«Είναι, νομίζω, μια καλή ημέρα για τη δημοκρατία». Με αυτή τη δήλωση αντέδρασε ο Τζο Μπάιντεν στα προκαταρκτικά αποτελέσματα των ενδιάμεσων εκλογών και στο γεγονός ότι ο αντίπαλός του, Ντόναλντ Τραμπ, δεν κατάφερε να προκαλέσει το «κόκκινο τσουνάμι» το οποίο ευαγγελιζόταν και υποσχόταν στους φανατικούς οπαδούς του και στους Ρεπουμπλικανούς.
Στη συνέχεια ο πρόεδρος των ΗΠΑ φρόντισε να αποτυπώσει το πραγματικό διακύβευμα, που δεν είναι άλλο από τις προεδρικές εκλογές του 2024. Το έκανε δε έχοντας συνειδητοποιήσει ότι ακόμα κι αν οι Δημοκρατικοί καταφέρουν να διατηρήσουν τον οριακό έλεγχο της Γερουσίας – κάτι που, με βάση το επικρατέστερο σενάριο, θα κριθεί στον δεύτερο γύρο της 6ης Δεκεμβρίου, στην Τζόρτζια – δεν έχουν μεγάλες ελπίδες να βρουν τρόπο συνεννόησης και συμπόρευσης με τους Ρεπουμπλικανούς την επόμενη διετία, καθώς ο διχασμός και η πόλωση στη χώρα έχουν οδηγηθεί στα άκρα.
Οσο για την πολιτική συνταγή που θα εφαρμόσει εν όψει αυτής της αναμέτρησης, ο Μπάιντεν μοιάζει να έχει υιοθετήσει ένα από τα βασικά «δόγματα» του ποδοσφαίρου: «Ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει». Ετσι λοιπόν, διαπιστώνοντας ότι η επίκληση του «μπαμπούλα Τραμπ» έπιασε τόσο στις προεδρικές του 2020 όσο και στις φετινές ενδιάμεσες, δήλωσε ξεκάθαρα: «Οφείλουμε να διακηρύξουμε δημοσίως ότι (ο Τραμπ) δεν θα αναλάβει την εξουσία εάν είναι υποψήφιος, διασφαλίζοντας ότι – με βάση τις νόμιμες διαδικασίες του συντάγματός μας – δεν θα γίνει πάλι ο επόμενος πρόεδρος».
Οπως εύστοχα σημειώνει άρθρο γνώμης της «Wall Street Journal», ο Μπάιντεν «γνωρίζει πως ο Τραμπ είναι ακόμα λιγότερο δημοφιλής από τον ίδιο, σύμφωνα τουλάχιστον με τα exit polls, με αποτέλεσμα να πιστεύει ορθώς ότι είναι σε θέση να τον κερδίσει πάλι έχοντας ένα κόμμα ενωμένο πίσω από το κίνητρο να στερήσει από τον Τραμπ μια δεύτερη θητεία».
Με βάση τα παραπάνω, ο πρόεδρος των ΗΠΑ κάθε άλλο παρά αποκλείει να ηγηθεί εκ νέου, για τρίτη συνεχόμενη φορά, του «δημοκρατικού τόξου» α λα αμερικανικά. «Η απόφασή μας είναι να είμαστε ξανά υποψήφιοι» είπε στους δημοσιογράφους μιλώντας στον πληθυντικό και ενόσω δίπλα του στεκόταν η Τζιλ Μπάιντεν. «Σε τελική ανάλυση, είναι μια απόφαση την οποία θα λάβει η οικογένεια» πρόσθεσε, γνωρίζοντας προφανώς ότι εάν ο ίδιος πει το «ναι» τότε δύσκολα θα βρεθεί απέναντί του άλλος ή άλλη από τους Δημοκρατικούς που να αμφισβητήσει το «δικαίωμά» του να διεκδικήσει μια δεύτερη θητεία.
Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι εάν ρωτήσει κανείς τους ίδιους τους Αμερικανούς – κάτι που κάνουν οι δημοσκόποι – τότε θα διαπιστώσει πως η μεγάλη πλειοψηφία θα προτιμούσε το 2024 να απουσιάζουν από τα ψηφοδέλτια τα ονόματα τόσο του Μπάιντεν όσο και του Τραμπ. Υπό μία έννοια λοιπόν οι «μοίρες» των δύο γηραιών πολιτικών – ο πρώτος κλείνει αυτόν τον μήνα τα 80 και ο δεύτερος βαδίζει στα 77 – είναι στενά δεμένες. Εάν ο ένας από τους δύο είναι υποψήφιος, τότε πιθανότατα θα είναι και ο άλλος. Εάν, αντιθέτως, κάποιος αποσυρθεί, εκουσίως ή ακουσίως, τότε ανοίγει ο δρόμος για νέα πρόσωπα. Αν και όχι κατ’ ανάγκη, με διαφορετικές απόψεις και πολιτικές.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