Χρειάστηκε να περάσουν οκτώ ημέρες από τις ενδιάμεσες εκλογές μέχρι οι Ρεπουμπλικανοί να αγγίξουν τον «μαγικό αριθμό» των 218 εδρών για την εξασφάλιση έστω και ισχνής πλειοψηφίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ.
Με τη Γερουσία να έχει ήδη περάσει στον -επίσης οριακό- έλεγχο των Δημοκρατικών, επισημοποιείται λοιπόν ο διχασμός του Κογκρέσου, σηματοδοτώντας τις εσωτερικές πολιτικές προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει στο δεύτερο μισό της θητείας του ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν και η νομοθετική ατζέντα της κυβέρνησής του.
«Η μονοκομματική διακυβέρνηση των Δημοκρατικών ΤΕΛΕΙΩΣΕ», έγραψε σε πανηγυρικούς τόνους στο Twitter ο Ρεπουμπλικανός Κέβιν Μακάρθι, που προετοιμάζεται τον προσεχή Ιανουάριο και στα 57 του χρόνια να αναλάβει τα «ηνία» της Βουλής των Αντιπροσώπων και να γίνει, ως πρόεδρος του σώματος, τρίτος τη τάξει στην πολιτική ιεραρχία των ΗΠΑ, μετά τον πρόεδρο Μπάιντεν και την αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις.
Όμως τα πενιχρά κέρδη των Ρεπουμπλικανών στις ενδιάμεσες εκλογές από τη μια, το «φάντασμα» του Ντόναλντ Τραμπ που συνεχίζει να τους «στοιχειώνει» από την άλλη, έχουν πυροδοτήσει εσωκομματική διαμάχη ακόμη και για την επιλογή της ηγεσίας τους στο Κογκρέσο, κάνοντας πολλούς αναλυτές ήδη να αναρωτιούνται πόσο διαχειρίσιμη θα είναι τελικά η ισχνή ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Ρευστές ισορροπίες
Μια «χούφτα» βουλευτικές έδρες ακόμη κρίνονται, καθώς δεν έχει ολοκληρωθεί σε έξι από τις συνολικά 435 εκλογικές περιφέρειες η καταμέτρηση των ψήφων και ίσως χρειαστεί να περάσουν ημέρες μέχρι να γίνει γνωστό το τελικό αποτέλεσμα στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Προς το παρόν, οι Δημοκρατικοί έχουν ήδη 211 έδρες.
Σε κάθε περίπτωση η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών στο σώμα εκτιμάται ότι θα κυμανθεί πολύ κοντά στο όριο των 218 εδρών, καθιστώντας για τους ίδιους επικίνδυνη ακόμη και την παραμικρή διαφοροποίηση στις τάξεις των βουλευτών τους.
Στο κόμμα εν τω μεταξύ ήδη «σφάζονται» οι διάφορες πτέρυγες -από τους τραμπικούς, μέχρι τους μετριοπαθείς- καθώς καθεμιά από αυτές επιδιώκει να προωθήσει τη δική της ατζέντα.
Μια πρώτη έμπρακτη απόδειξη αυτού του διχασμού ήταν οι εσωκομματικές ψηφοφορίες που διεξήχθησαν αυτή την εβδομάδα για την ανάδειξη των υποψηφίων που θα παρουσιάσουν τον Ιανουάριο οι Ρεπουμπλικανοί τόσο για την προεδρία της νέας Βουλής, όσο και για την ηγεσία της μειοψηφίας τους στη νέα Γερουσία.
Η τελευταία θα παραμείνει τελικά στα χέρια του μετριοπαθούς Μιτς Μακόνελ. Όμως η αρχική διεκδίκηση του αξιώματος από τον σκληροπυρηνικό γερουσιαστή Ρικ Σκοτ της Φλόριντα ήταν μια ξεκάθαρη προειδοποιητική «βολή» από το στρατόπεδο Τραμπ.
Ο Κέβιν Μακάρθι αντιστοίχως είδε να αμφισβητείται η κομματική πρωτοκαθεδρία του στη Βουλή, με την κατάθεση δεύτερης υποψηφιότητας για τη μελλοντική προεδρία του σώματος από τον ακροδεξιό βουλευτή Άντι Μπιγκς από την Αριζόνα.
