Η αδυναμία της ΕΕ δεν βρίσκεται μόνο στο να επιστρατεύει τα μέσα με τα οποία θα υπερασπιστεί τα συμφέροντα της. Το πρόβλημα είναι ένα βήμα πιο πριν: η ΕΕ δεν έχει φτάσει στο σημείο να μπορεί να λειτουργήσει ως ένα ενιαίο στρατηγικό υποκείμενο στον προσδιορισμό ενός κοινού ενωσιακού Ευρωπαϊκού συμφέροντος, να μπορεί να αξιοποιήσει τα εργαλεία της πολιτικής, στα οποία έχει ισχύ, όπως το εμπόριο ή ο κανονιστικός και ρυθμιστικός ρόλος που έχουν σημαντική εξωχώρια ισχύ.
Δεν μπορεί να τα επιστρατεύσει, όχι σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά ούτε καν στην περιοχή άμεσης γειτονίας της. Βλέπουμε χώρες και περιοχές, που ανοικοδομήθηκαν με χρήματα αναπτυξιακής βοήθειας της ΕΕ, να καταστρέφονται από πολέμους, που η Ένωση δεν μπόρεσε να προλάβει και δεν μπορεί να αποτρέψει τόσο στην νότια όσο και στην ανατολική γειτονία της.
Όλα αυτά συνιστούν μια αποτυχία της Ένωσης, όπως και το γεγονός, πως τα Δυτικά Βαλκάνια είναι σε πορεία υποψηφιότητας για ένταξη εδώ και πάρα πολλά χρόνια με ένα απροσδιόριστο μέλλον, ενώ στο μεταξύ επεκτείνεται η επιρροή τρίτων δυνάμεων όπως η Κίνα, η Τουρκία και (μέχρι πρότινος) η Ρωσία.
Το μεγάλο στοίχημα για την ΕΕ είναι να μπορεί να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που κατεξοχήν διαθέτει, που είναι κυρίως εργαλεία ήπιας ισχύος (εμπόριο, αναπτυξιακή βοήθεια, ρυθμιστικός ρόλος), και να τα μετατρέψει σε εργαλεία προβολής της Ευρωπαϊκής επιρροής και υπεράσπισης των Ευρωπαϊκών συμφερόντων και αξιών.
Να μπορέσει, όπως συχνά λέγεται, στον κόσμο που πλέον διέπεται ξανά από την γεωπολιτική, η Ευρώπη να μιλήσει τη γλώσσα της ισχύος. Γι’ αυτό ασφαλώς χρειάζεται στενότερη ενοποίηση στην κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και άμυνας, αλλά προϋποτίθεται και μια φιλοδοξία Ευρωπαϊκής ισχύος. Προκειμένου η Ευρώπη να μην είναι το αντικείμενο και ο αποδέκτης των εξελίξεων, αλλά να γίνει συνδιαμορφωτής εξελίξεων, των οποίων τις επιπτώσεις υφίσταται.