Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, έχει ένα μήνυμα για τους Ρεπουμπλικάνους, που δίνουν προεκλογικές υποσχέσεις για περικοπή της αμερικανικής στήριξης στην Ουκρανία: «Αυτό θα ενισχύσει μόνο την Κίνα».
Ο Στόλτενμπεργκ υποστήριξε την άποψή του σε μια εκτενή συνέντευξη που παραχώρησε στο Politico, στην οποία ο επικεφαλής της Συμμαχίας έκανε λόγο για μια μακροπρόθεσμη αμερικανική παρουσία στην Ευρώπη και μια ευρεία αύξηση των αμυντικών δαπανών.
Προειδοποιήσεις Στόλτενμπεργκ στους σκεπτικιστές Ρεπουμπλικάνους
«Η παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών – αλλά και του Καναδά – στην Ευρώπη είναι απαραίτητη για τη δύναμη και την αξιοπιστία αυτού του διατλαντικού δεσμού», δήλωσε ο Στόλτενμπεργκ.
Ωστόσο, στους πολιτικούς κύκλους επικρατεί ανησυχία ότι μπορεί να διαφαίνεται στον ορίζοντα μια πιο επιφυλακτική στάση των ΗΠΑ.
Οι επερχόμενες ενδιάμεσες εκλογές στις 8 Νοεμβρίου θα μπορούσαν να γείρουν τον έλεγχο του Κογκρέσου προς τους Ρεπουμπλικάνους, ενισχύοντας μια ανερχόμενη, φιλική προς την MAGA (Make America Great Again) ρεπουμπλικανική ομάδα, που πιέζει να περικόψει την στρατιωτική βοήθεια του Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν, προς την Ουκρανία, η οποία είναι η μεγαλύτερη στη Δύση.
Ο Στόλτενμπεργκ προειδοποίησε ότι τα πρόσφατα κέρδη του Κιέβου στο πεδίο της μάχης δεν θα ήταν δυνατά χωρίς την υποστήριξη των συμμάχων του ΝΑΤΟ. Και απηύθυνε έκκληση, επικαλούμενος το πιο έντονο αντι-κινεζικό συναίσθημα που διακατέχει και τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα των ΗΠΑ.
Μια νικηφόρα Ρωσία, είπε, «θα ήταν κακό για όλους εμάς στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, σε ολόκληρο το ΝΑΤΟ, διότι αυτό θα στείλει ένα μήνυμα στους αυταρχικούς ηγέτες – όχι μόνο στον Πούτιν, αλλά και στην Κίνα – ότι με τη χρήση βάναυσης στρατιωτικής βίας μπορούν να επιτύχουν τους στόχους τους».
Ο επικεφαλής του ΝΑΤΟ, ωστόσο, εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι οι ΗΠΑ δεν θα εξαφανιστούν σύντομα από την Ευρώπη – ή από την Ουκρανία. Πράγματι, ένα τμήμα των πιο υψηλόβαθμων Ρεπουμπλικάνων υποστήριξε τα επανειλημμένα αιτήματα του Μπάιντεν να στείλει χρήματα και όπλα στην Ουκρανία.
«Είμαι βέβαιος», δήλωσε ο Στόλτενμπεργκ, «ότι και μετά τις ενδιάμεσες εκλογές, θα εξακολουθεί να υπάρχει μια σαφής πλειοψηφία στο Κογκρέσο – στη Βουλή και στη Γερουσία – για τη συνέχιση της σημαντικής υποστήριξης προς την Ουκρανία».
Δύσκολες αποφάσεις εν όψει
Αυτή η φορτισμένη συζήτηση δεν είναι τυχαία, αλλά προϊόν μιας ανησυχητικής πραγματικότητας: Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία φαίνεται ότι θα τραβήξει για μήνες, καθώς οι προϋπολογισμοί στενεύουν και οι οικονομίες φθίνουν.
Στην Ουάσιγκτον, η συζήτηση αυτή εντείνεται ενόψει των εκλογών που έχουν προγραμματιστεί για τις 8 Νοεμβρίου. Και μια «χορωδία» συντηρητικών είναι όλο και πιο απρόθυμη να δαπανήσει τεράστια ποσά για βοήθεια προς την Ουκρανία.
Από την έναρξη του πολέμου, οι ΗΠΑ έχουν δεσμευτεί να δώσουν στην Ουκρανία περισσότερα από 17 δισεκατομμύρια δολάρια σε βοήθεια για την ασφάλεια, πολύ περισσότερα από ό,τι έχει δεσμευτεί να δώσει συλλογικά η Ευρώπη.
