Στην Ελλάδα συζητάμε ποιο κόμμα θα συνεργαστεί με ποιο και αφήνουμε στην άκρη το πως θα κυβερνήσουν τα κόμματα που θα συνεργαστούν.
Τι δηλαδή θα κάνουν με την οικονομία, την εξωτερική πολιτική, τους θεσμούς και με όλα τα καυτά προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών. H δημόσια συζήτηση εστιάζει στο ποιος θα κερδίσει το 20% του Κέντρου και αδιαφορεί για το υπόλοιπο 80% που έτσι σπρώχνεται στα άκρα.
Οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες χωρίζονται σε δυο μισά: Αυτό των μέσα (insider) και των απέξω (outsider). Και η ειδοποιός διαφορά είναι πως σήμερα στο μισό των απέξω συμπεριλαμβάνονται και πολλοί πρώην μεσαίοι.
Είναι κι αυτή η κοινωνία των «απέξω» και όχι μόνο των «κεντρώων» που ζητά απαντήσεις. Και δεν φτάνει αυτό. Προβληματίζει το γεγονός της εύκολης νομιμοποίησης της συνεργασίας της Κεντροδεξιάς με την Ακροδεξιά. Το 1999 στην Αυστρία όταν ο ακροδεξιός Χάντερ συγκυβέρνησε με το Λαϊκό Κόμμα της Αυστρίας η ΕΕ αμέσως επέβαλλε ποινές στη χώρα. Σήμερα ανάλογες εξελίξεις γίνονται αποδεκτές ως κάτι το φυσιολογικό.
Η συνεργασία επαναλήφθηκε σε Αυστρία το 2019 και πραγματοποιείται σήμερα σε Σουηδία και Ιταλία χωρίς ν’ ανοίξει μύτη.
Για να μη συμβούν στη χώρα μας ανάλογες εξελίξεις, πρέπει ν’ αποφευχθούν τρίτες εκλογές. Χρειάζεται να σχηματιστεί κυβέρνηση των τριών πρώτων. Για να μη ενδυναμωθεί όμως η Ακροδεξιά, χρειάζεται αυτή η τρικομματική να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που θα λύνει τα προβλήματα των «απέξω».
Αυτό θα είναι big bang για το κομματικό μας σύστημα. Επικεφαλής αυτής της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι πρόσωπο εκτός των τριών κομμάτων, αλλά όχι μόνο τεχνοκράτης. Πρόσωπο που θα συνδυάζει τεχνοκρατική επάρκεια, επιστημονική γνώση και πολιτική εμπειρία.