Χίος, Δεκέμβριος 2011. Υστερα από μια συντονισμένη επιχείρηση της ΕΛ.ΑΣ. πραγματοποιούνται 30 προσαγωγές και 17 συλλήψεις. Νέοι στην πλειοψηφία τους, από 16 έως 30 ετών, οδηγούνται στη Δικαιοσύνη, αντιμέτωποι με κακουργηματικές κατηγορίες. Παράβαση του Αρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα περί σύστασης εγκληματικής οργάνωσης, κατοχή, εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, κατοχή όπλων, εμπρησμοί και κλοπές είναι μερικά μόνο από τα αδικήματα που τους βαραίνουν. Μεταξύ των συλληφθέντων είναι και δύο παιδιά, 15 και 13 ετών.
Η Δίωξη Ναρκωτικών παρακολουθούσε τον τρόπο δράσης της οργάνωσης για μήνες και με τη βοήθεια ειδικού λογισμικού κατέγραφε τις τηλεφωνικές επικοινωνίες των μελών της. Η απομαγνητοφώνηση των συνομιλιών έφερε την τοπική κοινωνία αντιμέτωπη με τη σκληρή αλήθεια: παιδιά βιοπαλαιστών αλλά και παιδιά επιφανών οικογενειών του νησιού ήταν μέλη μιας συμμορίας που διακινούσε μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών.
Πουλούσαν ναρκωτικά στους συμμαθητές τους
Στη δικογραφία διαβάζουμε: «Από την ανάλυση των υποθέσεων από το έτος 2006-2011 προκύπτει δράση εγκληματικής οργάνωσης, ιεραρχικά δομημένης, με μέλη που έχουν διακριτούς ρόλους, αποτελούμενη από είκοσι (20) άτομα και άλλα άτομα άγνωστα στην προανάκριση, που έχουν διαρκή δράση, εναλλασσόμενα από το χρονικό διάστημα από του Οκτωβρίου έτους 2006 έως σήμερα, που επιδιώκουν τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων της νομοθεσίας Περί Ναρκωτικών και αδικημάτων του ΠΚ (Σωματικές Βλάβες). Η εγκληματική οργάνωση δραστηριοποιείται σε συγκεκριμένο χώρο (Λεωφόρος Αιγαίου – Πανεπιστήμιο Αιγαίου) και έχει σκοπό την επίτευξη κέρδους από την πώληση ναρκωτικών ουσιών…».
Πίσω από τις τυπικές διατυπώσεις μιας δικογραφίας, μια πρωτόγνωρη για την Ελλάδα κατάσταση. Μια συμμορία 20 πιτσιρικάδων που είχαν κυριαρχήσει στην «αγορά» ναρκωτικών ενός νησιού και άφηναν τη σφραγίδα τους με σπρέι στους τοίχους: «LOCOS». Είκοσι μαθητές Λυκείου πουλούσαν ναρκωτικά στους συμμαθητές τους, καθορίζοντας παράλληλα τις ποσότητες που θα έπεφταν στην τοπική πιάτσα αλλά και τις τιμές των «προϊόντων» τους.
Ο τότε διοικητής του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Χίου και επικεφαλής της επιχείρησης Γιώργος Κεβόπουλος μαζί με τον τότε αστυνομικό διευθυντή του νησιού Κυριάκο Αφενδούλη κλήθηκαν ουσιαστικά να συλλάβουν τους συμμαθητές των παιδιών τους.
Οποιος δεν έχει ζήσει πεζοδρόμιο
«Οποιος δεν έχει ζήσει στο πεζοδρόμιο, αποκλείεται να ξέρει τι πάει να πει να είσαι τίμιος και ειλικρινής και ταυτόχρονα παράνομος». Αυτά τα λόγια από τον «Ασυμβίβαστο» του Παύλου Σιδηρόπουλου συνοψίζουν πώς νιώθει ο Γιάννης. Είναι τίμιος και ειλικρινής, όμως για μια μεγάλη περίοδο της ζωής του το σύμπαν του ήταν αυτό της παρανομίας.
