήσω εν θερμώ τα γεγονότα του Μαΐου του 1968 και να απελευθερωθώ από στερεότυπα, ιδεοληψίες και ιδεολογίες. Ο Μάης του ’68 αμφισβήτησε και απομυθοποίησε κάθε μορφή παραδοσιακής εξουσίας και κυρίως αμφισβήτησε και απομυθοποίησε την ίδια την επανάσταση. Το κεντρικό σύνθημα «Η φαντασία παίρνει την εξουσία» κατέδειξε πως ήταν ένα ουτοπικό, όπως αποδείχθηκε, άνοιγμα προς την πραγματική δημοκρατία και την αυτογνωσία των πολιτών. Μια μεταρομαντική έκφραση πραγματικής και με μέτρο αυτοδιαχείρισης, έκφραση επίσης παραδοχής και σεβασμού των προσωπικών ελευθεριών, επιλογών και ιδιαιτεροτήτων. Η επανάσταση του ’68 στο Παρίσι είχε και τη δική της τελετουργική θεατρική πλευρά. Ηταν ο αποχαιρετισμός στην επανάσταση, ένα ρέκβιεμ, η επιμνημόσυνη τελετή. Σύντομα, πολύ σύντομα, τα στίφη των κομματικών, των συντεχνιακών και των χειραγωγήσιμων μαζών νόθευσαν και αλλοίωσαν τον Μάιο του ’68 και τον οδήγησαν στον θλιβερό Ιούνιο της κανονικότητας. Κι αυτή η τόσο γνωστή μας πληκτική κανονικότητα επανέφερε στις μεγάλες μάζες τις διαρκείς, ιδιοτελείς και χρησιμοθηρικές διεκδικήσεις και έδωσε παράλληλα σε μια ελίτ το δικαίωμα στην παντός είδους ασυδοσία.
Τα κοινωνικά δίκτυα σήμερα απελευθέρωσαν, για παράδειγμα, τη σεξουαλικότητα;
Στον Μαριβό και στις «Επικίνδυνες σχέσεις» του Λακλό η ερωτική πράξη είναι η επιβράβευση μιας μακρόχρονης και απολαυστικής περιπέτειας. Αντιθέτως, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ως μέσα μάλλον εξάρτησης και όχι απελευθέρωσης, αποκλείουν την έκπληξη, την περιπέτεια και κυρίως αποκλείουν τη γλυκιά προσμονή. Η ηδονή της προσμονής είναι πάντα ισχυρότερη από την άνευ κόπου ραγδαία ικανοποίηση της σεξουαλικής πείνας.
Δίνετε την εντύπωση πως παρά το κοσμοπολίτικο πνεύμα σας, έχετε μια προσήλωση με την ελληνική γλώσσα, την ψάχνετε ως μηχανισμό εννοώ. Πώς περνάει η τοπικότητα, η εθνικότητα από το έργο σας γενικά;
Οταν ξεκινώ να γράφω ένα έργο είμαι σαν ένα μικρό παιδί σε ένα αχανές κατάστημα παιχνιδιών που έχει κυριολεκτικά τρελαθεί και δεν ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει. Τα δικά μου παιχνίδια είναι οι λέξεις. Τα έχω χαμένα μπροστά στον ανεξάντλητο πλούτο της ελληνικής γλώσσας. Μέσα στον άμορφο γλωσσικό σωρό υπάρχουν αστραφτερές, ιριδίζουσες, πολύτιμες χάντρες, ψήγματα αρχαιοελληνικά, μεσαιωνικά, εκκλησιαστικά, στοιχεία ιδιολέκτων κ.τ.λ., τα οποία με μια νέα χρήση και διευθέτηση εντός του κυρίου σώματος της καθομιλουμένης δημοτικής συμβάλλουν στην ανάδειξη του γλωσσικού περιδέραιου. Ολα τα γλωσσικά στοιχεία για να αξιοποιηθούν και να κατασταλάξουν στην οριστική μορφή του κειμένου θα χρειαστεί να δοκιμαστεί η προφορικότητά τους στα χείλη των ηθοποιών κατά τη διάρκεια της πρόβας. Η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να ονομαστεί σκηνοθεσία της γραφής. Ετσι εξηγείται επίσης η ανάγκη μου να συνεργάζομαι με τους ηθοποιούς μου κατά τη διάρκεια της συγγραφής του έργου.
