Οταν αναπολείτε τα παιδικά σας χρόνια, ποιες εικόνες και ποια περιστατικά αναδύονται αυθόρμητα μέσα σας;
Τα παιδικά μου χρόνια ή μάλλον τα παιδικά μου βιώματα είναι σκληρά και ίσως και πρωτόγνωρα σε σχέση με το πώς μεγαλώνει ένα παιδί. Ο πατέρας μου ήταν ένας μικροκαταστηματάρχης, που το μαγαζί του ήταν πάνω στην Πράσινη Γραμμή, στην παλιά πόλη της Λευκωσίας. Υπήρχε ένα νηπιαγωγείο – πάνω στην Πράσινη Γραμμή επίσης – που προοριζόταν για τις εργαζόμενες μητέρες, λεγόταν μάλιστα «Μάνα». Θυμάμαι τα Χριστούγεννα του ’63, όταν άρχισαν οι διακοινοτικές ταραχές, να φεύγουμε, όσα παιδιά ήμασταν στο νηπιαγωγείο, έρποντας γιατί είχαν αρχίσει να πέφτουν σφαίρες στην αυλή του. Εγινε μια καθημερινή απασχόληση για όλα τα παιδιά της γειτονιάς μου να φτιάχνουμε χαρακώματα και να καθαρίζουμε όπλα. Αν και έκανα τελείως διαφορετικές σπουδές, δεν απέφυγα, λόγω αυτών ακριβώς των εμπειριών, να ασχοληθώ με την πολιτική, έστω και μετά τα τριάντα πέντε μου χρόνια, όταν έγινα, για πρώτη φορά, κυβερνητικός εκπρόσωπος, στην Κύπρο. Θεωρώ τον εαυτό μου παιδί της Πράσινης Γραμμής, ένα παιδί που έγινε έφηβος μέσα σε μια νύχτα πολέμου.
Ποιο πρόσωπο του στενού ή του ευρύτερου περιβάλλοντός σας αισθάνεστε να έχει παίξει τον σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωσή σας;
Αναμφισβήτητα ο πατέρας μου. Απόφοιτος Δημοτικού Σχολείου, είχε πάει για επτά χρόνια στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι Αγγλοι είχαν καλέσει τους Κύπριους να ενταχθούν στον βρετανικό στρατό, με αντάλλαγμα την Ενωση. Είχε πολεμήσει στην Ελλάδα, στην Αυστρία, σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτή η μεγάλη του εμπειρία τον έκανε άνθρωπο με εξαιρετικά έντονες θρησκευτικές ανησυχίες. Δεν μας μίλησε όμως ποτέ για τις δυσκολίες που πέρασε ώστε να καταλήξει σ’ αυτή την επιλογή. Ενα παιδί από ένα χωριό, τον Αγρό της Κύπρου, εκτιμούσε τους ανθρώπους σε σχέση με την καθημερινή σοφία που μπορεί να διέθεταν κι όχι σύμφωνα με τα μορφωτικά ή πανεπιστημιακά τους προσόντα. Αν κι έχω σπουδάσει σε πολλά πανεπιστήμια, ο πατέρας μου μού έμαθε πως οι ανάλογες σπουδές είναι μια εντελώς τυπική υπόθεση, κάθε άλλο παρά απαραίτητες για να έχει κανείς μια ορθή κρίση και μια ηθική στάση μέσα στη ζωή. Μεγάλωσα μέσα στο μαγαζί του, στην οδό Τρικούπη, διαβάζοντας τα μαθήματά μου και, ταυτόχρονα, βοηθώντας τον στη δουλειά του. Θα ήθελα όμως να μνημονεύσω κι έναν φιλόλογο καθηγητή μου στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, ένα πολύ αυστηρό σχολείο. Λεγόταν Φρίξος Πετρίδης, ο οποίος διετέλεσε και υπουργός Παιδείας στην Κύπρο. Ηταν, όπως έλεγε και ο ίδιος για τον εαυτό του, παθολογικά εναντίον της φλυαρίας. Μας δίδασκε πως «η ελληνική γλώσσα έχει τέτοια επάρκεια σε ρήματα και ουσιαστικά ώστε δεν ξέρω αν χρειάζεται οτιδήποτε άλλο». Αν και τελείωσα το πρακτικό γυμνάσιο, καθόρισε τον τρόπο που σκέφτομαι, ότι το λιτό και το απέριττο εκφράζουν μ’ έναν κυριολεκτικό τρόπο την ουσία των πραγμάτων. Μην ξεχάσω όμως να αναφέρω όσον αφορά τη διαμόρφωσή μου τα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα που με είχαν συνταράξει στην εφηβική μου ηλικία.
