Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου εναντίου του Ιράκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες έρχονται αντιμέτωπες με τεράστιες προκλήσεις στην εξωτερική τους πολιτική. Σε αντίθεση με την εποχή εκείνη, όμως, δεν υπάρχει πλέον η ψευδαίσθηση πως η δημοκρατία μπορεί να εξαχθεί προς τρίτες χώρες μέσω στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Η νεοσυντηρητική αντίληψη περί δυνατότητας δημιουργίας δημοκρατικών δομών και θεσμών σε χώρες της Μέσης Ανατολής δεν βρίσκει πλέον θιασώτες στην Ουάσιγκτον. Οι τελευταίοι ίσως άλλαξαν γνώμη με την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν πέρυσι το καλοκαίρι.
Η καινούρια πραγματικότητα έχει οδηγήσει σε αναθεώρηση της αμερικανικής στρατηγικής. Η υπεράσπιση της δημοκρατίας εξακολουθεί να αποτελεί βασικό πυλώνα αλλά ο τρόπος της υπεράσπισης αυτής είναι διαφορετικός.
Ξεκινάει πρώτα στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών, για παράδειγμα με τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της εσωτερικής τρομοκρατίας. Και συνεχίζει στο εξωτερικό με την μεγάλη προσπάθεια, η οποία έχει ξεκινήσει, ώστε οι κανόνες της τεχνολογίας να γραφούν από κράτη με δημοκρατική διακυβέρνηση υπό την καθοδήγηση της Ουάσιγκτον. Στο πλαίσιο αυτό, η Κίνα θεωρείται ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής, αν όχι αντίπαλος.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία επηρεάζει τους υπολογισμούς. Δεν είναι απλή υπόθεση για την Αμερική να έχει απέναντι της και τη Ρωσία και την Κίνα, έστω και αν οι δύο τελευταίες δεν έχουν συνάψει συμμαχία. Ούτε είναι εύκολο να εστιάσει στην Ασία, όταν ένας πόλεμος εξελίσσεται στην Ευρώπη.
Ο κίνδυνος να πληγεί όχι μόνο η ευρωπαϊκή ασφάλεια αλλά και η δημοκρατία από την ρωσική τακτική την επαύριο της εισβολής στην Ουκρανία περιγράφεται στο τελευταίο κείμενο εθνικής ασφαλείας. Προφανώς το αποτέλεσμα των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου 2022 και ενδεχόμενη ρεπουμπλικανική στροφή θα έχουν αντίκτυπο στην υλοποίηση των στόχων της διακυβέρνησης Μπάιντεν.