Μπήκε στη φυλακή στα 18 του ως ο ιθύνων νους μιας εγκληματικής οργάνωσης, των «LOCOS». Δώδεκα χρόνια κάθειρξη, ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη ποινή που δόθηκε σε μέλος της οργάνωσης. «Ξεκίνησα τη χρήση στα 14. Επινα και πουλούσα. Αυτό ήταν η ζωή μου. Αυτό και η Κική, η τότε κοπέλα μου, που σήμερα έχει γίνει η διάσημη Super Kiki», λέει ο Γιάννης, που πλέον έχει επιστρέψει στη Χίο.
Θυμάται ακόμα τους φάρους των περιπολικών την ημέρα που έγιναν οι συλλήψεις. Ωστόσο, δεν είχε καταλάβει τι θα ακολουθούσε: «Οταν μπήκα φυλακή, σκέφτηκα ότι θα κατακτήσω και τη φυλακή, θα πουλήσω και στη φυλακή, θα κάνω καινούργια “κονέ” κι όταν βγω θα είμαι ο Πάμπλο Εσκομπάρ της Ελλάδας. Σκέφτηκα ότι θα ξυρίσω το κεφάλι μου, θα κάνω τατουάζ κι άμα χρειαστεί θα κάνω και καμία απόδραση. Ημουν σε αυτή τη φάση… Οτι είμαι γκάνγκστερ, είμαι ο νονός, αυτή είναι η δουλειά μου. Τέτοια έπαρση είχα».
Αποφάσισα να αλλάξω
Τα χρόνια στην Κασσαβέτεια δεν ήταν εύκολα. Για ένα μεγάλο διάστημα η χρήση συνεχίστηκε και μέσα στο σωφρονιστικό κατάστημα. «Επειτα από δυόμισι χρόνια αποφάσισα να αλλάξω. Συνειδητοποίησα ότι όλοι προχωρούν κι εγώ μένω πίσω. Ετσι αποφάσισα και να ξεκινήσω ξανά το σχολείο μέσα στη φυλακή. Ηταν το πιο ωραίο πράγμα, ξεφεύγαμε, ξανανιώσαμε παιδιά. Θυμάμαι ακόμα τον Λεωνίδα, τον κοινωνικό λειτουργό, την κυρία Χριστίνα, την κυρία Τζένη και τη διευθύντρια,την κυρία Ευμορφία», περιγράφει.
Με τον φίλο του, τον Γιώργο, μέλος και αυτός τότε των «LOCOS», ξεκίνησαν παράλληλα με το σχολείο και το πρόγραμμα απεξάρτησης του ΚΕΘΕΑ. «Δεν ήταν εύκολο, βγάζαμε στερητικά μέσα στο κελί», συνεχίζει ο Γιάννης. Στη συνέχεια, και ενώ ήταν ακόμα έγκλειστος, έγινε μάγειρος, όπως ο μπαμπάς του και ο αδερφός του. Μπήκε στη φυλακή στα 18 και βγήκε στα 23. Την ημέρα της αποφυλάκισης δεν θα την ξεχάσει ποτέ, λέει. «Επειδή το λεωφορείο από τον Αλμυρό αργούσε, πήγα στον Βόλο με τα πόδια, κουβαλώντας δύο βαλίτσες. Τέτοια ένταση είχα. Τόσο πολύ ήθελα να φύγω».
Δεν πέρασε ούτε μία στιγμή από το μυαλό του να μην επιστρέψει στη Χίο. Ηξερε ότι θα υπάρξει ρατσισμός και ότι όποτε γύριζε την πλάτη του θα λέγονταν πράγματα γι’ αυτόν, αλλά, όπως τονίζει, κανένας δεν θα τον έδιωχνε από το νησί του. «Για τον εαυτό μου δεν φοβόμουν, στενοχωριόμουν μόνο για τη μάνα μου και για τον μικρό μου αδερφό, που παρεμπιπτόντως έγινε αστυνομικός», περιγράφει γελώντας.
