Εναν νέο κύκλο δοκιμασίας αναμένεται να ανοίξει το επερχόμενο – όπως όλα δείχνουν – πανδημικό κύμα για τα συστήματα Υγείας, δεδομένου πως ο ευάλωτος πληθυσμός είναι στην πλειονότητά του ανοχύρωτος. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) έκρουσε χθες τον κώδωνα του κινδύνου, στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα που συνοψίζεται στην προειδοποίηση πως ο SARS-CoV-2 συνεχίζει να αποτελεί απειλή. «Η πανδημία δεν έχει τελειώσει και είμαστε ακόμη σε παγκόσμια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως είπε την περασμένη εβδομάδα ο ΠΟΥ» ανέφερε με νόημα ο επικεφαλής του Γραφείου Βιολογικών Απειλών Υγείας και Στρατηγικής Εμβολίων του ΕΜΑ Μάρκο Καβαλέρι.
Ο ίδιος επικαλέστηκε τα τελευταία δεδομένα που δείχνουν αύξηση στις διαγνώσεις στην ΕΕ, γεγονός που υποδηλώνει (σε συνδυασμό με την ανάδυση των νέων, υπερμεταδοτικών υποπαραλλαγών της Ομικρον) πως τις επόμενες εβδομάδες αναμένεται νέα έξαρση που μοιραία θα προκαλέσει αναταράξεις και στους «σκληρούς δείκτες».
Αλλωστε ακόμη πιο ανησυχητικό, σύμφωνα πάντα με τον Καβαλέρι, είναι πως οι μολύνσεις και οι νοσηλείες αφορούν άτομα άνω των 65 ετών, καθώς η εμπειρία των τελευταίων τριών ετών έχει δείξει πως είναι πιο επιρρεπή σε βαριές επιπλοκές. Γι’ αυτό και καλεί τους πολίτες να εμβολιαστούν ή να προχωρήσουν με τις ενισχυτικές δόσεις, ειδικά όσοι βρίσκονται σε κατηγορίες υψηλού κινδύνου και μπορεί να νοσήσουν σοβαρά.
Υποπαραλλαγές.
Η ανησυχία των ειδικών πηγάζει από την πρόσφατη ανάδυση και εξάπλωση των νέων υποπαραλλαγών, με έμφαση στην BQ.1 και την BQ.1.1, που έχει εντοπιστεί σε τουλάχιστον πέντε χώρες της ΕΕ και τον ΕΟΧ. Υπενθυμίζεται, δε, πως μόλις την περασμένη Τρίτη ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) έκανε γνωστό πως τα νέα μέλη της οικογένειας Ομικρον πέρασαν και τα σύνορα της χώρα μας, καθώς σε διάστημα μόλις επτά ημερών εντοπίστηκαν συνολικά 15 κρούσματα.
Υπό τις εξελίξεις αυτές και όπως ανέφερε ο επικεφαλής του Γραφείου Βιολογικών Απειλών Υγείας και Στρατηγικής Εμβολίων του ΕΜΑ, «προς το παρόν παραμένει άγνωστο εάν η ΒQ.1 θα είναι πιο μεταδοτική ή θα προκαλεί πιο σοβαρή νόσηση σε σύγκριση με τις υποπαραλλαγές BA4 και ΒΑ5. Αυτό που είναι γνωστό, ωστόσο, είναι ότι έχει αυξημένη ικανότητα να ξεφεύγει από την ανοσία του εμβολιασμού και της φυσικής μόλυνσης, συμπεριλαμβανομένης της Ομικρον, και να αντιστέκεται στα διαθέσιμα μονοκλωνικά αντισώματα».
Υπενθυμίζεται πως είχε προηγηθεί το σήμα κινδύνου που εξέπεμψε το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημμάτων (ECDC), όταν τα προγνωστικά μοντέλα έδειξαν πως οι νέες υποπαραλλαγές θα ευθύνονται για το 50% των λοιμώξεων από τα μέσα Νοεμβρίου έως τα μέσα Δεκεμβρίου. Επιπρόσθετα και σύμφωνα με τις ίδιες προβλέψεις, το αντίστοιχο ποσοστό αναμένεται να εκτοξευτεί στο 80% τις πρώτες εβδομάδες του νέου έτους.
Παράλληλα, όμως, στο… μικροσκόπιο της επιστημονικής κοινότητας είναι και η υποπαραλλαγή με την κωδική ονομασία XBB, που «εξαπλώνεται γρήγορα στην Ασία και έχει ήδη εντοπιστεί σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες», σύμφωνα με τον Καβαλέρι.
Μονοκλωνικά αντισώματα.
Πάντως, οι επιστήμονες δεν είναι σε θέση ακόμη να προσδιορίσουν ποια από τις νέες παραλλαγές είναι πιο απειλητική, δηλαδή πιο μεταδοτική ή ποια διαφεύγει περισσότερο την ανοσία ή εάν και ποια προκαλεί πιο βαριά συμπτώματα. Το μόνο σίγουρο προς το παρόν είναι πως ορισμένες από αυτές (συγκεκριμένα οι A.2.75.2, BA.4.6, BF.7, BQ.1.1. και XBB) είναι πιο ανθεκτικές στα μονοκλωνικά αντισώματα, με αποτέλεσμα να αφαιρείται ένα σημαντικό όπλο από τη φαρέτρα των γιατρών.
Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για το Evusheld (συνδυασμός tixagevimab και cilgavimab), που βρίσκεται τους τελευταίους μήνες στην «πρώτη γραμμή» άμυνας και χορηγείται σε ανοσοκοτασταλμένα άτομα, αλλά και το μονοκλωνικό αντίσωμα Bebtelovimab.
Εντούτοις, οι ειδικοί υπογραμμίζουν πως η προστασία που προσφέρουν τα εμβόλια έναντι του COVID-19 παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Δεδομένου, δε, πως οι νέες υποπαραλλαγές έχουν στενή συγγένεια με τα στελέχη ΒΑ.4 και ΒΑ.5, που σημειωτέον επικρατούν έως και σήμερα, οι ειδικοί εκφράζουν συγκρατημένη αισιοδοξία για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων «νέας γενιάς».
Παρ’ όλα αυτά, έως τα τέλη της περασμένης εβδομάδας μόλις δύο στους τρεις πολίτες στη χώρα μας άνω των 60 ετών είχαν ολοκληρώσει τις επαναληπτικές δόσεις, ενώ αντίστοιχα χαμηλά είναι τα ποσοστά και στην ΕΕ.