«Δεν μπορούμε να θεωρούμε πια τη δημοκρατία δεδομένη», προειδοποίησε ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν σε προεκλογική ομιλία του στην Ουάσιγκτον την περασμένη εβδομάδα.
Οι ενδιάμεσες εκλογές της 8ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ «είναι οι πρώτες μετά τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου [2021], όταν ο ένοπλος, οργισμένος όχλος εισέβαλε στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ», υπενθύμισε. «Μακάρι να μπορούσα να πω ότι η επίθεση στη δημοκρατία μας έληξε εκείνη την ημέρα, αλλά δεν μπορώ».
Για την ακρίβεια, τόνισε, αυτό που διακυβεύεται σε αυτές τις εκλογές είναι το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας…
Η αναφορά του 46ου προέδρου των ΗΠΑ δεν είναι τυχαία, ούτε και κινδυνολογική.
Ο 45ος πρόεδρος συνεχίζει μέχρι και σήμερα να μην αναγνωρίζει την ήττα του στις προεδρικές εκλογές του 2020 και μιλά για «κλεμμένη ψήφο».
Τώρα δε, σε αυτές τις κάλπες, ο Ντόναλντ Τραμπ κατεβάζει έναν ολόκληρο «στρατό» υποψήφιων βουλευτών και γερουσιαστών σε ομοσπονδιακό επίπεδο, καθώς και κυβερνητών, υπουργών Εσωτερικών και γενικών εισαγγελέων σε πολιτειακό.
Είναι μεν Ρεπουμπλικανοί, όμως πάνω απ’ όλα είναι «βαμμένοι» τραμπικοί. Και, το σημαντικότερο, δηλώνουν ανοιχτά ή εμμέσως πλην σαφώς και αυτοί, όπως και ο Ντόναλντ Τραμπ, «αρνητές των εκλογών».
Κατ’ αρχήν του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών του 2020, υποστηρίζοντας τους ψευδείς, αναπόδεικτους ισχυρισμούς του πρώην προέδρου ότι του στερήθηκε τότε με νοθεία η επανεκλογή στον Λευκό Οίκο.
Κάποιοι -οι πιο σκληροπυρηνικοί- αφήνουν τώρα ανοιχτό το ενδεχόμενο να αμφισβητήσουν το αποτέλεσμα και των ενδιάμεσων εκλογών, σε περίπτωση που δεν εκλεγούν.
Όμως το ακόμη πιο εφιαλτικό σενάριο είναι ότι, σε περίπτωση εκλογής τους, αρκετοί δηλώνουν αποφασισμένοι να αλλάξουν άρδην και κατά το δοκούν την εκλογική διαδικασία εκεί που μπορούν: στις πολιτείες τους.
Το μεγάλο «στοίχημα» δεν είναι δύσκολο να το μαντέψει κανείς. Είναι οι επόμενες προεδρικές εκλογές του 2024, για τις οποίες ο Τραμπ φέρεται έτοιμος να ανακοινώσει υποψηφιότητα για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών λίγο μετά το κλείσιμο της κάλπης αυτής της Τρίτης.
Ο εκλογικός «στρατός» του Τραμπ
Οι «υποψήφιοι του Τραμπ» -που είτε δεν αναγνωρίζουν ευθαρσώς είτε αμφισβητούν δημόσια το εκλογικό αποτέλεσμα του 2020- είναι παρόντες στα ψηφοδέλτια των ενδιάμεσων εκλογών σχεδόν σε κάθε πολιτεία.
Έρευνες επί ερευνών αμερικανικών ΜΜΕ έχουν καταδείξει ότι στην πραγματικότητα ξεπερνούν κατά πολύ το 50% του συνόλου των υποψηφίων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για κάποιο από τα αιρετά αξιώματα που κρίνονται στις κάλπες της 8ης Νοεμβρίου.