Μετά τη φυλακή συνέχισε το πρόγραμμα απεξάρτησης, έκανε ψυχανάλυση, δούλεψε με τον εαυτό του και φοίτησε σε σχολή μαγειρικής. Στο νησί, γνώρισε τη γυναίκα του, φοιτήτρια τότε στη Χίο. Δραστηριοποιούνται πλέον μαζί επιχειρηματικά στον χώρο της εστίασης. Εχουν ένα εστιατόριο, ένα beach bar και φέρνουν στο νησί τους καλλιτέχνες που αγαπάει η νεολαία.
«Οταν γνώρισα τη γυναίκα μου, ήμουν ένα αγρίμι. Δεν είχα ζήσει τίποτα. Τα παιδικά μου χρόνια ήμουν μέσα στα ναρκωτικά, μετά μπήκα στη φυλακή. Οταν βγήκα, δεν είχα καν τρόπους. Η γυναίκα μου με εξημέρωσε. Επεισα και την πεθερά μου και με αγάπησε. Σήμερα έχουμε ένα κοριτσάκι εννέα μηνών. Είμαστε πλέον κανονική οικογένεια. Τρώμε όλοι μαζί με τη γυναίκα μου, τη μητέρα μου, τα αδέρφια μου. Είχαμε να φάμε όλοι μαζί από τα χρόνια που ζούσε ο πατέρας μου», συνεχίζει ο ίδιος.
Γιατί… ξέφυγε
Ο Γιάννης ψάχνει ακόμα να βρει μία εξήγηση, να καταλάβει γιατί η κατάσταση… ξέφυγε. Η απάντηση που δίνει θα μπορούσε να βγαίνει από το στόμα εκατοντάδων νέων με παρόμοια βιώματα: «Μάλλον έμπλεξα γιατί έψαχνα την αγάπη και τη θαλπωρή που μου έλειπαν. Εψαχνα μια οικογένεια. Ηθελα να ανήκω κάπου και να φωτίζομαι. Ηθελα να ξεχωρίζω. Η ευθύνη δικιά μου. Αν δεν με έπιαναν, ίσως να έκανα και χειρότερα».
Οσο κοινότοπο κι αν ακούγεται, όπως λέει, το μήνυμα είναι «Μακριά από τα ναρκωτικά». «Τα ναρκωτικά είναι μια ψευδαίσθηση, ένα ψέμα. Αν πουλάς, θα μπεις φυλακή.Αν πίνεις, θα ζεις στην παράνοια. Εχω να πιω 11 χρόνια. Δεν γουστάρω. Είναι καλύτερα τα πράγματα έτσι. Δουλεύω 15 ώρες την ημέρα, δεν μπορώ να είμαι υπό την επήρεια ναρκωτικών».
Ο Παναγιώτης
Η ιστορία του Παναγιώτη είναι διαφορετική. Μπήκε φυλακή ως απλό μέλος των «LOCOS», αποφυλακίστηκε και μετά από μερικά χρόνια επέστρεψε στη φυλακή. «Προσπάθησα να μπω σε ένα πρόγραμμα, τα παράτησα, τα έκανα χειρότερα και ξαναμπήκα», λέει. Εκανε χρήση από 13 χρόνων κάνναβη, παραισθησιογόνα, κοκαΐνη. Μόλις τελείωσε το σχολείο, συνελήφθη ως μέλος των «LOCOS» και οδηγήθηκε στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων. «Ο Αυλώνας είναι από τις πιο σκληρές φυλακές στην Ελλάδα, με το καλημέρα τρως ξύλο», θυμάται και συνεχίζει: «Μπήκα σε μία πτέρυγα με μετανάστες, ήμουν ο μόνος που μιλούσε ελληνικά».
