Τα όσα ήρθαν στο φως της δημοσιότητας σήμερα, εάν και στο βαθμό που ισχύουν είναι πολύ σοβαρά και αρχίζουν να αναδεικνύουν την πραγματική έκταση του προβλήματος που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «υποκλοπές» αλλά πολύ περισσότερο έχει να κάνει με παράκεντρα εξουσίας που αποφασίζουν ότι μπορούν να λειτουργήσουν ως παρακράτος.
Σύμφωνα με όσα αποκαλύπτονται, καταρχάς έχουμε δύο επιχειρηματίες, τους Γιάννη Λαβράνο και Φέλιξ Μπίτζιο που εμπορεύονται λογισμικό παρακολούθησης, ισραηλινής προέλευσης, το είδος του λογισμικού που μπορεί να κάνει ένα κινητό να γίνει πλήρης συσκευή παρακολούθησης. Οι επιχειρηματίες αυτοί αρχικά προσπάθησαν να δραστηριοποιηθούν στην Κύπρο και στη συνέχεια ήρθαν στην Ελλάδα.
Ο Λαβράνος είχε προσπαθήσει να μπει στην «αγορά» λογισμικού παρακολούθησης και συνακροάσεων για την ΕΥΠ ήδη από την εποχή της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Άλλωστε το όνομα Λαβράνος ακούστηκε πρώτη φορά στη σκανδαλώδη υπόθεση του συστήματος επικοινωνιών Tetra της ΕΛ.ΑΣ., που ξεκινά το καλοκαίρι του 2014. Υπόθεση που ακολουθεί δαιδαλώδη διαδρομή με εταιρείες «φαντάσματα» στο εξωτερικό, σκοτεινά επιχειρηµατικά δίκτυα, συμβάσεις με το ελληνικό Δημόσιο εκατομμυρίων ευρώ.
Ο Λαβράνος που βρίσκεται πίσω από αυτές τις συμφωνίες άμεσα ή έμμεσα φέρεται να έχει καλές σχέσεις με τους υπουργούς Προστασίας του Πολίτη επί ΣΥΡΙΖΑ, Νίκο Τόσκα και Ολγα Γεροβασίλη, ενώ με την ανάληψη της εξουσίας από τη ΝΔ φέρεται να αποκτά υπερεξουσίες και νέες υπέρογκες συμβάσεις με το Δημόσιο, αρκετές εκ των οποίων απόρρητες, δουλειές στις οποίες μερίδιο έχει και ο Φέλιξ Μπίτζιος. Η διόγκωση δε του πλούτου του όπως μαρτυρά και ο τρόπος ζωής του είναι αξιοπερίεργο φαινόμενο, η διερεύνηση του οποίου εκτός από αναγκαία μάλλον θα αποβεί και αποκαλυπτική.
Ο Λαβράνος ήταν κουμπάρος του Γρηγόρη Δημητριάδη, ενός ανθρώπου που για χρόνια ήταν ιδιαίτερα στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού και από όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση ο άνθρωπος που διοικούσε το Μέγαρο Μαξίμου.
Εάν ισχύουν τα όσα έχουν έρθει στη δημοσιότητα, σε εκείνη τη φάση το λογισμικό Predator τίθεται σε πλήρη λειτουργία. Στη γκρίζα ζώνη στην οποία λειτουργούν οι μυστικές υπηρεσίες, της ΕΥΠ μη εξαιρουμένης, το συγκεκριμένο λογισμικό το Predator, «αξιοποιήθηκε» με όρους ΣΔΙΤ, δηλαδή σε μια συνεργασία τμήματα μέσα στην ΕΥΠ, αλλά όχι με τρόπο που να «χρεώνεται» άμεσα στην ΕΥΠ. Αυτό σήμαινε επίσης για όποιον μπορεί να καταλάβει ότι αυτός ο μηχανισμός δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο από πολιτικά παράκεντρα, αλλά και επιχειρηματικά συμφέροντα. Άλλωστε, υπήρχαν και κόστη που έπρεπε να καλυφθούν.
Το γεγονός ότι υπήρχαν παράκεντρα, στην καρδιά του κέντρου εξουσίας, που είναι, συμβολικά και πραγματικά, το Μέγαρο Μαξίμου που θεωρούσαν ότι η παρακολούθηση ακόμη και κορυφαίων υπουργών, αλλά και επιχειρηματιών ή δημοσιογράφων είναι τμήμα του «πολιτικού συντονισμού», από μόνο του είναι σύμπτωμα πολιτικής, αλλά και ηθικής κρίσης.
