«Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης» αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, λόγω της συμπερίληψης όλων των αυτών των στοιχείων που χαρακτηρίζουν την ιδιότυπη γλώσσα του συγγραφέα. Ο λόγος του Παπαδιαμάντη συνδυάζει την καθαρεύουσα με τη δημοτική γλώσσα, με τρόπους που κανένας άλλος Έλληνας διηγηματογράφος δεν μπόρεσε να αγγίξει.
Για αυτό, άλλωστε, και τα κείμενα του Παπαδιαμάντη είναι αδύνατον να μεταφραστούν σε άλλη γλώσσα.
Στον «Ξεπεσμένο Δερβίση,» το κυρίως σώμα του κειμένου είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα, ενώ η δημοτική γλώσσα χρησιμοποιείται σε όλους τους διαλόγους, καθώς και σε ορισμένα σημεία μέσα στην ίδια την αφήγηση.
Αν θα ήθελε κανείς να προσεγγίσει το κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο στο οποίο ο Παπαδιαμάντης έγραψε τον «Ξεπεσμένο Δερβίση,» θα έπρεπε να λάβει σίγουρα υπ’όψιν ότι το συγκεκριμένο διήγημα δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1896, περίπου τρεις μήνες πριν την πρώτη σύγχρονη αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα.
Ο Παπαδιαμάντης, αφουγκραζόμενος τη μεταβατική περίοδο στην οποία βρισκόταν η Ελλάδα εκείνη την εποχή, προσπαθώντας ανάμεσα σε ετερογενείς δυνάμεις να συγκροτήσει μια πολιτισμική ταυτότητα από τα συντρίμμια του Αρχαίου παρελθόντος της, την οθωμανική επίδραση και το βλέμμα της Δύσης, τοποθετεί στο διήγημά του έναν περιπλανώμενο δερβίση.
Εμφανίζοντας ανάμεσα στα «βαρέα τείχη» και στους «ογκώδεις κίονες του Θησείου» έναν ανέστιο ξένο, μια αινιγματική φιγούρα που παίζει το νάι και σκορπά μυστηριώδεις μελωδίες στην Αθήνα, την εποχή που αρχίζει να σκάβεται ο υπόγειος σιδηρόδρομος και οι σαλεπιτζήδες έβγαιναν το χάραμα για να πουλήσουν το σαλέπι τους, ο Παπαδιαμάντης επιθυμεί να αναδείξει το πολυπολιτισμικό τοπίο της περιόδου εκείνης.
Ο τρόπος που οι σκηνοθέτες προσέγγισαν την θεατρική απόδοση του διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης,» βασίστηκε κυρίως στην τοποθέτηση σε πρώτο πλάνο της γλώσσας του συγγραφέα, σε μια προσπάθεια να την επαναφέρουν στο σήμερα, σεβόμενοι τους ιδιωματισμούς, την ατμόσφαιρα και τον ρυθμό στον οποίο μας εισάγει.
Για αυτό τον λόγο, όπως οι ίδιοι τονίζουν, «αποφασίσαμε να απογυμνώσουμε τον σκηνικό χώρο στα ελάχιστα μέσα, χρησιμοποιώντας φυσικό ήχο στη φωνή και στα μουσικά όργανα. Στόχος μας είναι, ο θεατής, να βγει από την ταχύτητα που χαρακτηρίζει την καθημερινότητά του, και να εισέλθει σε έναν άλλο χρόνο, έναν άλλο ρυθμό, μια άλλη δόνηση».