Επειδή έχετε και μεγάλη διδακτική πείρα, το ερώτημα είναι πότε καταλαβαίνετε πως μια ιδέα είναι για το θέατρο και πότε για την πεζογραφία; Σας οδηγεί η ανάπτυξη του κειμένου σε αυτό ή προκαταβολικά το αισθάνεστε και το ξέρετε;
Εχω γράψει ελάχιστα πεζογραφήματα. Δύο μυθιστορήματα και μερικά διηγήματα. Οταν τα διάβασα για ένα τελικό «χτένισμα» διαπίστωνα με έκπληξη ότι εξαιρουμένης μιας μάλλον ένθετης αφήγησης, είχα μπροστά μου θεατρικά κείμενα. Απόδειξη πως όταν μου παρήγγειλαν τη θεατρική εκδοχή του μυθιστορήματός μου «Επικίνδυνες Μαγειρικές», διαπίστωσα ότι αφαιρώντας το αφηγηματικό μέρος του, είχα ένα αυτούσιο θεατρικό κείμενο. Δεν χρειάστηκε να καταφύγω στην παραμικρότερη επέμβαση και σε μία ημέρα παρέδωσα το προς παράσταση κείμενο. Θέλω να πω πως σκέφτομαι θεατρικά και η θεατρική έκφραση είναι για μένα τρόπος ζωής.
Ζούμε στη χώρα που έχουν γίνει σταρ και οι σεφ, οι μάγειροι. Πώς κατά τη γνώμη σας υπήρξε αυτή η μεταβολή στον μηχανισμό των νέων σταρ (με τη συμβολή των: ίνσταγκραμ, φέισμπουκ, τηλεόραση) και ποιος ο ρόλος της γαστρονομίας στη δική σας συγγραφική πορεία («Επικίνδυνες Μαγειρικές»).
Η μαγειρική κατ’ εμέ έχει μια ουσιαστική σχέση με το θέατρο. Ενα γεύμα είναι και οφείλει να αναδειχθεί σαν μια ολοκληρωμένη παράσταση, στην οποίαν παρουσιάζεται το έργο με τη μορφή του εδέσματος. Ο ηθοποιός είναι ο μάγειρας που έχει κάνει πολλές πρόβες, πολλές φορές το ίδιο έδεσμα για να αποκτήσει τη γευστική και αισθητική ολοκλήρωσή του, για να παρουσιαστεί στους θεατές-προσκεκλημένους. Οσο για τη διάρκεια του γεύματος; Είναι περίπου όση και η διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης. Το θέατρο και η μαγειρική είναι οι τέχνες του εφήμερου. Προχωρώντας περισσότερο μπορώ να πω πως η μαγειρική έχει σχέση με τις τέχνες του λόγου κι ας μου επιτραπεί να παραλληλίσω τις λέξεις, κοινό κτήμα όλων μας, με τα υλικά της μαγειρικής, κοινό κτήμα κάθε μάγειρα και μαγείρισσας. Με τις ίδιες λέξεις, ανάλογα με τη χρήση και τη διευθέτησή τους, ο μεν μπορεί να συνθέσει ένα θελκτικό λογοτέχνημα και ο δε να γράψει ένα μετριότατο και βαρετό κείμενο. Με τα ίδια ακριβώς υλικά, την ίδια συνταγή και δοσολογία, κάποιοι μπορούν να συνθέσουν-μαγειρέψουν ένα άνοστο φαγητό και κάποιοι άλλοι να συνθέσουν ένα γευστικό ποίημα.