Ο Στόλτενμπεργκ δήλωσε ότι είναι βέβαιος πως η Ουάσιγκτον θα συνεχίσει να βοηθάει την Ουκρανία, «εν μέρει επειδή αν ο Πούτιν κερδίσει, αυτό θα είναι καταστροφή για τους Ουκρανούς».
Το «φόβητρο» της Κίνας
Αλλά τόνισε επίσης τη σύνδεση με την Κίνα, σε μια στιγμή που το Πεκίνο απασχολεί πολλούς Αμερικανούς πολιτικούς – συμπεριλαμβανομένων ορισμένων από τους ίδιους αυτούς συντηρητικούς που εγείρουν ερωτήματα σχετικά με τον όγκο της βοήθειας των ΗΠΑ προς την Ουκρανία.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν περιέγραψε πρόσφατα την Κίνα ως «την πιο συνεπή γεωπολιτική πρόκληση της Αμερικής» στη στρατηγική εθνικής ασφάλειας, ενώ το ΝΑΤΟ κατέταξε ρητά την Κίνα πιο ψηλά από την Ρωσία μακροπρόθεσμα:
«Η Ρωσία αποτελεί μια άμεση και συνεχιζόμενη απειλή για την περιφερειακή τάξη ασφάλειας στην Ευρώπη και είναι πηγή διαταραχής και αστάθειας σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά δεν διαθέτει τις ικανότητες σε όλο το φάσμα της Κίνας».
Παρόλα αυτά, η σύγκρουση μεταξύ ενός μακροχρόνιου πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, των εσωτερικών πολιτικών πιέσεων των ΗΠΑ και της αυξανόμενης εστίασης στο Πεκίνο αναζωπυρώνουν μια μακροχρόνια συζήτηση για τον καταμερισμό των βαρών εντός του ΝΑΤΟ.
Το ΝΑΤΟ «σπρώχνει» την Ευρώπη σε περισσότερα εξοπλιστικά
Το 2014, οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να προχωρήσουν στη δαπάνη ενός 2% της οικονομικής τους παραγωγής για την άμυνα μέχρι το 2024.
Με την προθεσμία αυτή να πλησιάζει – και την αναγνώριση ότι οι στρατιωτικές απειλές φαίνεται να αυξάνονται – οι ηγέτες προβληματίζονται για το τι μέλλει γενέσθαι. Θα αυξήσουν τον αριθμό-στόχο; Θα διατυπώσουν τους στόχους των δαπανών διαφορετικά;
«Αναμένω ότι οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ θα αναλάβουν στη σύνοδο κορυφής στο Βίλνιους, το επόμενο έτος, σαφή δέσμευση να επενδύσουν περισσότερα στην άμυνα», δήλωσε ο Στόλτενμπεργκ, σημειώνοντας ωστόσο ότι «είναι λίγο νωρίς για να πούμε» σε ποια ακριβώς «γλώσσα» θα συμφωνήσουν…
Τα μέλη της Συμμαχίας έχουν υιοθετήσει διαφορετικές προσεγγίσεις απέναντι στην Κίνα, με ορισμένα να εξακολουθούν να υιοθετούν μια πολύ πιο ήπια γραμμή από την Ουάσιγκτον.
Ο Στόλτενμπεργκ αναγνώρισε αυτές τις αποκλίσεις. Υποστήριξε όμως ότι η Συμμαχία έχει σημειώσει πρόοδο όσον αφορά στην αντιμετώπιση του Πεκίνου, τονίζοντας την απόφαση του ΝΑΤΟ, νωρίτερα αυτό το καλοκαίρι, να χαρακτηρίσει ρητά την Κίνα ως πρόκληση στο έγγραφο της μακροπρόθεσμης στρατηγικής του.
Είναι «σημαντικό για τους συμμάχους του ΝΑΤΟ να σταθούν ενωμένοι και να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της ανόδου της Κίνας – και σε αυτό συμφωνούμε και αυτό ακριβώς κάνουμε», είπε.
Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται περισσότερο για τον Ινδο-Ειρηνικό
Ωστόσο, ενώ οι σύμμαχοι έχουν συμφωνήσει να «αντιμετωπίσουν» την άνοδο της Κίνας, δεν έχουν καταλήξει στο ποιος θα πρέπει να πληρώσει το λογαριασμό γι’ αυτές τις προσπάθειες.
