Πότε ανακαλύψατε ότι θέλατε ν’ ασχοληθείτε με τη μουσική;

Οταν ήμουν παιδί, ονειρευόμουν να γίνω μπασκετμπολίστρια του ΝΒΑ. Επαιζα πολύ μέχρι τις αρχές της εφηβείας μου. Μια μέρα, τελείως ξαφνικά, αυτό το πάθος εξατμίστηκε. Φυσικά η μουσική υπήρχε στη ζωή μου. Μάλιστα, περίμενα πώς και πώς να έρθει η Δευτέρα για να κάνω μάθημα πιάνου. Ηταν πολύ φυσικό λοιπόν να πάρει όλον τον χώρο του μπάσκετ που υπήρχε στην καθημερινότητά μου. Εχω πολλές εικόνες από την παιδική μου ηλικία: είμαστε γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι φίλοι, οικογένεια, συνήθως έχει μαγειρέψει η μητέρα μου. Αν είμαστε στην Ελλάδα, τα ψάρια που έχει ψαρέψει ο μπαμπάς το πρωί. Αν είμαστε στη Βραζιλία, τα κρέατα που έχουμε αγοράσει. Τρώμε σιγά σιγά και κάποια στιγμή βγαίνουν κιθάρες και αρχίζουν να τραγουδάνε. Εμείς τα παιδιά παίζουμε, τσιμπάμε κάτι, συμμετέχουμε στο τραγούδι και μετά ριχνόμαστε πάλι στο παιχνίδι.

Στο Berklee College of Music πώς φτάσατε;

Το άκουσα για πρώτη φορά από τον δάσκαλο που μου έκανε μαθήματα πιάνου. Μέχρι τότε δεν είχα ιδέα τι ήταν. Φυσικά ήταν η μοναδική επιλογή για σπουδές και πήγα εκεί χωρίς να ψάξω κανένα άλλο πανεπιστήμιο.

Θα λέγατε ότι η ζωή σας έχει εξελιχθεί πάνω σε κανόνες τυχαιότητας;

Δεν πιστεύω στην τύχη. Κατά την άποψή μου, υπάρχει μια ανώτερη σοφία συμπαντικά – ο καθένας ας το ονομάζει όπως θέλει – που είναι το πνευματικό κομμάτι, η τέλεια αγάπη. Που είναι μεγαλύτερη και από εκείνη των γονιών – αν θεωρήσουμε ότι είναι η απόλυτη αγάπη. Ομως οι γονείς είναι άνθρωποι, κάνουν λάθη, όπως έκαναν οι γονείς τους, όπως κάνουμε κι εμείς. Ενα από τα πιο συνηθισμένα είναι ότι τις περισσότερες φορές θέλουν τα παιδιά τους να εκπληρώσουν ένα δικό τους όνειρο. Γι’ αυτό και γίνονται δυστυχισμένα.

Επιστρέφοντας από τις σπουδές σας στην Ελλάδα, σχεδόν αμέσως αρχίσατε να δουλεύετε επαγγελματικά.

Τους πρώτους μήνες γνώρισα τον Δημήτρη Τάρλοου. Τότε διψούσα να γνωρίσω την Αθήνα, τους καλλιτέχνες, τους διανοούμενους, τους πνευματικούς ανθρώπους. Με είχε ακούσει σε μια συναυλία μου στο Faust και μου πρότεινε να γράψω μουσική για την παράσταση που ετοίμαζε, την «Ευρυδίκη». Από εκείνο το σημείο ξεκίνησε μια πορεία που δεν είχα ποτέ ονειρευτεί. Αυτό το λέμε, αν θες, τύχη ή ότι μου έφερε η ζωή μια ευκαιρία και την άρπαξα. Ετσι έγινε και με τη μουσική της «Μικράς Αγγλίας». Γνώρισα τον κ. Παντελή Βούλγαρη και την κυρία Ιωάννα Καρυστιάνη σε μια συναυλία στην Ανδρο, τους κάλεσα σε ένα δικό μου live, ήρθαν και έπειτα με επέλεξαν να συνθέσω για την ταινία τους. Τα αναφέρω αυτά για να μιλήσω για την οργανικότητα του Σύμπαντος που μου φέρνει προτάσεις και προκλήσεις. Αγαπώ τις προκλήσεις γιατί μαθαίνω και εξελίσσομαι μέσα από αυτές σε όλα τα επίπεδα.

