Να αποφύγουν τα κράτη – μέλη της ΕΕ τα οριζόντια μέτρα στήριξης το 2023 και να ακολουθήσουν συνετές δημοσιονομικές πολιτικές, ιδίως οι χώρες με υψηλό χρέος, τονώνοντας παράλληλα τις επενδύσεις με χρήση των πόρων του RRF, διαμηνύει ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» και σε ολιγομελή ομάδα ανταποκριτών ευρωπαϊκών εντύπων στις Βρυξέλλες.
Οι συστάσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται στη φθινοπωρινή δέσμη του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, που θα παρουσιάσει ο κ. Ντομπρόβσκις στις 22 Νοεμβρίου, παρέχοντας δημοσιονομικές κατευθύνσεις στα κράτη – μέλη για το επόμενο έτος και ειδικές ανά χώρα συστάσεις.
Επιβράδυνση
«Η ευρωπαϊκή οικονομία επιβραδύνεται με ταχείς ρυθμούς», επισημαίνει από την αρχή της συνέντευξης ο κ. Ντομπρόβσκις. «Ο πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί την επόμενη χρονιά, αλλά θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα».
Ποια θα πρέπει να είναι η απάντηση της οικονομικής πολιτικής; «Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για να έχουμε ένα συνεπές μείγμα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, να μην έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι δεν δικαιολογείται δημοσιονομική τόνωση ευρείας βάσης το επόμενο έτος. Τα μέτρα στήριξης που υπάρχουν για τα νοικοκυριά και τις εταιρείες πρέπει να είναι προσωρινά και στοχευμένα, χωρίς να αφήνουν μόνιμη επιβάρυνση στα δημόσια οικονομικά», τονίζει ο ευρωπαίος αξιωματούχος. «Βλέπουμε γενικά ουδέτερη δημοσιονομική στάση για το επόμενο έτος».
Επεξηγεί ότι «μια οριζόντια δημοσιονομική τόνωση θα τροφοδοτήσει περαιτέρω τον πληθωρισμό, οδηγώντας σε περαιτέρω σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής, ενώ λόγω του πολύ υψηλού επιπέδου ελλείμματος και δημόσιου χρέους που εμφάνισαν πολλά κράτη – μέλη μετά τον κορωνοϊό απαιτείται πιο συνετή δημοσιονομική στάση. Αυτό πρόκειται να αντικατοπτρίσουμε στον φθινοπωρινό οικονομικό μας κύκλο. Αξιολογούμε τα σχέδια των προϋπολογισμών των κρατών – μελών σε αυτό το πλαίσιο. Δυστυχώς τα πράγματα δεν πάνε ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί το 70% των μέτρων στήριξης δεν είναι στοχευμένο. Αυτό σημαίνει ότι δημιουργούν τεράστιο δημοσιονομικό κόστος και συχνά δεν είναι σε θέση να παρέχουν επαρκή ανακούφιση σε εκείνες ακριβώς τις ομάδες που τη χρειάζονταν περισσότερο».
Η σύσταση αφορά, σε μεγάλο βαθμό, και την Ελλάδα, η οποία εμφάνισε το 2022 μία από τις μεγαλύτερες δαπάνες μέτρων στήριξης στην ΕΕ (2,3% του ΑΕΠ), ενώ εάν εφαρμοστούν τα μέτρα, που προβλέπονται το 2023 μέχρι το τέλος του έτους, σύμφωνα με την Κομισιόν, θα φτάσουν περίπου στο 1% του ΑΕΠ.
Συστάσεις
Ο κ. Ντομπρόβσκις τονίζει ότι η καθοδήγηση της Κομισιόν θα περιλαμβάνει «συστάσεις για περισσότερη συνετή πολιτική ιδίως προς τις χώρες με υψηλό χρέος και τη χρήση πόρων RRF για την τόνωση των επενδύσεων, καθώς και αξιολόγηση των μέτρων στήριξης, ώστε να είναι προσωρινά και στοχευμένα. Αυτές θα είναι οι γραμμές που καθοδηγούν την αξιολόγηση των σχεδίων προϋπολογισμού». Ειδικότερα για την ανάγκη στοχευμένων και προσωρινών μέτρων στήριξης λέει ότι «εάν μιλούμε σοβαρά για τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής, τα κράτη – μέλη θα πρέπει να το λάβουν υπόψη και ελπίζουμε να προσαρμόσουν τα μέτρα τους».
