«Βρίσκομαι στο φορείο για πάνω από μία ώρα. Με έφεραν εδώ και με παράτησαν…». «Περιμένουμε σχεδόν τρεις ώρες και κανείς δεν μας λέει πού πρέπει να πάμε». «Ποιος έχει σειρά;». «Κάνε λίγο υπομονή, μαμά, θα έρθει και η σειρά μας». Είναι 7 το απόγευμα και άλλη μία εφημερία στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας «Αγιος Παντελεήμων» (5 Νοεμβρίου) βρίσκεται σε εξέλιξη. Η ουρά μοιάζει ατελείωτη για τους ασθενείς που περιμένουν καρτερικά να εξεταστούν. Οσοι φτάνουν με ασθενοφόρο έχουν την… πολυτέλεια να προηγούνται και ο χρόνος αναμονής τους να ελαχιστοποιείται. Ιδιο σκηνικό στο Λαϊκό (5 Νοεμβρίου), στον «Ευαγγελισμό» (7 Νοεμβρίου), στο «Αττικόν» (3 Νοεμβρίου)…
«Κάντε στην άκρη, είναι επείγον!». Η φωνή ενός τραυματιοφορέα προειδοποιεί, την ώρα που στους διαδρόμους γιατροί και νοσηλευτές προσπερνούν τα κατειλημμένα ράντζα και καρότσια και τρέχουν να εξυπηρετήσουν τον επόμενο ασθενή.
Εως 10 ώρες αναμονής για εξέταση
«Δυστυχώς, στην Ελλάδα αν κάποιος χρειαστεί να πάει στα επείγοντα ενός εφημερεύοντος νοσοκομείου θα πρέπει να είναι οπλισμένος με τεράστια υπομονή, καθώς μπορεί να χρειαστεί να περιμένει οκτώ με δέκα ώρες σε συνθήκες συνωστισμού προκειμένου να εξεταστεί, ακόμη κι αν το χαρτάκι που λαμβάνει από τη διαλογή ασθενών γράφει “επείγον”. Αν, μάλιστα, γράφει “αναμονή”, μπορεί να τελειώσει η εφημερία και να μην έχει περάσει την πόρτα των ιατρείων», δηλώνει στα «ΝΕΑ» αγανακτισμένη ασθενής που βρέθηκε στο Λαϊκό. Προσθέτει, δε, ότι χαρακτηριστικό του «μπάχαλου» που επικρατεί είναι ότι «διαλογή ασθενών πραγματοποιούν και οι σεκιουριτάδες, οι οποίοι ζητούν να μάθουν τιμές από αιματοκρίτη, αιμοπετάλια και πίεση προκειμένου να δώσουν προτεραιότητα».
Κύμα παραίτησης γιατρών
«Το Εθνικό Σύστημα Υγείας κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού πιέστηκε πάρα πολύ. Τώρα προσπαθεί να βρει τους ρυθμούς του. Εχει περισσότερες υποδομές, αλλά αντιμετωπίζει σημαντικές ελλείψεις προσωπικού», σημειώνει, από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου Αθανάσιος Εξαδάκτυλος. Η υποστελέχωση των νοσοκομείων, η υπερεφημέρευση, ο πρόσθετος φόρτος εργασίας και η αναντιστοιχία των αμοιβών σε σχέση με τις προσφερόμενες υπηρεσίες είναι μερικοί μόνο από τους παράγοντες που οδήγησαν πολλούς γιατρούς σε παραίτηση, το προηγούμενο χρονικό διάστημα.
Μείωση του προσωπικού κατά 10.000
Οι αποχωρήσεις αυτές, σε συνδυασμό με τις συνταξιοδοτήσεις αλλά και τις αναστολές των ανεμβολίαστων υγειονομικών, έχουν δημιουργήσει κενά που δείχνουν να μην μπορούν να καλυφθούν από τις τρέχουσες προκηρύξεις. «Ακόμη και όταν προκηρύσσονται οι θέσεις, πολύ δύσκολα οι υγειονομικοί εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους. Φέτος τα νοσοκομεία δουλεύουν με 10.000 λιγότερο προσωπικό σε σχέση με πέρυσι και λειτουργεί μόνο το 60% των χειρουργικών αιθουσών», περιγράφει ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων) Μιχάλης Γιαννάκος.
«Το σύνολο του προσωπικού στο ΕΣΥ αυτή τη στιγμή είναι μικρότερο σε σχέση με το 2019 και πριν από την πανδημία», συμπληρώνει ο νευροχειρουργός και γενικός γραμματέας της ΟΕΝΓΕ (Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος) Πάνος Παπανικολάου, προειδοποιώντας, παράλληλα, ότι η κατάσταση δεν αναμένεται να βελτιωθεί: «Βρισκόμαστε μπροστά σε μια καταιγίδα παραιτήσεων έμπειρων γιατρών». Κι όλα αυτά ενώ στα περισσότερα ιδρύματα εντοπίζονται ήδη σημαντικές (και γνωστές) ελλείψεις σε έμψυχο δυναμικό, που αφορά κυρίως νοσηλευτές, τραυματιοφορείς, τεχνολόγους – ακτινολόγους και διοικητικό προσωπικό, χωρίς να λείπουν και τα προβλήματα με τον τεχνολογικό εξοπλισμό.
