Στο γήπεδο της θεσμικότητας και ειδικότερα της «επόμενης μέρας» μιας υπόθεσης, που έχει ξεσηκώσει πολιτική θύελλα, φέρνοντας σε δύσκολη θέση το γαλάζιο στρατόπεδο, θέλει το Μαξίμου να μεταφέρει τη μπάλα των υποκλοπών, δημοσιοποιώντας το απόγευμα της Τρίτης το νομοσχέδιο για την ΕΥΠ και τα κακόβουλα λογισμικά, τύπου Predator.
Η προεργασία για το σχέδιο νόμου, αρχικά με επαφές της κυβέρνησης στο εξωτερικό (κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία) και με προσπάθειες αναζήτησης πρακτικών άλλων ξένων υπηρεσιών, ξεκίνησε ουσιαστικά την επομένη του τηλεοπτικού μηνύματος του Κυριάκου Μητσοτάκη στις αρχές Αυγούστου όταν ο ίδιος τοποθετήθηκε επίσημα για την υπόθεση του Νίκου Ανδρουλάκη.
Και αφότου στο ίδιο «διάγγελμα» εξήγγειλε τα πεδία «των αναγκαίων αλλαγών», μιλώντας τότε για ενίσχυση της λογοδοσίας της ΕΥΠ, τροποποιήσεις στο εσωτερικό της υπηρεσίας, θωράκιση του πλαισίου «νόμιμων επισυνδέσεων» και αναβάθμιση του ρόλου του συμβουλίου εθνικής ασφάλειας.
Οι αλλαγές, όπως προκύπτουν στις 46 διατάξεις του νομοσχεδίου το οποίο θα μείνει στη διαβούλευση μέχρι τις 22 Νοεμβρίου, κλείδωσαν ουσιαστικά μέσα σε τρεις ημέρες. Από την περασμένη Παρασκευή, όπως λένε οι πληροφορίες, είχαν ετοιμαστεί σε «τεχνικό» επίπεδο όλες οι λεπτομέρειες με στόχο οι συγκεκριμένες διατάξεις αλλά και διάφορες εναλλακτικές προτάσεις να περάσουν πια το Σαββατοκύριακο στα χέρια του Πρωθυπουργού για την τελική έγκριση. Τη συνολική εποπτεία είχε από την πρώτη στιγμή ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης.
Ωστόσο προηγήθηκαν παρασκηνιακές συνομιλίες και ραντεβού με άλλα κυβερνητικά στελέχη καθώς και μια συνεχής ροή ενημερωτικών σημειωμάτων. Τα υπουργεία Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, για παράδειγμα, άρα ο Κώστας Τσιάρας και οι συνεργάτες του και ο Κυριάκος Πιερρακάκης μαζί με τα δικά του στελέχη, είναι μεταξύ εκείνων που ενεπλάκησαν σε συνεννοήσεις, με δεδομένο ότι χρειαζόταν μια αναλυτική ματιά σε πιο εξειδικευμένα πεδία, όπως εκείνο της κυβερνοασφάλειας.
Τα «ευαίσθητα» σημεία
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, υπήρξαν ορισμένα «ευαίσθητα» σημεία τα οποία προκάλεσαν τις περισσότερες ζυμώσεις, ανησυχίες ή και ενστάσεις. Το πλέον ενδεικτικό είναι το άρθρο 4 του νομοσχεδίου στο σημείο που αφορά το δικαίωμα ενημέρωσης του παρακολουθούμενου. Μια διάταξη η οποία προκάλεσε αμέσως αντιρρήσεις σε υψηλούς τόνους τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ (εξέδωσε σχετική ανακοίνωση) όσο και από το ΠΑΣΟΚ ( ο Νίκος Ανδρουλάκης στο Mega εξέφρασε τη διαφωνία του), λόγω του περιοριστικού πλαισίου που την συνοδεύει: το «υποκείμενο» θα μπορεί να ενημερώνεται τρία χρόνια μετά τη λήξη της παρακολούθησης.
Πάντως, η επαναφορά αυτής της δυνατότητας δεν ήταν εξαρχής κλειδωμένη, καθώς το πρωθυπουργικό γραφείο φέρεται ότι ζύγιζε κάθε παράμετρο μέχρι την τελευταία στιγμή με δύο διαφορετικές επιλογές: είτε δεν θα προβλεπόταν καν κάτι τέτοιο, είτε θα ορίζονταν προϋποθέσεις.
Και τελικώς αποφασίστηκε ότι «μετά την πάροδο τριών ετών από την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης που αφορά άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος (…) γνωστοποιείται η επιβολή του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτό διατάχθηκε και μετά από απόφαση τριμελούς οργάνου».
Το πολιτικό «φίλτρο»
Άλλο σημείο έντονου προβληματισμού εντός Μαξίμου ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα «θωρακιζόταν» το πλαίσιο για τη νόμιμη άρση απορρήτου για πολιτικό πρόσωπο. Με ένα δικαστικό φίλτρο ή κάτι άλλο; Με πολιτική υπογραφή και από ποιον; Από τον Πρωθυπουργό, τον εκάστοτε υπουργό που θα προΐσταται της ΕΥΠ, έναν γενικό γραμματέα;
Με δεδομένο ότι είχε αποφασιστεί ήδη το διπλό εισαγγελικό «φίλτρο», προκρίθηκε η ενίσχυση των προϋποθέσεων με μία πολιτική «δικλείδα ασφαλείας», κατά την κυβερνητική ορολογία. Εξού και σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, το αίτημα για παρακολούθηση πολιτικού προσώπου θα πηγαίνει στον εκάστοτε πρόεδρο της Βουλής και στη συνέχεια στους δύο εισαγγελείς. «Αν δεν υπάρχει Βουλή, την άδεια χορηγεί ο Πρόεδρος της τελευταίας Βουλής ή, αν αυτός δεν υπάρχει, ο Πρωθυπουργός» αναφέρεται.
Επιπλέον, όπως η κυβέρνηση είχε ουσιαστικά προαναγγείλει τα τελευταία 24ωρα, επανέρχεται το κακούργημα (κάθειρξη έως 10 χρόνια) για τη χρήση σκοτεινών συσκευών ενώ η εμπορία και η κατοχή κακόβουλων λογισμικών φέρνουν ποινές φυλάκισης από ένα έως πέντε έτη (πλημμέλημα).
Από τις πιο σημαντικές αλλαγές, στο φόντο βεβαίως και της καρατόμησης του άλλοτε επικεφαλής της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντα, είναι εκείνη που αποκλείει πλέον από τη θέση του διοικητή της υπηρεσίας πρόσωπα προερχόμενα από το δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα. Υποψήφιοι θα είναι αποκλειστικά πρόσωπα από το διπλωματικό σώμα ή απόστρατοι ανώτατοι αξιωματικοί.