Δεν είναι ακριβώς σαφές πόσοι Ρώσοι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα τους από την έναρξη του πολέμου για την Ουκρανία. Κάποιοι λένε ότι ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο, κάποιοι άλλοι λένε ότι είναι λιγότεροι. Αλλά οι αριθμοί μπορεί να είναι λιγότερο σημαντικοί από το διαμέτρημα εκείνων που αποχωρούν. Είναι μεταξύ των πιο μορφωμένων Ρώσων: συγγραφείς, πληροφορικάριοι, δημοσιογράφοι, κινηματογραφιστές, μουσικοί, ακαδημαϊκοί, ηθοποιοί και άλλοι. Κάποιοι φεύγουν επειδή δεν διαθέτουν άλλη επιλογή. Δημοσιογράφοι που ασκούσαν κριτική στον πόλεμο, όπως η Γεβγκένια Αλμπατς της εφημερίδας «The New Times», αναγκάστηκαν να φύγουν για να αποφύγουν τη σύλληψη για διασπορά «ψευδών ειδήσεων» ή ως «ξένοι πράκτορες». Αλλοι φεύγουν επειδή βρίσκουν τη ζωή μέσα στη Ρωσία του Πούτιν ανυπόφορη.
Η Ολγα Σμιρνόβα, πρώτη χορεύτρια του μπαλέτου Μπολσόι, μετακόμισε στο Αμστερνταμ. Είπε ότι «ποτέ δεν θα σκεφτόταν» ότι θα έφθανε η στιγμή που θα «ντρεπόταν για τη Ρωσία», αλλά ότι ο πόλεμος έκανε αδύνατη την παραμονή της. Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι άνδρες έφυγαν πριν από την πρόσφατη «μερική κινητοποίηση» του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, αντί να διακινδυνεύσουν να σταλούν να πάρουν μέρος σε έναν πόλεμο που δεν ήθελαν ποτέ.
Ενας φίλος στη Μόσχα μού είπε ότι οι άνθρωποι που είχαν την ευκαιρία να φύγουν και το έκαναν είναι περισσότεροι από εκείνους που επέλεξαν να μείνουν. Αλλά κάποιες εξέχουσες προσωπικότητες που αντιτίθενται στον πόλεμο του Πούτιν είναι ακόμη εκεί για κάθε είδους λόγους: δεν θέλουν να αφήσουν πίσω τις οικογένειές τους – δεν βλέπουν τρόπο να συνεχίσουν να εργάζονται οπουδήποτε αλλού – και θέλουν να γίνουν μάρτυρες των όσων συμβαίνουν στη χώρα τους. Ο ανεξάρτητος δημοσιογράφος Ντμίτρι Μουράτοφ ορκίστηκε: «Θα εργαστούμε εδώ μέχρι η κρύα κάννη του όπλου να αγγίξει το καυτό μας μέτωπο».
Τέτοιες επιλογές δεν είναι ποτέ εύκολες. Οι άνθρωποι σε άλλες εποχές και άλλες χώρες, όπως η ναζιστική Γερμανία ή η κομμουνιστική Κίνα, έχουν αντιμετωπίσει παρόμοια διλήμματα. Αν φύγεις, κινδυνεύεις να χάσεις την επαφή με τη χώρα σου και να γίνεις ανεπιθύμητος επισκέπτης στο εξωτερικό. Αν μείνεις, μπορεί να καταλήξεις στη φυλακή ή ακόμα χειρότερα.
Οι αποχωρήσαντες συχνά επικρίνονται ως δειλοί ή προδότες, ενώ οι αντιφρονούντες που μένουν στριμώχνονται μεταξύ ξένων δυνάμεων και της ίδιας τους της κυβέρνησης. Οι Ρώσοι που αγαπούν τη χώρα τους αλλά μισούν τον πόλεμο βρίσκονται στην ίδια θέση με τους πατριώτες Γερμανούς που απεχθάνονταν τους ναζί. Εχουν πολύ λίγους φίλους.
Η επιλογή ανάμεσα στην παραμονή και την αποχώρηση προκαλεί διαφορετικές αντιδράσεις. Εκείνοι που βρίσκονται με ασφάλεια εκτός της χώρας, προστατευμένοι από τη βαρβαρότητα του πολέμου και της δικτατορίας, συχνά επιμένουν ότι όσοι μένουν πρέπει να επιδείξουν την αντίθεσή τους στην κυβέρνηση. Σε συνέδριο στη Ρίγα, ο πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι και πολιτικός ακτιβιστής Γκάρι Κασπάροφ δήλωσε ότι οι Ρώσοι που θέλουν να είναι «στη σωστή πλευρά της Ιστορίας θα πρέπει να ετοιμάσουν τις βαλίτσες τους και να φύγουν από τη χώρα». Οσοι δεν το κάνουν, είπε, «είναι μέρος της πολεμικής μηχανής».
Ο Τόμας Μαν, ο διασημότερος γερμανός συγγραφέας της εποχής του, έφυγε από τη ναζιστική Γερμανία μόλις ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία το 1933. Με εβραία σύζυγο και απόψεις που θα οδηγούσαν στη σύλληψή του, δεν είχε άλλη επιλογή. Οι σφοδρές επιθέσεις του στο καθεστώς του Χίτλερ μεταδόθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου από το BBC. Μετά τον πόλεμο, ο Μαν ισχυρίστηκε ότι όλοι οι Γερμανοί ήταν μολυσμένοι από τα ναζιστικά εγκλήματα. Πίστευε ότι και οι συγγραφείς που κρατούσαν χαμηλό προφίλ ήταν μολυσμένοι. Αυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση συγγραφέων όπως ο Φρανκ Τίες, ο οποίος δεν ήταν ναζιστής αλλά είχε επιλέξει να παραμείνει στη Γερμανία. Ηταν αυτός που επινόησε τη φράση «εσωτερική μετανάστευση» για τους διανοούμενους που έμεναν κλεισμένοι στον εαυτό τους για να μην μπλέξουν. Ανθρωποι σαν τον Μαν, ήταν δειλοί, που είχαν γυρίσει την πλάτη στους πάσχοντες συμπατριώτες τους.
Το πικρό ρήγμα μεταξύ ανθρώπων που θα έπρεπε να είναι στην ίδια πλευρά αλλά έκαναν διαφορετικές υπαρξιακές επιλογές είναι ένας από τους θριάμβους των καταπιεστικών καθεστώτων. Αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα της αντιπολίτευσης.
Η έξοδος των καλύτερων και εξυπνότερων της Ρωσίας μπορεί να αποδειχθεί ευλογία για τα επιστημονικά, καλλιτεχνικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα της Δύσης. Και σίγουρα θα βλάψει τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της Ρωσίας. Αλλά ο Πούτιν μάλλον δεν θα ενοχληθεί, αρκεί να μπορέσει να παραμείνει στην εξουσία. Οι Ρώσοι που θα παραμείνουν θα υποστούν τις μακροπρόθεσμες συνέπειες του μιλιταρισμού του Πούτιν, ενδεχομένως περισσότερο από τους Ουκρανούς που σηκώνουν τώρα το βάρος του πολέμου. Σύμφωνα με τα λόγια του Ιλια Κολμανόφσκι, ενός διάσημου δημοσιογράφου, ο οποίος τελικά εγκατέλειψε τη Ρωσία λόγω του πολέμου, «με τον καιρό, οι άνθρωποι θα καταλάβουν ότι η εισβολή του Πούτιν ήταν επίσης μια επίθεση στη Ρωσία».