Η Κομισιόν αναμένει από την Ελλάδα να συνεχίσει τη συνετή δημοσιονομική πολιτική, καθώς και να παραμείνει το χρέος σε πτωτική πορεία, δηλώνει ο Πάολο Τζεντιλόνι, επίτροπος Οικονομικών στη βάση των παραμέτρων της νέας πρότασης της Κομισιόν για την αναθεώρηση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων, του γνωστού Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ). Στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» και σε ολιγάριθμη ομάδα ανταποκριτών ευρωπαϊκών εντύπων στις Βρυξέλλες, ο ιταλός επίτροπος τόνισε, παράλληλα, ότι οι νέοι κανόνες ανοίγουν τον δρόμο για ισχυρότερη ανάπτυξη και επενδύσεις παρέχοντας τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο.
«Η Ελλάδα έχει αυτά τα χρόνια συνετή δημοσιονομική πολιτική, που επέτρεψε στη χώρα να ολοκληρώσει τον Αύγουστο την περίοδο ενισχυμένης εποπτείας. Τώρα αξιολογούμε το προσχέδιο του προϋπολογισμού και εκτιμώ ότι η συνετή δημοσιονομική πολιτική συνεχίζεται. Φυσικά όταν αναφερόμαστε (σ.σ.: στην πρόταση αναθεώρησης του ΣΣΑ) σε μια πορεία σταδιακής μείωσης του χρέους, αναφερόμαστε ιδιαίτερα σε χώρες υψηλού χρέους, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα. Εχουμε σημαντική μείωση του χρέους αυτά τα χρόνια και θα περιμέναμε από την ελληνική κυβέρνηση, όταν θα εφαρμοστεί αυτή η αναθεώρηση, να συνεχίσει σε μια πτωτική πορεία χρέους», τόνισε ο κ. Τζεντιλόνι. Βασική παράμετρος στην αναθεώρηση που προτείνει η Κομισιόν είναι η υιοθέτηση εθνικών δημοσιονομικών σχεδίων διάρκειας τεσσάρων ετών, τα οποία θα προτείνονται από τα κράτη – μέλη, αφού έχει προηγηθεί σχετική πρόταση αναφοράς από την Επιτροπή, και θα έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα και κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ενώ θα υπάρχει η δυνατότητα επέκτασης της περιόδου προσαρμογής έναντι δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις έως και κατά τρία έτη. Η πρόταση καταργεί την ταχύτητα μείωσης του χρέους κατά 1/20 ετησίως, αντικαθιστώντας τη με διαφοροποιημένη και εξατομικευμένη πορεία μείωσης του χρέους για κάθε κράτος – μέλος.
Κατά τον ιταλό επίτροπο, «η αναθεώρηση μπορεί να προσφέρει σταδιακή και ρεαλιστική πορεία μείωσης του χρέους, κίνητρα για επενδύσεις και απλούστερους κανόνες. Η Κομισιόν δεν θα συνταγογραφεί συγκεκριμένους στόχους στα κράτη – μέλη, αλλά θα δίνει καθοδήγηση, που βασίζεται στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους. Η καθοδήγηση δεν είναι συνταγή. Η ισορροπία μεταξύ ιδιοκτησίας και επιβολής είναι δυνατή μόνο όταν η ιδιοκτησία είναι πραγματική, όταν τα κράτη – μέλη βρίσκονται στη θέση, εντός μιας κοινής γενικής καθοδήγησης, να καθορίσουν τη δική τους πορεία». Αφού συντάσσονται τα εθνικά σχέδια, Κομισιόν και κράτος – μέλος θα ξεκινούν διάλογο «για την πορεία μείωσης του χρέους και τις επενδύσεις που θεωρούνται από το σχέδιο χρήσιμες για την απόκτηση τριών ακόμη ετών προσαρμογής και μεγαλύτερου δημοσιονομικού χώρου». Το μάθημα που αντλήθηκε από το RRF, είπε ο κ. Τζεντιλόνι, αποτελεί βάση του διαλόγου αυτού, αλλά χωρίς τον όγκο και τις λεπτομέρειες των οροσήμων και στόχων στα εθνικά σχέδια του RRF.
Επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις
Πώς θα αξιολογούνται μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις; «Θα χρησιμοποιούμε ως βάση για τα πρόσθετα τρία χρόνια τις ειδικές για τη χώρα συστάσεις για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, τις καθορισμένες προτεραιότητες της ΕΕ, τη δίδυμη πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και την κοινωνική συνοχή», είπε ο κ. Τζεντιλόνι, ανοίγοντας ταυτόχρονα την προοπτική να περιληφθούν αμυντικές επενδύσεις. «Είμαι βέβαιος ότι θα έχουμε μια συζήτηση με τα κράτη – μέλη σχετικά με τη δυνατότητα προσθήκης αμυντικών επενδύσεων. Εχουμε λάβει σχετικό αίτημα από πολλά κράτη – μέλη».
