Αν οι έλληνες λεξικογράφοι ακολουθούσαν την αγγλοσαξονική παράδοση, επιλέγοντας μια φορά κάθε 365 μέρες τη λέξη της χρονιάς, τότε το λήμμα που θα προτιμούσαν για να περιγράψουν τον τρόπο λειτουργίας του εγχώριου πολιτικού συστήματος θα ήταν μάλλον ίδιο τα τελευταία πολλά χρόνια. Και θα ήταν ένας νεολογισμός του τύπου «αειτοξικότητα». Γιατί, όπως το permacrisis αποτυπώνει την αίσθηση του να ζει κανείς σε περίοδο πολέμου, πολιτικής αστάθειας και πληθωρισμού, έτσι κι αυτό αναδεικνύει την τοξικότητα που έχει γίνει κανονικότητα στην πολιτική αντιπαράθεση.
Το κυβερνητικό στρατόπεδο, εβδομάδες τώρα, κατηγορεί την Κουμουνδούρου ότι οξύνει τη ρητορική της καταφεύγοντας σε «σκανδαλολογία και ηθικολογία». Αλλά και πως χρησιμοποιεί τη λίστα που δημοσίευσε το «Documento» ως «εργαλείο για να βαρύνει η ατμόσφαιρα και το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα». Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, από την άλλη, ζητά από τον Πρωθυπουργό να «υιοθετήσει ένα ελάχιστο πλαίσιο ενεργειών, που θα αποκαταστήσουν, έστω εν μέρει, τη δημοκρατική ομαλότητα και θα διασφαλίσουν τη δημοκρατική και αδιάβλητη διεξαγωγή των επόμενων εκλογών» – ανοίγει ωσάν βαλκάνιος Τραμπ, δηλαδή, ένα θέμα που το έχει λύσει η μεταπολιτευτική ζωή από την πρώτη της κιόλας περίοδο.
Το βίντεο του Βερναρδάκη
Προτού ωστόσο ξεκινήσει ο νέος γύρος πόλωσης, είχαν προηγηθεί αρκετοί άλλοι την προηγούμενη τριετία. Ο πιο πρόσφατος απασχόλησε παραδοσιακά και νέα μίντια μόλις στα μέσα του καλοκαιριού. Τότε, εξαιτίας ενός βερναρδακικού βίντεο στο TikTok, όπου ο πρωταγωνιστής του αποκαλούσε τη Νίκη Κεραμέως «Πισπιρίγκου της δημόσιας Παιδείας», ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε καλέσει από κοινοβουλευτικού βήματος το Σώμα να διαφυλάξει την πολιτική αντιπαράθεση «ώστε να μη γίνει μακελειό χυδαιότητας».
Οι μεν μέμφονταν τους δε για «τραμπισμό α λα γκρέκα», ενώ οι δε τους μεν για «καθεστωτική τοξικότητα». Η κάθε πλευρά προσπαθούσε να πείσει την κοινή γνώμη πως η απέναντι ευθύνεται για τη σύγκρουση εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους καλλιεργούσαν το τοξικό κλίμα στην αντίπερα όχθη. Οι γαλάζιοι έλεγαν ότι με τέτοιες μεθόδους οι αριστεροί συσπειρώνουν την κομματική τους βάση. Οι συριζαίοι υποστήριζαν πως η κυβέρνηση ήταν εκείνη που αποφάσισε να ανεβάσει τα ντεσιμπέλ προκειμένου να αναβιώσει τα αντισυριζαϊκά αισθήματα σημαντικής μερίδας των ψηφοφόρων. Αμφότεροι, πάντως, διέκριναν τον «εκτσογλανισμό» του άλλου, όχι τον δικό τους.
Οι κραυγές της πανδημίας
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι κραυγές σκέπαζαν τον πολιτικό διάλογο με αφορμή τα πάντα. Από την απαγόρευση των συγκεντρώσεων προκειμένου να αποφευχθεί η υπερμετάδοση του ιού μέχρι τα εμβόλια και τα υγειονομικά πρωτόκολλα – τα οποία άλλοτε κρίνονταν ανεπαρκή, άλλοτε υπερβολικά, ανάλογα με τις διαθέσεις της σοσιαλμιντιακής δημόσιας σφαίρας τη δεδομένη χρονική στιγμή. Σύμφωνα με τη ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε τυμβωρυχία. Κατά έναν βουλευτή της μείζονος αντιπολίτευσης, πάλι, οι συμπολιτευόμενοι συνάδελφοί του «δολοφόνησαν ανθρώπους».
«Ραντεβού στα γουναράδικα»
Ακόμη πιο πίσω, οι προπηλακισμοί των πολιτικών αντιπάλων καδράρονταν σαν δίκαιη αντιμνημονιακή αγανάκτηση, ενώ μέσα στην αίθουσα της Ολομέλειας κλείνονταν «ραντεβού στα γουναράδικα». Αργότερα, το φρόνημα του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου τονωνόταν τόσο άκομψα ώστε προδίδονταν τα ψηφοθηρικά κίνητρα ορισμένων εκ των αυτοσυστηνόμενων ως γνήσιων εκφραστών του. Παράλληλα, έχουν ακουστεί προτροπές σαν το «εσείς στα τέσσερα» στη Βουλή. Ή ειρωνείες όπως το «να τος, να τος / ο Τσίπρας ο σκαφάτος».
Ο κατάλογος που αποδεικνύει πόσο εθισμένος είναι ο ελληνικός δικομματισμός στην τοξικότητα εύκολα μεγαλώνει κι άλλο. Οσοι εμπλέκονται στις προεκλογικές εκστρατείες επιμένουν ότι πρόκειται απλά για μια κίνηση ρεάλπολιτικ. Με αυτό το συγκρουσιακό ύφος, λένε, κερδίζονται οι εκλογές – αφού η ακραία πόλωση ευνοεί τα ποσοστά των μεγάλων συμπιέζοντας εκείνα των μικρών.
Οι μελετητές των γκάλοπ, όμως, εδώ και καιρό προειδοποιούν πως όποιος κοιτάει τη μεγάλη εικόνα των στοιχείων τους αναδρομικά συνειδητοποιεί ότι έτσι καταλήγει να ενισχύεται το «όλοι ίδιοι είναι», το μότο που οδηγεί νομοτελειακά στην απαξίωση της πολιτικής, με άλλα λόγια.
Αυτοί που αντιμετωπίζουν με δυσπιστία την παραπάνω παρατήρηση δεν έχουν παρά να αναλογιστούν τα σταθερά υψηλά νούμερα που συγκεντρώνει ο «Κανένας» στον δημοσκοπικό δείκτη της καταλληλότητας για την πρωθυπουργία – καθώς και στους περισσότερους ανάλογους που μετρούν πώς αξιολογούν οι πολίτες τις επιδόσεις και τη διαχειριστική επάρκεια κομμάτων και αρχηγών. Ή να προσέξουν τα ποσοστά με τα οποία υπερτερεί πια ο «Κανένας».