Ο «Αίας» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη, είναι από τις φετινές παραστάσεις που επιστρέφουν μετά το πρώτο ανέβασμά τους έχοντας κερδίσει τις εντυπώσεις για την ερμηνεία του Μιχάλη Σαράντη (και στους εννέα ρόλους της τραγωδίας), αλλά και τη συμμετοχή του Απόστολου Χαντζαρά, ο οποίος ζωγραφίζει επί σκηνής.
O εικαστικός, που ήρθε πρόσφατα από τη Νέα Υόρκη για την παράσταση, μιλάει στο «ΝΣυν».
• Αν ένας ηθοποιός μπορεί να «ζωγραφίζει» με τον λόγο, μπορεί αντιστοίχως ένας ζωγράφος να «παίζει» ως μέρος μιας παράστασης;
Ο Γκόγια αφηγείται την ιστορία ενός πολέμου, ο Μποτέρο την ιστορία ενός κλέφτη, ο Τσαρούχης ένα καφενείο, στην αρχαιότητα οι τοιχογραφίες μας αφηγούνται με τη σειρά τους μία άλλη ιστορία. Η ζωγραφική εδώ και αιώνες διηγείται με τον δικό της τρόπο, αποδίδει το αίσθημα των πραγμάτων. Αντίστοιχα η υποκριτική τέχνη έχει τον τρόπο να εικάσει τα πράγματα. Για παράδειγμα, ένας ηθοποιός μπορεί να μας μεταφέρει μία εικόνα, μία κατάσταση από κάπου όπου εμείς δεν ήμασταν παρόντες.
Αρα μη μας φαίνεται περίεργο που αυτές οι δύο τέχνες μπορούν να συνδυαστούν. Το κείμενο ήταν αυτό πάνω στο οποίο πατήσαμε για να αναπτύξουμε αυτές τις δύο τέχνες και να συνομιλήσουμε. Εχουμε συνηθίσει όμως να βλέπουμε μόνο το αποτέλεσμα της ζωγραφικής. Το πρωτοποριακό σε αυτή την παράσταση είναι πως οι θεατές παρακολουθούν από την αρχή τη ζωγραφική διαδικασία καθώς ο ηθοποιός, ως ένας σύγχρονος ραψωδός, αφηγείται την ιστορία. Οι δύο τέχνες αλληλοεπιδρούν κι έτσι η παράσταση γεννιέται, μπροστά τους.
• Ποιο είναι για εσάς το συναισθηματικό ή ηθικό κέντρο της παράστασης;
Στην αρχαία τραγωδία, με τη βοήθεια των θεών, τα δεινά των ανθρώπων μεγεθύνονται. Το ερώτημα βέβαια είναι: Μήπως ο ηθικός κώδικας της εποχής ήταν όντως μεγεθυσμένος; Στον «Αίαντα» διακρίνω το δίλημμα του θυμικού και του λογικού, τα οποία, για μένα, μέσα στην τραγωδία παρουσιάζονται ως μονόδρομος: για τον Αίαντα το θυμικό, για τον Οδυσσέα το λογικό. Αυτή η τραγωδία πάλλεται ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Στη ζωή όμως χρειάζεται μέτρο.
Τώρα, μέσα στο έργο υπάρχουν στίχοι που ξεχωρίζω: «Και τι να πω τώρα στον πατέρα μου γυρνώντας γυμνός από έπαθλο, αυτός που κέρδισε λαμπρό στεφάνι δόξης;», για την καθαρότητα με την οποία διαφαίνονται σε αυτή τη φράση οι ηθικοί κανόνες της εποχής. «Τώρα, γιε μου, βλέπεις πως δεν ξεχωρίζεις λύπη από χαρά». Απευθύνεται στον γιο του που λόγω ηλικίας δεν αντιλαμβάνεται την οδύνη του αποχαιρετισμού. Ωστόσο εμένα μου αρέσει να βλέπω και μια άλλη οπτική: στην ακραία τους έκφραση τα συναισθήματα δεν ξεχωρίζουν. Και οι τελευταίοι στίχοι του έργου: «Θέλω να αγγίζεις τα πλευρά του με αγάπη, γιατί οι φλέβες του είναι ακόμα ζεστές και τρέχει μαύρο το αίμα. Κανείς δεν ήταν καλύτερος από τον Αίαντα όσο ήταν ζωντανός». Γιατί με αυτή τη φράση ο ήρωας δικαιώνεται μετά τον θάνατό του.
• Θα δοκιμάζατε το πείραμα της ζωγραφικής επί σκηνής για κάποιο άλλο έργο;
Η ζωγραφική υπήρχε πάντα ως μέρος μιας αφήγησης, μιας τελετής. Και μια παράσταση, πόσω μάλλον μια τραγωδία, είναι μια τελετή. Στη συγκεκριμένη παράσταση καταφέραμε οι δύο τέχνες να υπάρχουν ταυτόχρονα, σε μια παράλληλη δράση η οποία δεν αποσπά τον θεατή, αντίθετα ενισχύει την αφήγηση, δημιουργεί τον κόσμο του Αίαντα. Αυτό είναι αποτέλεσμα μιας καλής συνεργασίας, αρχικά με τον Μιχάλη Σαράντη, όπου μερόνυχτα δουλεύαμε στο εργαστήριό μου για να δώσουμε μορφή σε αυτό το όραμα, και στη συνέχεια με τον Γιώργο Νανούρη, που πήρε ό,τι είχαμε βρει, το έβαλε σε τάξη, το έστησε σκηνικά, το έντυσε μουσικά, ώστε να βγει τελικά αυτή η παράσταση.
• Ποια εικόνα απ’ όσες σχεδιάζετε ή πρόσωπο της παράστασης κρατάτε μέσα σας;
Στο πάτωμα της σκηνής βρίσκονται τα έργα που δείχνουν τη σφαγή των ζώων. Ο Μιχάλης τα σηκώνει και, ως Αίαντας, απευθύνεται στους ναύτες του: «Δέστε τι κύμα φονικής φουρτούνας με κύκλωσε απ’ όλες τις μεριές. Σφάξτε με κι εμένα μαζί. Με βλέπεις εμένα τώρα, τον γενναίο, δυνατό στα χέρια, ανάμεσα σε ακίνδυνα ζωντανά. Γελούν, γελούν! Τι προσβολή για μένα». Εδώ καταστρέφεται το μοντέλο του ήρωα. Τώρα όλοι γελούν. Με τι ευκολία οι άνθρωποι ισοπεδώνουν μια αξία αντί να προβληματιστούν! Αυτή την εικόνα κρατώ.