Ορισμένοι Αμερικανοί νομοθέτες, ακαδημαϊκοί και εμπειρογνώμονες υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει το προβάδισμα στη διαχείριση των τοπικών προκλήσεων ασφαλείας, ώστε οι ΗΠΑ να μπορέσουν να επικεντρωθούν περισσότερο στον Ινδο-Ειρηνικό.
Ο Ντάνιελ Χάμιλτον, αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, κατά τη διάρκεια του κύματος διεύρυνσης του ΝΑΤΟ τη δεκαετία του 1990, το ονομάζει «μεγαλύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική ευθύνη». Αυτή η προσέγγιση, πρόσθεσε ο Χάμιλτον, που τώρα είναι ανώτερος συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, θα περιλάμβανε την υποχρέωση των Ευρωπαίων συμμάχων να παρέχουν, εντός 10 ετών, «τις μισές από τις δυνάμεις και τις δυνατότητες» που απαιτούνται «για την αποτροπή και τη συλλογική άμυνα έναντι της Ρωσίας».
Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι, υποστηρίζουν ορισμένοι εμπειρογνώμονες, είναι απλώς πολύ «χαλαροί» με την εξάρτησή τους από την Ουάσιγκτον.
«Τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ έχουν υπερ-υποσχεθεί και υπο-παραδώσει για δεκαετίες», δήλωσε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Στίβεν Γουόλτ, κορυφαίος μελετητής διεθνών υποθέσεων. Οι Ευρωπαίοι, είπε, «δεν θα καταβάλουν συνεχή προσπάθεια για την ανοικοδόμηση των δικών τους αμυντικών δυνατοτήτων, αν μπορούν να υπολογίζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες ότι θα σπεύσουν να τους βοηθήσουν με το πρώτο σημάδι προβλήματος».
Κατά την επόμενη δεκαετία, πρόσθεσε ο Γουόλτ, «η Ευρώπη θα πρέπει να αναλάβει την πρωταρχική ευθύνη για τη δική της άμυνα, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εστιάζουν στην Ασία και θα μετατοπίζονται από τη θέση του ‘πρώτου επισπεύδοντος’ της Ευρώπης στον ‘σύμμαχο έσχατης ανάγκης’».
ΝΑΤΟ: «Ούτε η Ευρώπη μόνη της, ούτε η Βόρεια Αμερική μόνη της»
Ο Στόλτενμπεργκ αντιτάχθηκε σε έναν τόσο αυστηρό καταμερισμό, ωστόσο.
Η αποσύνδεση της Βόρειας Αμερικής από την Ευρώπη «δεν είναι ένα καλό μοντέλο, διότι αυτό θα μειώσει τη δύναμη, την αξιοπιστία του δεσμού μεταξύ της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης».
Ωστόσο, στηρίχθηκε στους Ευρωπαίους συμμάχους του ΝΑΤΟ – που θα περιλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου δυτικά της Ρωσίας, μόλις εγκριθούν οι προσχωρήσεις της Φινλανδίας και της Σουηδίας – να συνεχίσουν να αυξάνουν τις αμυντικές τους δαπάνες.
«Πιστεύω ακράδαντα ότι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι πρέπει να κάνουν περισσότερα» είπε, προσθέτοντας ότι έχει «πιέσει σκληρά» για το θέμα. «Τα καλά νέα», σημείωσε, «είναι ότι όλοι οι σύμμαχοι και επίσης οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι έχουν αυξήσει και επενδύουν τώρα περισσότερα».
Παρόλα αυτά, τα απλά μαθηματικά δείχνουν ότι η Ευρώπη δεν είναι ακόμα κοντά στο να είναι αυτάρκης στον τομέα της άμυνας.
«Η πραγματικότητα είναι ότι το 80% των αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ προέρχεται από συμμάχους εκτός ΕΕ», δήλωσε ο Στόλτενμπεργκ.
Η διάταξη της Συμμαχίας που εκτείνεται σε ωκεανούς και ηπείρους «καθιστά επίσης σαφές ότι χρειάζεστε ένα διατλαντικό δεσμό και χρειάζεστε συμμάχους εκτός ΕΕ για να προστατεύσετε την Ευρώπη».
«Αλλά πάνω απ’ όλα», τόνισε ο Στόλτενμπεργκ, «πρόκειται για πολιτική: Δεν πιστεύω στην Ευρώπη μόνη της, δεν πιστεύω στη Βόρεια Αμερική μόνη της».