Οταν τους συνέλαβαν, νόμιζε ότι πρόκειται για φάρσα. «Δεν είχαμε στην κατοχή μας τίποτα και νομίζαμε ότι δεν μπορούν να μας κάνουν τίποτα… Πού να φανταστούμε ότι μας παρακολουθούσαν τόσους μήνες και είχαν καταγεγραμμένες όλες τις συνομιλίες μας! Θυμάμαι όταν βγήκα από την αίθουσα του ανακριτή και πήρα τον δρόμο για τις φυλακές. Είπα στη μητέρα μου “μαμά, πάω διακοπές” και λιποθύμησε. Είναι ό,τι πιο σκληρό έχω ζήσει, να βλέπω τη μητέρα μου να λιποθυμά εξαιτίας μου. Εγώ, βέβαια, προσπάθησα να αποφορτίσω το κλίμα, αλλά δεν τα κατάφερα. Στεναχωριόμουν πολύ για τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Δεν με ένοιαζε για εμένα, αλλά για τους γονείς μου στεναχωριόμουν πολύ. Γι’ αυτούς ήμουν πάντα ένας καημός».
Είναι λύση η φυλακή για μία συμμορία ανηλίκων; Είναι λύση η φυλακή για ανήλικα παιδιά που κάνουν χρήση από 13 ετών; Για τον Παναγιώτη η απάντηση είναι κατηγορηματικά «όχι». «Ημασταν παιδάκια. Θα έπρεπε να μας είχαν στείλει σε κάποιο πρόγραμμα απεξάρτησης και όχι στη φυλακή. Στον Αυλώνα είχα μαζί μου ένα παιδάκι 15 ετών από τους “LOCOS”, ήταν 30 κιλά. Αυτό το παιδί δεν το βάζεις φυλακή για κανέναν λόγο. Ενα παιδί μέσα στη φυλακή χάνει χρόνια και αποκτά γνωριμίες…».
Οι γνωριμίες της φυλακής έγιναν, άλλωστε, και η αιτία ο Παναγιώτης να βρεθεί και πάλι, λίγα χρόνια μετά, πίσω από τα κάγκελα, στον Κορυδαλλό αυτή τη φορά. «Δούλευα σε ένα εργοστάσιο ψαριών στο Κορωπί για 680 ευρώ. Μια μέρα συνάντησα τυχαία έναν φίλο από τις φυλακές. “Θέλεις 1.000 ευρώ” με ρώτησε, και είπα “ναι”. Εκλεψε ένα περίπτερο κι εγώ κρατούσα τσίλιες. Χίλια ευρώ σε μια μέρα. Μετά ήρθε να με βρει στο νησί ένα φίλος από τις φυλακές. Εφερε μαζί του πέντε κιλά. Ξαναρχίσαμε, ξαναμπήκα στη φυλακή…».
Εχασα χρόνια και πράγματα
Τα τελευταία πέντε χρόνια ο Παναγιώτης έχει ηρεμήσει, μπήκε στο πρόγραμμα «ΑΡΓΩ», στη Θεσσαλονίκη, γύρισε στο νησί και κάνει τη δουλειά του πατέρα του, είναι ψαράς, και τα απογεύματα κόβει και πουλάει ξύλα.
«Η μεγαλύτερη φυλακή του χρόνου είναι τα ναρκωτικά. Τα ναρκωτικά είναι γλυκά αλλά έχουν ακριβό τίμημα, πρέπει να δώσεις τη ζωή σου. Γιατί με τα ναρκωτικά χάνεις τη ζωή σου. Εχασα χρόνια και πράγματα. Αλλά πέρασε», λέει σήμερα.
Οσο για τον κόσμο στο νησί; «Προσωπικά δεν με ενδιέφερε ποτέ τι θα πει ο κόσμος. Ηθελα να είμαι καλά εγώ, η οικογένειά μου και πέντε άνθρωποι που αγαπώ. Ακόμα και σήμερα λένε και πάντα θα λένε, ακόμα και 30 χρόνια να περάσουν. Δεν με νοιάζει όμως, αρκεί που ξέρω εγώ», καταλήγει.
Ο Γιάννης και ο Παναγιώτης, έκλεισαν τα αφτιά και επέστρεψαν στον τόπο που αγαπούν. Ωστόσο, κάποια από τα μέλη της ομάδας εκείνων των «άγριων» νεαρών, δεν επέστρεψαν ποτέ…