Σύμφωνα με τον γνωστό ιστότοπο στατιστικής ανάλυσης προγνώσεων FiveThirtyEight 116 σκληροπυρηνικοί «αρνητές των εκλογών» και οκτώ αμφισβητίες της νίκης Μπάιντεν προ διετίας έχουν τουλάχιστον 95% πιθανότητες να κερδίσουν μια έδρα στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αρκετοί ομοϊδεάτες τους έχουν επίσης πιθανότητες να επικρατήσουν στο ίδιο νομοθετικό σώμα.
Στην Γερουσία οι επιδόσεις τους δεν αναμένεται να είναι θεαματικές: το FiveThirtyEight περιορίζει σε μόλις τρεις αυτούς που θεωρεί «ασφαλή στοιχήματα», αν και «λίγο περισσότεροι έχουν σοβαρή πιθανότητα να κερδίσουν».
Η δυναμική τους είναι μεγαλύτερη στις αναμετρήσεις για την ανάδειξη κυβερνητών, αρμόδιων μεταξύ άλλων για την επικύρωση στις πολιτείες τους της εκλογής εκλεκτόρων και -μέσω αυτών- στην ανάδειξη του προέδρου των ΗΠΑ.
Το FiveThirtyEight προβλέπει ως σχεδόν σίγουρη την εκλογή σε αυτό το νευραλγικό πόστο έξι τραμπικών, εκ των οποίων οι δύο είναι σκληροπυρηνικοί.
Επίσης σε πολιτειακό επίπεδο, επτά «αρνητές των εκλογών» διεκδικούν θέσεις γενικού εισαγγελέα και άλλοι επτά υπουργών Εσωτερικών, που στις περισσότερες πολιτείες είναι αυτοί που επιβλέπουν την εκλογική διαδικασία, μπορούν να ζητήσουν επανακαταμετρήσεις και πιστοποιούν το τοπικό αποτέλεσμα στις προεδρικές εκλογές.
Με «σημαία» την «κλεμμένη ψήφο»
Αυτές οι τελευταίες δύο ομάδες αιρετών -τουτέστιν κυβερνήτες, πολιτειακοί γενικοί εισαγγελείς και τοπικοί υπουργοί Εσωτερικών- θεωρούνται κομβικές, καθώς θα έχουν λόγο στο πώς θα διεξάγονται οι εκλογές στις πολιτείες τους στο προσεχές μέλλον.
Προφανώς όχι τυχαία, οι «αρνητές των εκλογών» έχουν πέσει σαν τις… μύγες στις πιο σημαντικές αμφίρροπες πολιτείες, όπου η επικράτηση του Τζο Μπάιντεν το 2020 ήταν οριακή.
Οι «πιστοί» στον Τραμπ έχουν κατακλύσει για παράδειγμα τα ψηφοδέλτια στην Πενσυλβάνια, στην Αριζόνα, στην Τζόρτζια, στο Μίσιγκαν, στο Ουισκόνσιν, στη Νεβάδα, ακόμη και στη Φλόριντα όπου ο Μπάιντεν τελικά δεν κέρδισε προ διετίας.
Αυτές οι πολιτείες θεωρούνται κομβικές -για τον Τραμπ ή οποιοδήποτε άλλο προεδρικό υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών- προκειμένου να εξασφαλίσει την εκλογή στον Λευκό Οίκο το 2024.
Με το βλέμμα στραμμένο εκεί, οι «εκλεκτοί» του Τραμπ και πιθανοί νικητές της κάλπης των ενδιάμεσων εκλογών έχουν αποφασίσει να μην αφήσουν στη συνέχεια τίποτε στην τύχη.
Στην «αιχμή του δόρατος» βρίσκονται οι υποψήφιοι για τη θέση υπουργού Εσωτερικών σε διάφορες πολιτείες, και δη σε όσες τα τοπικά κοινοβούλια ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικανούς.