Η μεγαλύτερη πρόκληση που έχετε αναλάβει ποια ήταν;

Να κάνω την ενορχήστρωση της «Μεγάλης χίμαιρας». Κάποια στιγμή χρειάστηκε να ηχογραφήσουμε τα έγχορδα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Αλλος κόσμος, άλλος κώδικας, οπότε η αγωνία μου ήταν τεράστια. Είχα φτιάξει μια παρτιτούρα όπου είχα στη σειρά από κάτω όλα τα όργανα. Η παρτιτούρα λοιπόν για τα τριάμισι λεπτά τραγούδι ήταν οκτώ σελίδες. Κάθε μουσικός δηλαδή έπρεπε ν’ αλλάζει σελίδες για να βρει το δικό του κομμάτι – κάτι που ακουγόταν στο μικρόφωνο. Εκεί έπαθα ένα σοκ. Χρειάστηκε να ξαναφτιάξω όλες τις παρτιτούρες όπως έπρεπε, να οργανώσω άλλες συναντήσεις, να βρω άλλους μουσικούς, γιατί βεβαίως δεν μπορούσαν οι πρώτοι, και ν’ αντιμετωπίσω μια σειρά από πολλές δυσκολίες που έπρεπε να ξεπεράσω. Ηταν μια βουτιά στα βαθιά, μέσα από την οποία πήρα πολλά, γιατί οι γονείς μου με έμαθαν να είμαι ταπεινή και ανοιχτή.

Αναφέρετε ξανά τους γονείς σας και θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς αντιμετώπισαν την επιλογή σας να γίνετε καλλιτέχνις – να ξεφύγετε από τον δικό τους επαγγελματικό και πετυχημένο τομέα.

Ωραία ερώτηση γιατί μου δίνεις την ευκαιρία να πω ότι μεταγενέστερα μια δασκάλα μουσικής μού είχε αναφέρει πως όταν είπε στον πατέρα μου «η κόρη σας έχει σοβαρό ταλέντο στη μουσική και ίσως με αυτό να ασχοληθεί» το πήρε πολύ περίεργα. Προφανώς τρόμαξε. Την ίδια ερώτηση που μου έκανες εσύ την έθεσα στον πατέρα μου. Μου απάντησε ότι διέκρινε προσπάθεια και ταλέντο, οπότε δεν χρειάστηκε να «καταπιεί» κάτι. Ετσι έφτασα εδώ εξαιτίας της ανοιχτοσύνης από την πλευρά του πατέρα μου που έβλεπε ότι διαθέτω μια βάση. Οτι δεν ήμουν «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν». Η αλήθεια είναι ότι και οι δύο γονείς μου μού «φύσηξαν» την πλάτη, δεν μου έκοψαν τα φτερά. Με άφησαν ελεύθερη, με στήριξαν και αυτό ήταν το μεγαλύτερο δώρο που μπορούσαν να μου κάνουν.

Δεν είχατε σκεφτεί ποτέ μήπως κάποιοι δουν καχύποπτα την οικονομική σας άνεση; Δεδομένου ότι οι περισσότεροι καλλιτέχνες δίνουν σκληρό αγώνα για να επιβιώσουν.

Το καταλαβαίνω και το σέβομαι και, ναι, μου είχε δημιουργήσει ενοχές. Εγώ έχω μια άλλη πορεία που μου την έφερε η ζωή. Ή θα την αγκαλιάσω και θα κάνω τη μεγαλύτερή μου προσπάθεια με τη συνθήκη αυτή ή θα ζω υπό σκιάν και στον φόβο. Δεν μεγάλωσα – ούτε εγώ ούτε ο αδελφός μου – έτσι, με το τι θα πει ο κόσμος δηλαδή. Αυτό το έμαθα αργότερα στην Ελλάδα. Από την άλλη, όλοι έχουμε κάτι στη ζωή μας που λειτουργεί περιοριστικά.

