Η δημοκρατία στηρίζεται στην εμπιστοσύνη. Η εμπιστοσύνη ωστόσο δεν επιβάλλεται. Κατακτιέται. Και θρυμματίζεται όταν επιβραβεύεται ο κυνισμός.
Tο δικό μας πολιτικό σύστημα υπήρξε έως σήμερα κατά βάση πλειοψηφικό. Η σταθερότητα του στη μεταπολίτευση συνίστατο στην ικανότητά του να απορροφά το πλήθος των συγκρούσεων. Όταν αυτή η ιδιότητα εξασθενεί, όταν ένα πλειοψηφικό σύστημα επιταχύνει τις συγκρούσεις συνενώνοντας τις σε μία διχοτόμο της κοινωνίας, τότε έχουμε συστημική αστάθεια. Και αυτό συνέβη πλειστάκις στον 20ο αιώνα.
Πώς αποτρέπεται αυτή η διχαστική μετάπτωση; Σημαντική παράμετρος είναι να θεωρείται η εναλλαγή των κυβερνώντων φυσιολογική εξέλιξη στη ζωή της δημοκρατίας. Αν αντιμετωπίζεις τον ανταγωνιστή σου ως δαίμονα, ριζοσπαστικοποιείς φίλους και εχθρούς.
Στο τέλος, για τους άλλους γίνεσαι εσύ δαίμονας, ενώ θα σε εγκαταλείψουν οι οπαδοί σου όταν χρειαστεί να γίνεις μετριοπαθής. Αυτά τα πλήρωσε ο λαός μας με δύο εθνικούς διχασμούς.
Η εναλλαγή όμως δεν θεωρείται φυσιολογική όταν το διακύβευμα των εκλογών είναι η ζωή σου και ο θάνατος των αντιπάλων. Και εδώ αναδεικνύεται η σημασία της εμπιστοσύνης – ότι η αντίπαλη πλευρά, αν επικρατήσει, δεν θα παρακολουθεί τα τηλέφωνά σου, ούτε θα σε εμπλέξει σε δικαστική ομηρεία δίχως στοιχεία.
Ποια είναι η συνεισφορά των θεσμών; Οι θεσμοί δεν μπορούν να επιβάλουν δημόσια πίστη. Μπορούν όμως να αποτρέπουν συμπεριφορές που εγκλωβίζουν το πολιτικό σύστημα σε φαύλο κύκλο. Ή, αντίστροφα, να τις διευκολύνουν.
Έτσι, θεσμοί όπως η απόλυτη εξουσία μόνης της εκάστοτε πλειοψηφίας να επιλέγει ελεύθερα όχι μόνο τους προέδρους, αλλά και τους αντιπροέδρους των ανώτατων δικαστηρίων, ή να αποφασίζει επί της δίωξης των αντιπάλων της, ενώ της παρέχεται η δυνατότητα να επικαλείται η ίδια φοβικά άβατα, μπορούν, σε ένα πολωμένο περιβάλλον, να λειτουργήσουν αποσταθεροποιητικά, θρυμματίζοντας την εμπιστοσύνη.