Από το 2021 έχουν μάλιστα συγκροτήσει -με την προσχώρηση και τραμπικών υποψήφιων κυβερνητών- την ομάδα «Συνασπισμός Υπουργών Εσωτερικών Πρώτα η Αμερική», με διακηρυγμένους στόχους: επανεγγραφή των εκλογικών καταλόγων, κατάργηση της ψήφου μέσω ταχυδρομείου και του ηλεκτρονικού συστήματος ψηφοφορίας, χρήση αποκλειστικά έντυπων ψηφοδελτίων, άσκηση του εκλογικού δικαιώματος μόνο την ημέρα των εκλογών.
Στο Μίσιγκαν, στην Αριζόνα και στην Πενσυλβάνια επιδιώκουν επίσης τον τερματισμό της χρήσης μηχανών στην καταμέτρηση ψήφων, υποστηρίζοντας ως ασφαλέστερη τη καταμέτρηση ψήφο-ψήφο με το χέρι.
Οι καταγγελίες για εκφοβισμό των εκλογικών υπαλλήλων εν τω μεταξύ ολοένα και πληθαίνουν…
«Ψαλιδίζοντας» το εκλογικό σώμα
Οι «αρνητές των εκλογών» διατείνονται -χωρίς να πείθουν για τις πραγματικές προθέσεις τους- ότι με αυτά τα μέτρα θα αποκλειστεί το ενδεχόμενο νοθείας.
Οι Δημοκρατικοί καταγγέλλουν προσπάθειες επιβολής περιορισμών στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, που θα περιορίσει τη δική τους εκλογική βάση.
Ειδικοί προειδοποιούν ότι ανάλογες κινήσεις θα οδηγήσουν σε μείωση της συμμετοχής στις εκλογές των νέων ψηφοφόρων και στον πλήρη αποκλεισμό εκατομμυρίων άλλων.
Και δη μελών μειονοτήτων και ατόμων χαμηλού εισοδήματος που δεν έχουν τη δυνατότητα προσέλευσης στις κάλπες ή τον χρόνο και το χρήμα για τις συχνά δαιδαλώδεις διαδικασίες έκδοσης εγγράφων ταυτοποίησης που απαιτούνται στα εκλογικά κέντρα, διαφέρουν από πολιτεία σε πολιτεία και σε ορισμένες αλλάζουν τακτικά.
Το εκλογικό σώμα συνεχίζει εν τω μεταξύ να «βομβαρδίζεται» με παραπληροφόρηση από το οργανωμένο «στρατόπεδο» του Τραμπ.
Οι Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι έχουν κοινοποιήσει φέτος περισσότερους συνδέσμους με αναξιόπιστες πηγές από ό,τι το 2020, σύμφωνα με το Κέντρο Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης και Πολιτικής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.
Καθώς το ενδεχόμενο μιας νέας προεδρικής υποψηφιότητας του Τραμπ το 2024 γίνεται όλο και πιο ορατό, το αφήγημά του περί «κλεμμένων εκλογών» το 2020 έχει παγιωθεί. Περίπου το 70% των Ρεπουμπλικανών υποστηρικτών του το πιστεύουν.
Στο μεσοδιάστημα, η εμβέλεια του τραμπικού κινήματος ολοένα και επεκτείνεται. Εκατομμύρια έχουν ξοδευτεί για τη στρατολόγηση εθελοντών και εκλογικών παρατηρητών, που θα μπορούσαν να διαταράξουν τη διαδικασία καταμέτρησης, ακόμη και με ψευδείς ισχυρισμούς.
Το έκανε το 2020 η Κριστίνα Καράμο, τότε εκλογική παρατηρήτρια στο Ντιτρόιτ, σήμερα υποψήφια υπουργός Εσωτερικών των Ρεπουμπλικάνων στο Μίσιγκαν και «ορκισμένη» υποστηρίκτρια του Τραμπ.
