Οι χώρες-μέλη της ΕΕ βιώνουν τους τελευταίους μήνες μια συνεχή επιτάχυνση του πληθωρισμού. Η ερμηνεία που κυριάρχησε αρχικώς με τον πληθωρισμό είναι ότι πρόκειται για «προσωρινό φαινόμενο». Πράγματι, ο «πληθωρισμός κόστους» είναι συνήθως ένα σοκ με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Η καθυστερημένη απάντηση των Κεντρικών Τραπεζών στο φαινόμενο αυτό εξηγείται από την υιοθέτηση της ερμηνείας αυτής μέχρι τουλάχιστον τον περσινό χειμώνα.
Όμως τουλάχιστον στην Αμερική είχαμε μια φανερή, ισχυρή επιδότηση της δαπάνης από τη διοίκηση Biden με αφορμή την πανδημία. Γι’ αυτούς δε που συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η Ευρώπη βιώνει απλώς ένα ενεργειακό σοκ που μεταφέρεται στις τιμές, υπενθυμίζεται ότι η δημοσιονομική θέση των χωρών-μελών έχει χειροτερέψει την προηγούμενη δεκαετία, ενώ ο ισολογισμός της ΕΚΤ έφτασε τα 9 τρις ευρώ σχεδόν.
Ο ωκεανός ρευστότητος, λοιπόν, που διοχετεύθηκε για να στηριχθούν οι δυτικές οικονομίες όλη την προηγούμενη δεκαετία έφτασε στο όριό του με την πανδημία, γεγονός που σήμερα δίνει τη θέση του σε μια επιθετική ρητορική αλλά και ενέργειες ύψωσης των επιτοκίων, σαν να πρέπει να κερδηθεί ο χαμένος χρόνος. Υπάρχει όμως ένα ζήτημα «χρονικής ασυνέπειας» στην εσπευσμένη αυτή νομισματική σύσφιξη, υπάρχει ένα ζήτημα του εάν θα ήταν περισσότερο αποδοτικό μια τέτοια σύσφιξη να είχε ξεκινήσει πέρσι τέτοιον καιρό όταν υπήρχαν ήδη τα πρώτα σημάδια.
Με δεδομένη πάντως την ισχυρή δημοσιονομική επέκταση από τότε, ακόμη και μια έγκαιρη άνοδος των επιτοκίων πέρσι το φθινόπωρο μπορεί να περιλάμβανε μεγάλες απώλειες σε χαμένο προϊόν.
Κι αυτό καθώς η νομισματική πολιτική, εξαρτώμενη από την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική των ελλειμμάτων, περιορίζεται όσον αφορά την ανεξαρτησία και κυρίως την αποδοτικότητα της όσον αφορά εν προκειμένω τον πληθωρισμό. Να μην εκπλαγούμε λοιπόν αν παρά την επιθετική αύξηση των επιτοκίων ένας πληθωρισμός μακριά από τον στόχο του 2% συνεχίζει να επιμένει για πολλούς μήνες.