Μεγάλη έλλειψη τραυματιοφορέων
«SOS» εκπέμπουν, όμως, και οι τραυματιοφορείς. Σύμφωνα με την ΠΟΕΔΗΝ, οι κενές οργανικές θέσεις είναι πάνω από το 50%. Συγκεκριμένα, στις 4.600 υπηρετούν σήμερα 2.200 άτομα, ενώ συχνή πρακτική αποτελεί και η μετατροπή των φορείων σε… ράντζα. «Τα έκτακτα περιστατικά έχουν αναμονή πάνω από πέντε ώρες, καθώς το ΤΕΠ είναι υποστελεχωμένο από τραυματιοφορείς αλλά και από ιατρικό και διοικητικό προσωπικό. Οι ασθενείς – κυρίως οι ηλικιωμένοι – ταλαιπωρούνται και, καθώς τους είναι αδύνατον να σταθούν όρθιοι τόσες ώρες, μπορεί ακόμη και 60-70 φορεία να μετατρέπονται σε ράντζα μέχρι να έρθει η στιγμή που θα εξεταστούν», περιγράφει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Τραυματιοφορέων Γιάννης Πλαγιαννάκος, σημειώνοντας πως η νοσηλεία των ασθενών στους διαδρόμους αυξάνει τις ενδονοσοκομειακές μολύνσεις.
Η εφημερία της 3ης Νοεμβρίου στο «Αττικόν» ήταν μία από τις χειρότερες των τελευταίων μηνών, συνεχίζει ο ίδιος. «Οι διάδρομοι γέμισαν με πάνω από 100 ράντζα, ενώ πολλές ήταν και οι εισαγωγές. Από ένα σημείο και μετά δεν υπήρχαν κρεβάτια αλλά ούτε και φορεία. Οταν προσέρχονται 800 άτομα και γίνονται πάνω από 200 εισαγωγές, αντιλαμβάνεστε ότι το νοσοκομείο ανά τέσσερις ημέρες δεν προλαβαίνει να αδειάσει κρεβάτια».
To burnout των εργαζομένων
Χαρακτηριστική, εξάλλου, είναι και η μαρτυρία ενός ακόμα ασθενούς: «Απαξ και μπεις στα επείγοντα και ξεκινήσει η πρώτη διαγνωστική φάση, ξεκινά ένας ακόμη γύρος ταλαιπωρίας, καθώς δεν υπάρχουν τραυματιοφορείς και καλούνται οι συγγενείς να μεταφέρουν τον ασθενή τους για να κάνει υπέρηχο, ακτινογραφία και όλες τις απαραίτητες εξετάσεις. Μόλις τα περάσεις και αυτά, πας προς το δωμάτιο, όπου εξαιτίας της “υπερφόρτωσης” για να μπεις σε θάλαμο είναι σαν να κερδίζεις το… λαχείο».
Μια ματιά στην εικόνα των διαδρόμων, όπου τα ράντζα σχηματίζουν ουρές – ιδίως στη διάρκεια εφημεριών -, είναι αποκαλυπτική. Το προσωπικό, από γιατρούς ή νοσηλευτές, μέχρι και το βοηθητικό προσωπικό υπερβάλλουν εαυτούς προκειμένου να βοηθήσουν. Ομως, παρά τις καλές προθέσεις, το πρόβλημα δεν λύνεται και το burnout αποτελεί την πλέον διαδεδομένη «πάθηση» μεταξύ των εργαζομένων.
Οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί
Και μπορεί η πανδημία να κόπασε, οι παθογένειες του ΕΣΥ όμως παραμένουν, όπως και τα ερωτηματικά για το πώς θα ξεπεραστούν. Σε αυτά, μάλιστα, τις επόμενες ημέρες αναμένεται να προστεθεί επιτακτικά και ένα ακόμα – αυτό που αφορά το μέλλον των ανεμβολίαστων υγειονομικών. Θεωρητικά, η αναστολή εργασίας τους λήγει στις 31 Δεκεμβρίου, με τους συναδέλφους τους να υπογραμμίζουν ότι οι επιστημονικοί λόγοι που επέβαλαν το συγκεκριμένο «τυφλό και εκδικητικό», όπως το χαρακτηρίζουν, μέτρο έχουν εκλείψει. «Αποδεδειγμένα δεν κινδυνεύουν από αυτούς οι ασθενείς. Αλλωστε, το εμβόλιο προστατεύει από τη βαριά νόσηση», λένε.
Η απουσία Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας
Πολλοί από τους ανθρώπους που ταλαιπωρούνται στις ουρές των εφημεριών, στην πραγματικότητα δεν έχουν ανάγκη νοσοκομειακής περίθαλψης. Αυτό που έχουν ανάγκη είναι η πρόσβαση σε μια δομή πρωτοβάθμιας υγείας όπου ο γιατρός θα εκτιμήσει το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν και, αν χρειάζεται, είτε θα τους παραπέμψει για επιπλέον εξετάσεις είτε θα συστήσει να πάνε σε νοσοκομείο. «Αν υπήρχε επαρκής αριθμός γιατρών που θα μπορούσαν να εξετάζουν πιο γρήγορα τους ασθενείς και νοσηλευτικό προσωπικό που θα διεκπεραιώνει τις διαγνωστικές εξετάσεις ταχύτερα, θα υπήρχε πολύ λιγότερη ταλαιπωρία. Επίσης, πρέπει να ενισχυθούν και τα μικρότερα νοσοκομεία που εφημερεύουν, καθώς οι ασθενείς επιλέγουν τα μεγαλύτερα για ασφάλεια και αυτά με τη σειρά τους πιέζονται», καταλήγει ο Μιχάλης Γιαννάκος.