Το επόμενο colpo grosso;
Αποκαλύπτοντας μια στρεβλή εικόνα, δημοσκόπηση των New York Times καταδεικνύει ότι ενώ το 71% των ερωτηθέντων εγγεγραμμένων ψηφοφόρων θεωρεί ότι το δημοκρατικό πολίτευμα των ΗΠΑ βρίσκεται σήμερα υπό απειλή, μόλις το 7% απάντησε ότι το θεωρεί κορυφαίο εκλογικό ζήτημα.
Οι περισσότεροι (29%) ανέφεραν την κατάσταση της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένου του χρηματιστηρίου και της αγοράς εργασίας. Το 19% ανέφερε συγκεκριμένα τον πληθωρισμό και το κόστος ζωής.
Λίγο μετά τις ενδιάμεσες εκλογές εν τω μεταξύ το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ -όπου οι συντηρητικοί πλειοψηφούν (6 έναντι 3), με τους μισούς από αυτούς έχουν διοριστεί από τον Τραμπ- αναμένεται να εξετάσει μια μέχρι πρότινος θεωρούμενη ως περιθωριακή νομική θεωρία.
Αφορά στην «ανεξάρτητη πολιτειακή νομοθετική εξουσία», βάσει της οποίας τα νομοθετικά σώματα των πολιτειών και μόνο αυτά μπορούν να καθορίζουν τον τρόπο διεξαγωγής των ομοσπονδιακών εκλογών.
Σε αυτή ακριβώς είχε βασιστεί το επιτελείο του Ντόναλντ Τραμπ επιχειρώντας ανατρέψει τη λαϊκή ψήφο στις προεδρικές εκλογές του 2020 σε τουλάχιστον επτά πολιτείες. Τότε δεν τα κατάφερε, χάρη στα πολιτειακά δικαστήρια.
Αυτό όμως θα μπορούσε να αλλάξει, εφόσον το Ανώτατο Δικαστήριο αποφασίσει υπέρ της ισχύος αυτής της θεωρίας. Κάτι που παρεμπιπτόντως ζητά με προσφυγή η ελεγχόμενη από τους Ρεπουμπλικανούς πολιτειακή Βουλή της Βόρειας Καρολίνας.
Η υπόθεση θα μπορούσε να ανοίξει ένα εκλογικό «κουτί της Πανδώρας» στις ΗΠΑ, δίνοντας ευρείες εξουσίες στα νομοθετικά σώματα των πολιτειών -θεωρητικά ακόμη και για ανατροπή της ίδιας της λαϊκής ψήφου- περιορίζοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα των πολιτειακών δικαστηρίων να επανεξετάζουν τις αποφάσεις.
Πρακτικά, αυτό θα συνιστά νομιμοποίηση των αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων Τραμπ.
Ένα εκλογικό «παγόβουνο»
Η ετυμηγορία του Ανώτατου Δικαστηρίου αναμένεται την επόμενη άνοιξη, σχεδόν ενάμιση χρόνο πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2024.
Όμως τα πολιτειακά νομοθετικά σώματα υπό ρεπουμπλικανικό έλεγχο έχουν ήδη πιάσει… δουλειά.
Σύμφωνα με το Κέντρο Μπρέναν για τη Δικαιοσύνη, έχουν ήδη εγκρίνει εκατοντάδες νομοσχέδια που περιορίζουν το δικαίωμα στην ψήφο ή/και ενισχύουν τους κομματικούς αξιωματούχους.
«Είναι σαν να είμαστε στον Τιτανικό, κατευθυνόμενοι προς το παγόβουνο», λέει η Πίπα Νόρις, λέκτορας Συγκριτικής Πολιτικής στη Σχολή Διακυβέρνησης Τζον Φ. Κένεντι του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και ιδρύτρια του Electoral Integrity Project. «Όλοι μπορούν να δουν το παγόβουνο. Όλοι ξέρουν τι πρόκειται να συμβεί. Αλλά δεν υπάρχει γυρισμός».