Η κυβερνητική σταθερότητα ταυτίζεται συνήθως στην Ελλάδα με την αυτοδυναμία, δηλαδή με την απόκτηση απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από το εκάστοτε πρώτο κόμμα, που οδηγεί στον σχηματισμό μονοκομματικής Κυβέρνησης με Πρωθυπουργό τον αρχηγό του. Κατά την άποψη αυτήν, κυβερνητική σταθερότητα παράγει μόνο ο δικομματισμός. Όμως, κατά το ισχύον συνταγματικό και κομματικό σύστημα, η κυβερνητική σταθερότητα προϋποθέτει απλώς την ύπαρξη και τη διατήρηση της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ Κυβέρνησης και Βουλής, η οποία μπορεί να διασφαλισθεί και με μια πολυκομματική διάρθρωση του κομματικού συστήματος, με Κυβερνήσεις συνεργασίας που στηρίζονται στην εμπιστοσύνη δύο ή περισσότερων κοινοβουλευτικών ομάδων.
Βέβαια, ό,τι είναι συνταγματικώς δυνατόν, δεν είναι και πολιτικώς δυνατόν. Στις επόμενες εκλογές, που θα διεξαχθούν με ένα σύστημα σχεδόν «καθαρής» αναλογικής, η αυτοδυναμία είναι ανέφικτη, συγχρόνως όμως είναι πολύ δύσκολη και η διαμόρφωση κυβερνητικών πλειοψηφιών. Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα έχουν αποκλείσει εξ ορισμού την υπόθεση του «μεγάλου συνασπισμού» μεταξύ τους, ενώ η συνεργασία του ενός ή του άλλου με το ΠΑΣΟΚ ή και άλλα κόμματα, σε Κυβερνήσεις «μικρού συνασπισμού», μπορεί να μην είναι εφικτή, όχι μόνο από πολιτική άποψη αλλά και λόγω κοινοβουλευτικής αριθμητικής.
Με τα δεδομένα αυτά και ιδίως στην περίπτωση που η εκλογική επίδοση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων θα καθιστά αβέβαιη την αυτοδυναμία ακόμη και στις δεύτερες εκλογές, που θα διεξαχθούν με το σύστημα του κλιμακωτού bonus, μια λύση θα μπορούσε να είναι μια Κυβέρνηση «ευρείας συνεννόησης» με τη συμμετοχή Νέας Δημοκρατίας, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, με Πρωθυπουργό τρίτο πρόσωπο κοινής αποδοχής και διαμοιρασμό της πολιτικής εξουσίας. Έτσι θα περάσουμε από έναν ανταγωνιστικό σε έναν συνεργατικό κοινοβουλευτισμό, σε μία Κυβέρνηση δημοκρατικής εναρμόνισης. Αλλιώς, η Χώρα θα πάει σε δεύτερες ή και τρίτες εκλογές, μέχρι τελικής εξαντλήσεως του εκλογικού σώματος.