Αυτό είναι αποτέλεσμα μιας εξαιρετικά προβληματικής αντίληψης, τροφοδοτημένης συνήθως από την ανασφάλεια των ηγετών, ότι αυτό που μετράει είναι γενικά η «πληροφορία», παραβλέποντας ότι η πραγματική πολιτική έχει να κάνει πολύ περισσότερο με το πρόγραμμα και την πραγματική κυβερνητική απόδοση. Φαίνεται ότι ο Δημητριάδης συγκεφαλαίωνε αυτό το πρόβλημα. Ιδιαίτερα ικανός στον ρόλο του αλλά και αρκετά κυνικός, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο.
Μόνο που μια τέτοια πρακτική υπονομεύει βαθιά τη δημοκρατία. Και δεν το κάνει μόνο επειδή δεν ακολουθεί τους «κανόνες» του παιχνιδιού, αλλά και γιατί εμπεδώνει στη σκέψη των πολιτών την αντίληψη ότι αυτό που λέμε δημοκρατική διαδικασία είναι απλώς ένας μπερντές του καραγκιόζη και όλα παίζονται σε ένα παρασκήνιο συναλλαγών και διαρκών συγκρούσεων.
Και γιατί προφανώς αντιλαμβανόμαστε ότι εάν παρακολουθούνται ακόμη και κορυφαίοι υπουργοί κανείς δεν είναι στην πραγματικότητα ασφαλής.
Την ίδια στιγμή δεν πρέπει να υποτιμήσουμε ότι στην υπόθεση αυτή όλα δείχνουν ότι εμπλέκεται και επιχειρηματίας που συνέβαλε και στη χρηματοδότηση του όλου «πρότζεκτ». Επιχειρηματίας που παραδοσιακά δεν τα πάει καλά με τη νομιμότητα, αλλά βρίσκει πάντα τρόπους να έχει πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό και στις κυβερνήσεις και να απολαμβάνει προνομιακής μεταχείρισης στα επιχειρηματικά και μη σχέδιά του.
Όμως, αυτό παραπέμπει σε «σκοτεινές» συναντήσεις οικονομικής και πολιτικής εξουσίας που επίσης λειτουργούν υπονομευτικά για τη δημοκρατία.
Όλα αυτά επίσης θα πρέπει να μας κάνουν ακόμη πιο καχύποπτους όχι μόνο για το πώς λειτούργησε αυτός ο μηχανισμός, αλλά και για το πώς αυτή τη στιγμή ουσιαστικά «εργαλειοποιείται» η ίδια η αποκάλυψή του, ιδίως με τον τρόπο που γίνεται σε «κύματα». Και δεν αναφέρομαι μόνο στο πώς όσοι εμπλέκονται αυτή τη στιγμή αρχίζουν να «αποκαλύπτουν» τον κατάλογο των παρακολουθήσεων ως «διαπραγματευτικό χαρτί».
Κυρίως στέκομαι στο πώς μια τέτοια αποκάλυψη μπορεί επίσης να λειτουργήσει και ως μοχλός ευρύτερων πολιτικών ανακατατάξεων και αναδιαρθρώσεων του πολιτικού συστήματος. Και τότε η παρουσία επιχειρηματιών στη διαχείριση του «πρότζεκτ» αποκτά μια άλλη διάσταση.
Όλα αυτά σημαίνουν μια πολύ μεγάλη ευθύνη που αφορά το πολιτικό σύστημα γενικότερα που πρέπει να βρει τρόπους συνεννόησης για τη αποτελεσματικότερη θωράκιση απέναντι σε τέτοια παράκεντρα και τέτοιες παράνομες πρακτικές.
Όμως, υπάρχει και μια πολύ πιο άμεση ευθύνη και αφορά τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Μέχρι τώρα συμπεριφέρθηκε ως εάν το σκάνδαλο και το πρόβλημα να μπορούν να μείνουν σε συγκεκριμένα όρια, να εισπράξει ένα κόστος και να προχωρήσει παρακάτω.
Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Έχει ιστορική ευθύνη να ρίξει άπλετο φως σε αυτή την υπόθεση και να μπορέσει να εξηγήσει με ειλικρίνεια στον ελληνικό λαό τι ακριβώς ήταν που είχε στηθεί.
Ναι, κάνοντάς το αυτό θα έχει επιπλέον πολιτικό κόστος. Το οποίο, όμως, ούτως ή άλλως θα το έχει, γιατί πλέον η σύνδεση Μαξίμου και υποκλοπών είναι δεδομένη. Μπορεί, όμως, να προσφέρει μια σημαντική υπηρεσία στη Δημοκρατία, να συμβάλει στις θεσμικές τομές που απαιτούνται και έτσι να αποτρέψει την παραπέρα εργαλειοποίηση της υπόθεσής αυτής από πολιτικά και οικονομικά κέντρα.