Πώς αντιμετωπίσατε τις ενοχές σας;

Με την ψυχοθεραπεία – και φυσικά μέσα από τη μουσική που για μένα έχει την αγνή δύναμη της αγάπης – έδιωξα τους φόβους μου. Και ακόμη, βέβαια, παλεύω. Δεν έχει τελειώσει αυτή η διαδρομή.

Σε ό,τι αφορά τους περιορισμούς που αναφέρατε, τι, κατά τη γνώμη σας, αποκτά τη δύναμη του περιορισμού και μπαίνει εμπόδιο στην εξέλιξή μας;

Ο ίδιος μας ο εαυτός. Κατά την άποψή μου, όλοι μας έχουμε την ίδια ιστορία και ο καθένας την εκφράζει με διαφορετικό τρόπο: δεν πήραμε την αγάπη και την αναγνώριση που θέλαμε από τους γονείς μας. Πιστεύω ότι αυτό είναι το κοινό μας τραύμα. Ομως κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσουμε ν’ αποδίδουμε ευθύνες, ν’ αναλάβουμε τις δικές μας και να δούμε το τραύμα μας.

Εσείς πότε αποφασίσατε να το δείτε;

Ημουν 20 ετών όταν αισθάνθηκα πνιγμένη και αναζήτησα βοήθεια. Είπα «δεν είμαι ευτυχισμένη και δεν μπορώ εγώ να με βγάλω από αυτό».

Υπάρχει μια αντίφαση σε αυτά που μου αναφέρετε: από τη μια οι γονείς σας ήταν «ανοιχτοί», από την άλλη νιώσατε έλλειψη αποδοχής.

Ηταν «ανοιχτοί» σε ό,τι αφορά τη μουσική. Εγώ όμως δεν είμαι μόνο μουσικός, είμαι και άνθρωπος που έχει χιλιάδες άλλες πτυχές. Δεν ήταν «ανοιχτοί» σε κάποια άλλα μου κομμάτια από δική τους αδυναμία.

Συμφιλιωθήκατε;

Οχι, δεν έχω ολοκληρώσει αυτή τη διαδρομή και δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, αλλά προσπαθώ γιατί μ’ ενδιαφέρει. Είναι μια συνεχής προσπάθεια και όχι μόνο από την πλευρά τους. Ολα σχετίζονται με τις προσπάθειες που κάνουμε για να προχωρήσουμε. Για μένα ο μεγαλύτερος μετασχηματισμός στην πορεία μου ήρθε όταν έπρεπε να διαλέξω αν «θα είμαι στις κερκίδες και θα παρακολουθώ τον αγώνα» ή αν «θα κατέβω στο γήπεδο», στην αρένα – πες το όπως θες -, για να γίνω πρωταγωνίστρια της ζωής μου. Κάποιες φορές, ναι, μπορεί να μην καταφέρνω να «κατεβαίνω» κάτω, αλλά πια ξέρω ότι έχω την επιλογή. Παλαιότερα δεν γνώριζα καν ότι υπήρχε.

Αυτή η διαδικασία – της μετακίνησης θέσης – που μου περιγράφετε προκαλεί ρήξεις και κραδασμούς.

Και λυτρώσεις όμως. Αυτό είναι που με κρατάει. Με έχει βοηθήσει – ψυχοθεραπευτικά – η μουσική να γίνω πρωταγωνίστρια. Παραδέχομαι ότι είμαι πιο εξελιγμένη στην τέχνη μου απ’ ό,τι στη ζωή μου. Με τη μουσική μπαίνω στην αρένα, με όλα τα καλά και τα στραβά μου, και μάχομαι. Στη ζωή μου είμαι πιο ανώριμη, πιο ανασφαλής και με χαμηλότερη αυτοπεποίθηση.