Πάνω από 200 δισ. δολάρια είναι το όφελος για τις εισηγμένες αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες, από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, καθώς εισπράττουν χρήματα σε μια περίοδο γεωπολιτικής αναταραχής που έχει ταράξει την παγκόσμια αγορά και έχει αυξήσει το σημαντικά το κόστος.
Σύμφωνα με αξιολόγηση των κερδών, που πραγματοποιήθηκε από την S&P Global Commodity Insights για λογαριασμό των Financial Times, τα συνολικά κέρδη για εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες πετρελαίου και βενζίνης που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ έφτασαν τα 200,24 δισεκατομμύρια δολάρια για το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο.
Ο προσδιορισμός αυτός σηματοδοτεί τους πιο αξιόλογους έξι μήνες του κλάδου από τότε που καταγράφονται τα εν λόγω στοιχεία, βάζοντας πλώρη για το καλύτερο δωδεκάμηνο στην ιστορία.
«Οι λειτουργικές ταμειακές ροές θα είναι πιθανότατα ρεκόρ – ή τουλάχιστον πολύ κοντά σε αυτό – μέχρι το τέλος του έτους», ανέφερε ο Hassan Eltorie, αναλυτής στην S&P.
Αντιδράσεις από Λευκό Οίκο
Τα υπέρογκα κέρδη έχουν προκαλέσει την έντονη αντίδραση του Λευκού Οίκου, καθώς το αυξημένο κόστος της βενζίνης παρασύρει τα δημοσκοπικά ποσοστά των Δημοκρατικών για τις σημαντικές ενδιάμεσες εκλογές της επόμενης εβδομάδας.
Ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν χαρακτήρισε τα υπερμεγέθη κέρδη «απροσδόκητο πόλεμο» και κατηγόρησε τις εταιρείες για «κερδοσκοπία» από την εισβολή της Μόσχας. Αν δεν επενδύσουν τα χρήματα στην άντληση επιπλέον πετρελαίου για να μειώσουν το κόστος στην αντλία, ανέφερε ότι θα ζητούσε από το Κογκρέσο να τους επιβάλει μεγαλύτερους φόρους.
Στη Wall Street
Το αργό πετρέλαιο Brent, το παγκόσμιο σημείο αναφοράς για το πετρέλαιο, ήταν κατά μέσο όρο πάνω από 105 δολάρια το βαρέλι το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο — πολύ πάνω από το μέσο όρο των 70 δολ./β. τα προηγούμενα 5 χρόνια.
Η Wall Street, παρόλα αυτά, ταλαιπωρημένη από μια δεκαετία ασφυξίας και παρατεταμένων ζημιών, ζήτησε από τις εταιρείες να εισέλθουν σε μια ολοκαίνουργια περίοδο κεφαλαιακής αυτοπειθαρχίας – δίνοντας προτεραιότητα στις αποδόσεις των μετόχων έναντι των δαπανηρών εκστρατειών γεώτρησης για την επιδίωξη ολοένα μεγαλύτερης προόδου της παραγωγής. Το επενδυτικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα Raymond James εκτιμά ότι οι κεφαλαιουχικές δαπάνες των 50 μεγαλύτερων παραγωγών του κόσμου θα είναι πιθανώς γύρω στα 300 δισεκατομμύρια δολάρια αυτό το 12μηνο, περίπου το μισό από αυτό που ήταν το 2013.