Δέκα χρόνια πολέμου και η Συρία του 2022 δεν θυμίζει σε τίποτα εκείνη του 2011, παρά τα όποια προβλήματα υπήρχαν και τότε, δεδομένης της χρόνιας αδυναμίας ανάπτυξης ενός σύγχρονου βιομηχανικού τομέα. Ενδεικτικό είναι ότι πριν από την έναρξη των συγκρούσεων το μισό και πλέον ακαθάριστο εθνικό προϊόν προερχόταν από τους πρωτογενείς τομείς, με τη βιομηχανία να αντιπροσωπεύει μόλις το 3%-4% του συνόλου.
Μέσα σε λίγους μήνες από την έναρξη της σύγκρουσης, η οικονομική κατάσταση της χώρας υποχώρησε κατακόρυφα: οι πετρελαϊκοί πόροι έπεσαν σε μεγάλο βαθμό στα χέρια του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Συρίας (ISIS) και των κουρδικών δυνάμεων. Η συριακή λίρα υποτιμήθηκε σημαντικά, η μαύρη αγορά γνώρισε τεράστια άνθηση, οι βασικές δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες, από την υγεία μέχρι την εκπαίδευση και την κοινωνική πρόνοια, κατέρρευσαν, με τα μισά παιδιά να βρίσκονται εκτός σχολικών μονάδων για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας, ενώ ασθένειες που είχαν εξαφανιστεί, όπως ο τύφος, η φυματίωση, η ηπατίτιδα Α και η χολέρα, έγιναν και πάλι ενδημικές.
Η μεγαλύτερη καταστροφή ωστόσο είναι αναμφίβολα η βίαιη διασπορά του πληθυσμού. Ενδεικτικό είναι ότι το 2010 η Συρία είχε 21,8 εκατ. κατοίκους και το 2018 μόλις 19,4 εκατ. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 500.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 2 εκατ. τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Πάνω από 6,5 εκατ. εκτοπίστηκαν εσωτερικά και πάνω από 5 εκατ. (ποσοστό άνω του 20% του πληθυσμού της χώρας) έφυγαν εκτός συνόρων.
Τα στοιχεία αυτά είναι μερικά μόνο από όσα αναφέρονται στην εξάγλωσση έκδοση 648 σελίδων «Πολιτιστική κληρονομιά και μαζικές ωμότητες» (Getty Publications), στην οποία 38 ειδικοί διαφόρων ειδικοτήτων εστιάζουν σε ζητήματα μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς που είναι ευάλωτα σε επιθέσεις από την Υεμένη έως τη Γουατεμάλα. Ο ιταλός αρχιτέκτονας και επί δέκα χρόνια (2000-2010) επικεφαλής του Κέντρου Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO Φραντσέσκο Μπανταρίν εστιάζει στη Συρία, και δη στις καταστροφές που έχει υποστεί το Χαλέπι, στο δοκίμιο του υπό τον τίτλο «Η καταστροφή του Χαλεπίου: ο αντίκτυπος του συριακού πολέμου σε μια πόλη – μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς».
Και επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι ένας από τους τομείς που επλήγη βαριά, εκτός των προαναφερομένων, είναι εκείνος του πολιτισμού. Οι φθορές και οι απώλειες σε μνημεία και χώρους πολιτιστικής κληρονομιάς είναι τεράστιες, καθώς σε μεγάλο ποσοστό χρησιμοποιήθηκαν από τις στρατιωτικές δυνάμεις ως φυλάκια για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής στην οποία ανήκουν, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τις ακροπόλεις της Χομς, της Χάμα και του Χαλεπίου, το μεσαιωνικό φρούριο Κρακ των Ιπποτών και το κάστρο Φαχρεντίν στην Παλμύρα. Ορισμένα μνημεία αποτέλεσαν παράπλευρες απώλειες, όπως η Βιβλιοθήκη του Μεγάλου Τεμένους των Ομεϋαδών του Χαλεπίου, και πολλά ακόμη καταστράφηκαν σκόπιμα, όπως οι σημαντικοί ναοί του Διός – Βαάλ στην Παλμύρα, από τις δυνάμεις του ISIS.
Η καταστροφή των μνημείων
Οι συγκρούσεις όμως δημιούργησαν ένα ευνοϊκό πεδίο όχι μόνο για την καταστροφή των μνημείων, αλλά και για μεγάλης κλίμακας λεηλασίες.
Ολοι οι σημαντικότεροι αρχαιολογικοί χώροι έχουν πληγεί από λαθρανασκαφείς που διακινούν στη μαύρη αγορά θησαυρούς από την αρχαία σουμεριακή πόλη Μάρι, την Εμπλα, την ελληνιστική Απάμεια και τη Δούρα – Ευρωπό, με αποτέλεσμα την απώλεια ευρημάτων μεγάλης ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας.
Στην περιοχή του Χαλεπίου ειδικότερα, οι χώροι και τα μνημεία που βρίσκονται γύρω από την ακρόπολη υπέστησαν σοβαρές ζημιές λόγω των βομβαρδισμών. Οι πιο σημαντικές απώλειες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον μεντρεσέ του σουλτάνου Μαλίκ αλ Ζαχίρ (χτίστηκε το 1223) και αρκετά ακόμη μουσουλμανικά τεμένη του 14ου-16ου αι., όπως και μερικά από τα πιο σημαντικά ιστορικά πανδοχεία της περιόδου των Μαμελούκων (τέλη 15ου αι.). Και η περίφημη ακρόπολη του Χαλεπίου υπέστη επίσης ζημιές, κυρίως τα τείχη και οι πύργοι της κατά μήκος της βόρειας και της ανατολικής πλευράς.
Οι πιο σημαντικές απώλειες αφορούν το Μεγάλο Τέμενος των Ομεϋαδών, καθώς κατέρρευσε ο μιναρές του 11ου αι. το 2013, ενώ πολλά πολύτιμα ιστορικά χειρόγραφα λεηλατήθηκαν και ξυλόγλυπτα στοιχεία, όπως ο άμβωνας και πολλές από τις ξύλινες πόρτες και τα διακοσμητικά, κάηκαν.
Η διεθνής κοινότητα, πέρα από την υιοθέτηση ψηφισμάτων (2015 και 2017) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, δεν έθεσε σε εφαρμογή κάποιον αποτελεσματικό μηχανισμό αντίδρασης για τον περιορισμό της καταστροφής της πολιτιστικής κληρονομιάς κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης. Το 2013, η Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO ενέγραψε και τα έξι συριακά μνημεία που έχουν ενταχθεί στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς (Δαμασκός, Χαλέπι, Παλμύρα, Κρακ των Ιπποτών, αρχαία χωριά της Βόρειας Συρίας) στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς σε κίνδυνο, αλλά η μόνη ουσιαστική βοήθεια ήρθε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που χρηματοδότησε ένα πολυετές έργο, το οποίο υλοποιήθηκε από την UNESCO και το Διεθνές Κέντρο για τη Μελέτη της Διατήρησης και Αποκατάστασης Πολιτιστικών Περιουσιακών Στοιχείων (ICCROM), σε μεγάλο ποσοστό πραγματοποιήθηκε εκτός συριακών συνόρων και δεν παρατάθηκε μετά την ολοκλήρωσή του το 2020.