Οταν η νεαρή Αννα συλλαμβάνεται για μια μικροκλοπή, ο παππούς της θα κινήσει γη και ουρανό για να τη συνδράμει. Η κατηγορία όμως που τη βαραίνει είναι αδιαπραγμάτευτη: αντίσταση κατά της Αρχής. Το αστυνομικό όργανο εφαρμόζει τον νόμο, ο δικαστής τηρεί τις δέουσες αποστάσεις. Μόνο ο δημοσιογράφος αναζητεί «δικαίωση» για τον αδύναμο, με την τηλεοπτική δημοσιοποίηση να γίνεται το έσχατο καταφύγιο του παραβάτη  -έτοιμο να τον κατασπαράξει. Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος σκηνοθετεί το έργο του Γιάννη Τσίρου «Τα μάτια τέσσερα» που βραβεύτηκε με το Βραβείο Δραματουργίας «Κάρολος Κουν», το 2010, και η Μαρία Κατσανδρή μιλάει για τη συμμετοχή της στην παράσταση.

Πώς θα περιγράφατε τις γυναίκες που υποδύεστε στην παράσταση;

Είναι δύο διαφορετικές υπάρξεις φύσει και θέσει μέσα στον κοινωνικό ιστό. Η μία εκπροσωπεί την εξουσία. Αστυνομικός. Οργανο εξουσίας. Εχει χρέος να επιβάλλει τον νόμο. Κάνει κατάχρηση της εξουσίας; Στην περίπτωσή μας όχι. Υπερβάλλει; Θα είχε την ίδια αντιμετώπιση αν αυτό το κορίτσι ήταν κόρη κάποιου βουλευτή π.χ. ή κάποιου ισχυρού εμπλεκόμενου με την εξουσία; Νομίζω πως ναι. Οι νόμοι δεν είναι ίδιοι για όλους. Κάτι που το βλέπουμε πολύ συχνά εξάλλου και έχουμε πολλά παραδείγματα τον τελευταίο καιρό. Η άλλη γυναίκα είναι το ακριβώς αντίθετο. Μια υπηρέτρια, μια μαγείρισσα στο σπίτι του δικαστή. Εξουσιαζόμενη που κάνει προσπάθεια να βοηθήσει τον αδύναμο. Δεν τα καταφέρνει. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε; Ξέρει ποιο είναι το δίκαιο, ξέρει ότι ο νόμος δεν είναι πάντα ηθικός. Αδύναμη κι αυτή μπροστά στην εξουσία. Αλλά προσπαθεί!

Υπάρχει ο κίνδυνος σε μια τέτοια παράσταση να κυριαρχήσουν τα κλισέ για τη σχέση εξουσιαστών – εξουσιαζομένων; Πώς καταφέρνει κανείς να τον ξεπεράσει;

Ωραία ερώτηση! Υπάρχει, μόνο που εμείς πιστεύω ότι τον έχουμε παρακάμψει. Ποτέ ένας άνθρωπος δεν είναι ένα πράγμα, ποτέ μια συνθήκη δεν είναι άσπρο – μαύρο. Αυτό θα ήταν μια απλοποίηση που δεν μας ταιριάζει. Αλλωστε η δουλειά του ηθοποιού και του σκηνοθέτη είναι να βρουν τα βαθύτερα νήματα της ψυχής του χαρακτήρα, να τον ανθρωποποιήσουν. Και οι άνθρωποι είμαστε πολύπλοκα και πολυσήμαντα όντα. Και φυσικά έχουμε όλοι ευθύνη για την τύχη της Αννας. Είμαστε κι εμείς «Αννα» εξάλλου. Και η ευθύνη μας βρίσκεται στην αδιαφορία, στη σιωπή και τον φόβο. Ζούμε αφύσικα σε τούτον τον αιώνα. Στη φύση του ανθρώπου υπάρχει η ανάγκη για δικαιοσύνη και η αντίσταση. Αν δεν φωνάξουμε, το δίκαιο δεν θα υπερισχύσει.

Ο τρόπος που προσφέρεται στην Αννα να διαδώσει όσα έπαθε είναι το τηλεοπτικό θέαμα. Συμφωνείτε ότι από ένα σημείο κι έπειτα όλα προσφέρονται προς κατανάλωση, ακόμη και η «εικόνα» που φτιάχνουμε για τον εαυτό μας;

Ναι. Βρισκόμαστε στην εποχή της εικόνας και κυρίως της εμπορευματοποίησης των πάντων. Εχει ακροαματικότητα το δράμα, η δυστυχία, πολλές φορές αισθάνομαι ότι είμαστε – ή μάλλον θα μου επιτρέψετε να μη βάλω τον εαυτό μου σε αυτό το γκρουπ – ένα είδος βρικολάκων που τρεφόμαστε από τη δυστυχία των άλλων. Ενα από τα στοιχεία της δυστοπίας που βιώνουμε.

Πώς «χτίσατε» τη συνεργασία σας με τον σκηνοθέτη Γιώργο Πυρπασόπουλο και τους άλλους ηθοποιούς;

Δεν ήταν δύσκολο το χτίσιμο, όπως λέτε. Οταν εξαρχής υπάρχει εκτίμηση και σεβασμός και αγάπη, τότε όλα κυλούν όπως πρέπει ώστε να συντελεστεί η υπέρβαση που είναι και ο στόχος κάθε παράστασης και κάθε συνεύρεσης.

Ποια άλλα έργα από το νεοελληνικό ρεπερτόριο θαυμάζετε και θα θέλατε να συμμετάσχετε;

Δεν θα αναφερθώ σε ονόματα, γιατί είναι σίγουρο πως θα ξεχάσω κάποιους συγγραφείς. Θα αναφερθώ όμως σε δύο που έχουν φύγει, Λούλα Αναγνωστάκη, Δημήτρης Κεχαΐδης, τους αγαπώ πολύ. Εχουμε εξαιρετικούς συγγραφείς όπως ο Τσίρος – και δεν τον αναφέρω επειδή συμμετέχω στο έργο του. Αλλά προσδοκώ στα έργα που ακόμα δεν ξέρουμε. Εννοώ νέους συγγραφείς που σίγουρα θα αγαπήσουμε.