Η τοξική και πολωτική προεδρική εκλογική εκστρατεία του 2019-2020 στις ΗΠΑ αποκάλυψε και στους/στις πλέον αφελείς τις βαθιές διαιρέσεις που με βίαιο τρόπο μετασχηματίζουν την αμερικανική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Πλέον, την αμερικανική δημοκρατία πολιορκούν μια πληθώρα «φυλών» και ομάδων/κοινοτήτων που συχνότατα δεν τρέφουν κανένα σεβασμό η μία για την άλλη. Δεν θα ήταν υπερβολή αν ισχυριστούμε ότι αυτό που χωρίζει αυτές τις ομάδες είναι σε πολλές περιπτώσεις ένα κοινωνικό μίσος με πλείστες όσες υπερβατικές αναφορές και μία βαθιά ριζωμένη διπολική αίσθηση σύγκρουσης μεταξύ «καλού» και «κακού».
Πολύ περισσότερο απ’ ότι στο μεταπολεμικό παρελθόν, οι πολιτικές αφοσιώσεις αγκυροβολούν σε μια αρχέγονη θα έλεγε κανείς, αίσθηση ταυτοτήτων που θεμελιώνονται με όρους αποκλεισμού των «άλλων». Αυτές οι ταυτότητες φαίνεται να επικρατούν και να διαμορφώνουν τις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις, αποτελώντας τις βασικές οργανωσιακές αρχές της δημόσιας σφαίρας σε τοπικό, πολιτειακό και σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο παλιός πολύτιμος εσωτερικός πολιτικός ιδεαλισμός που μοιράζονταν μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνοι και συντηρητικοί Δημοκρατικοί ο οποίος παρήγαγε σε κρίσιμες συγκυρίες τις μεγάλες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συναινέσεις έχει ενοχοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που η διακομματική συνεργασία να είναι σχεδόν αδύνατη.
Με αυτό το ζωτικής σημασίας εσωτερικό πρόβλημα να ταλανίζει την αμερικανική δημόσια σφαίρα, η διαχείριση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών που εκδηλώνονται με (νέο)ψυχροπολεμική ένταση είναι εξαιρετικά δυσχερής. Η ρήξη των σχέσεων Ρωσίας-Δύσης και ο εθνικιστικός δυναμισμός της Κίνας υπό την ηγεσία Σι Ζιπίνγκ αποσταθεροποιούν τις προσδοκίες μιας αδύναμης διεθνούς κοινότητας και αυτή η αδυναμία ανατροφοδοτεί την γεωπολιτική καχυποψία και απελευθερώνει αναθεωρητικές στρατηγικές.