Με την (μερική προς το παρόν) αντιστροφή των πολιτικών ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, επανέρχεται το ζήτημα των δημοσιονομικών επιδόσεων – του χρέους και της διαχείρισής του, δηλαδή. Η Ελλάδα είναι σε μεγάλο βαθμό προστατευμένη από την άνοδο των επιτοκίων και των αποδόσεων ομολόγων, λόγω της σύστασης του χρέους της.
Η αύξηση του πληθωρισμού παρέχει ευκαιρία βελτίωσης των δεικτών. Είναι ενδιαφέρον το ότι, ενώ οι θεσμοί έδωσαν, μαζί με τις ελληνικές κυβερνήσεις, να αποσυνδεθεί η βιωσιμότητα του χρέους από τον κλασικό δείκτη ποσοστού του ΑΕΠ, επανέρχεται η σχετική φιλολογία. Βλέπετε, με την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό ο δείκτης πέφτει εντυπωσιακά, ενώ το χρέος αυξάνεται ως απόλυτο μέγεθος.
Στη συγκυρία υψηλότατων αποδόσεων ομολόγων, ο εξωτερικός δανεισμός μειώνεται υποχρεωτικά, με την αύξηση του δημόσιου χρέους να συγκρατείται. Το ακαθάριστο χρέος όμως, έφτασε τα 400 δις ευρώ τον Ιούλιο 2022. Εάν συνεκτιμήσουμε όλες τις υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των εγγυήσεων του δημοσίου, αλλά και τις δυνητικές ελαφρύνσεις τους (ενδοκυβερνητικό χρέος, διαθέσιμα), το υπό διαχείριση δημοσιονομικό βουνό είναι της τάξεως των 412 δις ευρώ – εάν δεν καταπέσει ούτε ευρώ εγγυήσεων, πάμε στη επόμενη κορυφή των 382 δις του βουνού.
Το δημόσιο χρέος εμφανίζεται υπό συγκράτηση στα 355-360 δις ευρώ. Για να επιτευχθεί αυτή η συγκράτηση, περισσότερα από 35 δις ευρώ των φορέων του δημοσίου (ΟΤΑ, ΟΚΑ, κλπ) έχουν υποκαταστήσει εξωτερικό χρέος. Δηλαδή, οι φορείς του δημοσίου αγοράζουν χρέος και κλείνουν διαχειριστικές τρύπες. Προφανώς, μια τέτοια πολιτική δεν μπορεί να ασκείται επ’ αόριστον. Έρχονται οι αγορές, λοιπόν – ελπίζουμε να είναι εκεί για μας όταν τις χρειασθούμε – και εάν τα πράγματα στραβώσουν, η ΕΚΤ.
Λόγω της συγκέντρωσης ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ (περίπου 39 δις) και Έλληνες «θεσμικούς», στις διεθνείς αγορές είναι διαθέσιμα για διαπραγμάτευση (tradeable) λιγότερα από 10 δις ελληνικών ομολόγων αναφοράς. Δύο είναι οι κίνδυνοι από την έλλειψη ρευστότητας της ελληνικής αγοράς χρέους: (α) εάν χρειασθεί η παρέμβαση της ΕΚΤ (ενεργοποίηση του προγράμματος ΤΡΙ για την Ελλάδα), δεν υπάρχουν ομόλογα ώστε να είναι αυτή η παρέμβαση αποτελεσματική και (β) όταν με το καλό ανακτηθεί η επενδυτική βαθμίδα, τα 100πλάσια σε σχέση με σήμερα κεφάλαια που θα «βλέπουν» την Ελλάδα, δεν θα έχουν πού να τοποθετηθούν.
Συνοπτικά, λοιπόν, μια σώφρων πολιτική δεν πρέπει να περιορίζεται στην ανάγνωση του δείκτη χρέους, αλλά να στραφεί τάχιστα σε παρεμβάσεις που θα οδηγούν σε πλεονάσματα, έστω και μικρά, χωρίς να αναλίσκεται η ελληνική περιουσία (τα διαθέσιμα των φορέων). Απαιτείται πολιτική εμβάθυνσης της ελληνικής αγοράς χρέους, ακόμη και σε συνθήκες υψηλών αποδόσεων – χάθηκε η ευκαιρία κατά τη διετία των αρνητικών επιτοκίων.