Η αναζήτηση «στρατηγικής αυτονομίας» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, κατέστη όχι μόνο επίκαιρη αλλά σχεδόν αναγκαστική, αγγίζει τρία κυρίως πεδία.
Κατά πρώτον την κοινή αμυντική πολιτική: η συγκρότηση της «στρατηγικής πυξίδας», η πρωτοφανής αναβάθμιση ρόλου, κονδυλίων και προσωπικού εκ μέρους της Γερμανίας και η αίτηση ένταξης Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, είναι οι τρεις κορυφές αυτού του παγόβουνου, ενώ κρίσιμα ζητήματα που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι η σχέση της Ένωσης με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, η «διαφορά αγωνίας» των χωρών της Ένωσης στο αμυντικό πεδίο (άλλες ανάγκες έχει η Ελλάδα, και πλέον και η Πολωνία, και άλλες η Ισπανία και η Πορτογαλία) και ο δυνάμει «ειρηνικός/πολιτισμικός» χαρακτήρας της Ένωσης, που θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να διατηρηθεί.
Δεύτερος τομέας είναι ο ενεργειακός, με αντίληψη της ανάγκης να γίνουν κοινά βήματα αλλά μεγάλη δυσκολία στην υλοποίησή τους, όπως αναδεικνύει εύγλωττα η πρόσφατη περιπέτεια με το πλαφόν στο φυσικό αέριο. Τρίτο –γενικότερο και «θεσμικότερο»- πεδίο είναι το λεγόμενο «οραματικό», που, πιο πεζά και με μεγαλύτερη ακρίβεια, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι σχετίζεται με τον προσανατολισμό της Ένωσης: επέκταση της «ευρωπαϊκής κυριαρχίας», διεύρυνση προς Ανατολάς και στα Βαλκάνια, ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης, βήματα προς μια «Συνομοσπονδία» μελών και μη μελών, όπως αυτή που δοκιμάστηκε πρόσφατα στην Πράγα.
Οι διεργασίες είναι πολλές και ενδιαφέρουσες, όμως το όποιο πολιτικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να περάσει από αλλαγή των Συνθηκών αλλά θα πάρει (ερήμην των λαών;) το χαρακτήρα «σιωπηρής», δηλαδή μέσω κοινών πρωτοβουλιών σε συγκεκριμένα και περιορισμένα πεδία, ομοσπονδιοποίησης