Εκτιμά ότι μέτρα που έχουν εφαρμοστεί για μείωση των τιμών ενέργειας, όπως μείωση ΦΠΑ για την ενέργεια από ορυκτά, μείωση ειδικών φόρων κατανάλωσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όχι μόνο δεν είναι στοχευμένα και έχουν σημαντικό δημοσιονομικό κόστος, αλλά δεν κινούνται επιπλέον προς την κατεύθυνση της εξοικονόμησης ενέργειας, την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών και άλλων αναγκαίων πολιτικών για την ενεργειακή επάρκεια. «Προτείνουμε στα κράτη να έχουν ένα σύστημα τιμολόγησης δύο επιπέδων, όπου μια συγκεκριμένη ποσότητα ενέργειας θα έχει επιδοτούμενη τιμή, ενώ για την πλεονάζουσα από αυτή την ποσότητα χρήση θα ισχύει η τιμή της αγοράς».
Για την Ελλάδα θυμίζει τις προβλέψεις της Κομισιόν για «πολύ ισχυρή οικονομική ανάπτυξη φέτος, 6%, και επιβράδυνση την επόμενη χρονιά στο 1%, αλλά και πάλι αισθητά πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Η ελληνική οικονομία αποδίδει αρκετά καλά και τόσο το δημοσιονομικό έλλειμμα όσο και το χρέος βρίσκονται σε ένα είδος πολύ απότομης πτωτικής τροχιάς. Φυσικά η Ελλάδα είναι χώρα υψηλού χρέους, με την υψηλότερη στην ΕΕ αναλογία χρέους / ΑΕΠ, και είναι σημαντικό να παραμείνει σε πτωτική πορεία. Είναι προφανώς μεταξύ των χωρών για τις οποίες συνιστούμε περισσότερη δημοσιονομική σύνεση, δεδομένων των κινδύνων βιωσιμότητας και αυτή τη στιγμή επίσης λόγω του αυξανόμενου κόστους χρηματοδότησης του χρέους». Σχετικά με τη γενική ρήτρα διαφυγής ο κ. Ντομπρόβσκις είπε ότι «θα παραμείνει ενεργοποιημένη το επόμενο έτος, αλλά όχι πλέον από το 2024».
Υπάρχει αίσθηση επείγουσας ανάγκης για την προώθηση συμφωνιών
Σχετικά με το εμπόριο, που βρίσκεται στο χαρτοφυλάκιό του, δήλωσε ότι «στην ΕΕ υπάρχει μεγαλύτερη αίσθηση επείγουσας ανάγκης για την προώθηση εμπορικών συμφωνιών, για τη διαφοροποίηση των οικονομικών μας ευκαιριών και την προμήθεια πρώτων υλών και κρίσιμων ορυκτών. Δεκαπέντε μέλη της ΕΕ έστειλαν επιστολή στην Επιτροπή για την επιτάχυνση των διμερών εμπορικών συμφωνιών. Υπάρχει ευρεία συναίνεση για να προχωρήσουμε μπροστά».
Ποιες εξελίξεις αναμένονται; Αναφέρει την πολιτική συμφωνία με τη Νέα Ζηλανδία, ελπίζει σύντομα σε συμφωνίες με τη Χιλή και το Μεξικό, θα εξεταστεί πώς μπορεί να προχωρήσει η Mercosur με τη Βραζιλία, ενώ το πρώτο εξάμηνο του έτους γίνονται διαπραγματεύσεις με την Αυστραλία και θα γίνουν με Ινδονησία και Ινδία.
Σχετικά με την αμερικανική Πράξη Μείωσης του Πληθωρισμού ο κ. Ντομπρόβσκις ξεκαθάρισε ότι η Πράξη περιλαμβάνει σημαντικά μέτρα στήριξης, που προκαλούν διακρίσεις εις βάρος των εταιρειών της ΕΕ. Οχι μόνο στον τομέα των ηλεκτρικών αυτοκινήτων, αλλά και σε άλλους τομείς, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, το υδρογόνο, οι μπαταρίες. «Είμαστε στρατηγικοί εταίροι και δεν βλέπουμε λόγο για αυτή τη διάκριση. Ο Καναδάς και το Μεξικό δεν υπόκεινται σε αυτές τις διακρίσεις και ιδανικά θα θέλαμε την ίδια μεταχείριση για την ΕΕ».
Για την Κίνα είπε ότι «είναι σαφώς σημαντικός εμπορικός εταίρος και πρέπει να συνεργαστούμε σε θέματα όπως η κλιματική αλλαγή, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούμε να έχουμε εξαρτήσεις. Πρέπει να εμπλακούμε χωρίς να είμαστε αφελείς και με καλύτερη διαχείριση κινδύνων».