Κατά τον κ. Τζεντιλόνι, με την πρόταση αυτή «οι νέοι κανόνες μπορούν να συμβάλουν σε ισχυρότερη ανάπτυξη παρέχοντας δημοσιονομικό χώρο. Οι επενδύσεις σε συγκεκριμένους τομείς επιτρέπουν μια πιο σταδιακή μείωση του χρέους, υπάρχει περισσότερος δημοσιονομικός χώρος για επενδύσεις. Αυτή είναι μια συμβολή για την αποφυγή της λιτότητας, αλλά δεν θα την υπερεκτιμούσα», είπε, απαντώντας σε ερώτηση σχετική με την αυστηρή λιτότητα που επιβλήθηκε, και στην Ελλάδα, στην οικονομική κρίση. Κατά τον ίδιο, «η λιτότητα τότε δεν προκλήθηκε από τους δημοσιονομικούς κανόνες».
Εξαιρέσεις σε περίοδο κρίσης
Σχετικά με το «νομικό εργαλείο» ενεργοποίησης εξατομικευμένης για κάθε κράτος – μέλος ρήτρας διαφυγής, ο κ. Τζεντιλόνι επεξήγησε: «Θα αφορά μόνο την αναστολή εφαρμογής των δεσμεύσεων στο τεσσάρων ή επτά ετών σχέδιο. Για να είμαστε αξιόπιστοι πρέπει να έχουμε τη δυνατότητα εξόδου, αναστολής εάν συμβεί κάτι εξαιρετικό βάσει κοινής απόφασης Κομισιόν και Συμβουλίου». Η λογική της πρότασης αφορά την περίπτωση «ακραίων σεναρίων» και όχι σενάριο δημοσιονομικής κρίσης, όπως αυτή που αντιμετώπισε η Ελλάδα, είπε ο κ. Τζεντιλόνι.
Σχετικά με τη γενική ρήτρα διαφυγής, που βρίσκεται εν ισχύι, ο κ. Τζεντιλόνι είπε ότι «δεν εξετάζουμε το ενδεχόμενο παράτασης», χωρίς όμως να το αποκλείει απόλυτα, καθώς «δεν ξέρει κανείς τι μπορεί να συμβεί». Αλλωστε, όπως είπε, «είναι σαφές ότι οι οικονομίες μας επιβραδύνονται στο τέλος του έτους και στην αρχή του επόμενου». Σήμερα ο ιταλός επίτροπος παρουσιάζει τις νέες οικονομικές προβλέψεις της Κομισιόν. Σχετικά με το ζήτημα μιας κεντρικής δημοσιονομικής ικανότητας, δήλωσε «σθεναρά υπέρ αυτής της προοπτικής», επισημαίνοντας ότι λείπει από την ΕΕ ένα τέτοιο εργαλείο.
Oι αποφάσεις
Ο κ. Τζεντιλόνι είπε ότι αναμένεται η πρώτη συζήτηση για την πρόταση της Κομισιόν να γίνει στο Ecofin του Δεκεμβρίου, εκτιμώντας ότι το πιθανότερο είναι να συζητηθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις αρχές του επόμενου έτους και όχι τον Δεκέμβριο. Πάντως, παρά τις διαφορές που φαίνεται να υπάρχουν ανάμεσα στα κράτη – μέλη για την πρόταση, ο κ. Τζεντιλόνι εμφανίστηκε αισιόδοξος. «Αναμένουμε να καταλήξουμε σε συναίνεση και το Συμβούλιο να αναθέσει στην Επιτροπή να προχωρήσει με λεπτομερείς ρυθμιστικές και νομοθετικές προτάσεις, κάτι που μπορεί να γίνει μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους». Πάντως, εκτίμησε ότι «το κύριο θέμα της συζήτησης θα είναι η ισορροπία μεταξύ της ανάγκης να υπάρξει μια διαφοροποιημένη και εξατομικευμένη πορεία μείωσης του χρέους, όπου οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν την πρωτοβουλία της πρότασης, και της ανάγκης να έχουμε ένα κοινό πλαίσιο. Η διατήρηση της ισορροπίας αυτής δεν θα είναι εύκολη. Καταλαβαίνω τις χώρες που λένε ότι χρειαζόμαστε πολυμερή προσέγγιση και όχι διμερή. Αλλά εάν επιδιώκουμε εφαρμογή των κανόνων, χρειαζόμαστε ιδιοκτησία και διαφοροποιημένη προσέγγιση».