Ποια ταξίδια αισθάνεστε να σας έχουν παραμείνει ανεξίτηλα σε βαθμό που αν δεν είχαν γίνει η ζωή σας θα είχε στερηθεί κάτι πολύτιμο;
Οταν τον Μάιο του 2014 εξελέγην ευρωβουλευτής, παραιτήθηκα από το αξίωμα του κυβερνητικού εκπροσώπου και, περνώντας τη γνωστή διαδικασία από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εξελέγην ευρωπαίος επίτροπος. Σε μια συζήτηση που είχα με μια εξαίρετη προσωπικότητα, τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, θερμό φίλο της Ελλάδας, μου έδωσε ένα πολύ δύσκολο χαρτοφυλάκιο, για εκπρόσωπο μιας μικρής χώρας όπως είναι η Κύπρος. Μου έδωσε το χαρτοφυλάκιο της ανθρωπιστικής βοήθειας και διαχείρισης κρίσεων. Και μάλιστα πριν ακόμη αναλάβω, ως επίτροπος, τον Νοέμβριο του ’14, με όρισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με πρόταση του Γιούνκερ, συντονιστή για την επιδημία του Εμπολα που ήταν σε μεγάλη έξαρση εκείνη την περίοδο σε τρεις χώρες της Δυτικής Αφρικής: Σιέρα Λεόνε, Γουινέα και Λιβερία. Αλλά και συντονιστή για την επιδημία του Εμπολα σε όλη την Ευρώπη. Αν και οι κίνδυνοι αυτού του ταξιδιού ήταν μεγάλοι (ο Εμπολα δεν είναι COVID-19, είχε θνησιμότητα 60%-70%), όταν ρωτήθηκα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την ανθρωπιστική βοήθεια είπα πως θεωρώ ότι στην περίπτωση αυτή η αξιολόγηση πρέπει να γίνει «επί του εδάφους». Εστω κι αν είχα ζήσει τον πόλεμο της Κύπρου, το ταξίδι αυτό ήταν πολύ σκληρό, μύριζα παντού τον θάνατο. Αισθανόσουν φόβο αλλά ταυτόχρονα και μια αγαλλίαση χάρη στους ανθρώπους που είχαν έρθει από πολλές χώρες του κόσμου για να βοηθήσουν τους λαούς αυτούς. Είχαν καταρρεύσει τα συστήματα υγείας, ο θάνατος είχε βγει παγανιά. Εβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια πού μπορεί να φτάσει ένας ανεξέλεγκτος ιός.
Ενα άλλο ταξίδι μου ήταν την περίοδο του ISIS στο Ιράκ. Το έκανα με τον σημερινό πρωθυπουργό του Βελγίου, ενώ η Μοσούλη ετοιμαζόταν να απελευθερωθεί. Ως επίτροπος ανθρωπιστικής βοήθειας, πήρα, λίγο ανορθόδοξα είναι αλήθεια, την πρωτοβουλία να αξιοποιηθούν κονδύλια της βοήθειας αυτής για την πραγματοποίηση συμφιλίωσης ανάμεσα σε διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες. Η Μοσούλη, ένα ιστορικό μέρος, με εξαίρετα πανεπιστήμια, χαρακτηριζόταν ως η πόλη, σε ολόκληρο τον κόσμο, με τις περισσότερες εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες. Είχαν στηθεί σχολεία που καλλιεργούσαν μ’ έναν φοβερό τρόπο το μίσος για τον διαφορετικό, τον «άλλον». Μπήκαμε στη Μοσούλη λίγες μέρες μετά την αποχώρηση του στρατού του ISIS. Μέσα στα χαλάσματα δημιουργήσαμε σχολεία, με δασκάλους που σε τάξεις συγκροτημένες από όλες τις εθνότητες καλλιεργούσαν το ακριβώς αντίθετο πνεύμα: την ανοχή απέναντι στον άλλον, τον διαφορετικό. Αυτά τα δύο ταξίδια αισθάνομαι να μου έχουν σφραγίσει τη ζωή.