Τελικά ο ΜακΚάρθι επικράτησε στην μυστική ψηφοφορία με 188 ψήφους, έναντι 31 που πήρε ο Μπιγκς. Υπάρχει ωστόσο ακόμη ο σκόπελος της 3ης Ιανουαρίου που θα πρέπει να ξεπεράσει.
Για να εκλεγεί πρόεδρος της Βουλής, θα χρειαστεί το λιγότερο 218 ψήφους, σε ένα διχασμένο κόμμα και στο φόντο μιας οριακής πλειοψηφίας. Για την εξασφάλισή τους έχουν ήδη αρχίσει σκληρά παρασκηνιακά «παζάρια», που άπτονται και της στελέχωσης των κοινοβουλευτικών επιτροπών.
Ως μέσο πίεσης και «εχέγγυο», η σκληροπυρηνική πτέρυγα των Ρεπουμπλικανών φέρεται να αξιώνει ακόμη και την αλλαγή κανονισμών, ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων για τυχόν αντικατάσταση του προέδρου της Βουλής.
Λίγο-πολύ πρόκειται για έναν ωμό εκβιασμό, που «πατά» ακριβώς πάνω στην ισχνή πλειοψηφία του κόμματος στο νομοθετικό σώμα.
Πολιτικές ακροβασίες
Υπό αυτό το πρίσμα, ως επόμενος πρόεδρος της Βουλής, ο Κέβιν Μακάρθι θα καλείται να ισορροπεί τα επόμενα δύο χρόνια (όση και η θητεία της εκάστοτε ολομέλειας) σε ένα «τεντωμένο σχοινί», χωρίς να αποξενώσει κάποια πτέρυγα του κόμματος, αλλά και να μην καταστεί δέσμιος καμιάς. Και δη της φιλοτραμπικής ακροδεξιάς, που προωθεί μια ρεβανσιστική ατζέντα.
Στο επίκεντρό της είναι η διεξαγωγή μιας σειράς ερευνών για τον πρόεδρο Μπάιντεν και την κυβέρνησή του, με το βλέμμα στραμμένο σαφώς στις προεδρικές εκλογές του 2024.
Εστιάζουν κυρίως στις επιχειρηματικές συναλλαγές του γιου του προέδρου Μπάιντεν, Χάντερ, στην Κίνα και στην Ουκρανία και στην πρόσφατη έφοδο του FBI στην έπαυλη του Ντόναλντ Τραμπ για την ανάκτηση απόρρητων κρατικών εγγράφων. Έρευνα, στην οποία η τραμπική πτέρυγα των Ρεπουμπλικανών επιμένει να αποδίδει πολιτικά κίνητρα.
Στο «στόχαστρο» των Ρεπουμπλικανών παραμένει εν τω μεταξύ η μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν, η διαχείριση της πανδημίας της COVID-19, η χαοτική αποχώρηση από το Αφγανιστάν, αλλά και η συνέχιση της στήριξης στην Ουκρανία έναντι της ρωσικής εισβολής.
Ο Μακάρθι έχει ήδη προειδοποιήσει ότι μια ρεπουμπλικανικού ελέγχου Βουλή δεν θα δώσει ούτε γι’ αυτό το μείζον θέμα εξωτερικής πολιτικής «λευκή επιταγή».
Με σειρά πρόσφατων δηλώσεών του πάντως φάνηκε να κατευνάζει τους φόβους για μια πλήρη αλλαγή στάσης απέναντι στο Κίεβο. «Υποστηρίζω πολύ την Ουκρανία», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα στο CNN. «Θεωρώ», διευκρίνισε, «ότι πρέπει να υπάρξει υπευθυνότητα στο μέλλον».
Συνολικά για τους Ρεπουμπλικανούς θέματα προτεραιότητας αποτελούν δεδηλωμένα ο πληθωρισμός, η ενεργειακή πολιτική και η εγκληματικότητα.
Έτσι σε ένα πιθανό εσωκομματικό «δούναι και λαβείν» ανάγεται ως πλέον κρίσιμη η ψήφιση σειράς νομοσχεδίων για την χρηματοδότηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και τη φορολογία.
Συγκρουσιακή… συναίνεση;
«Σε αυτές τις εκλογές οι ψηφοφόροι μίλησαν ξεκάθαρα για τις ανησυχίες τους: την ανάγκη μείωσης του κόστους ζωής, προστασίας του δικαιώματος επιλογής και διατήρησης της δημοκρατίας μας», τόνισε ο πρόεδρος Μπάιντεν μετά την επικράτηση των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
«Θα συνεργαστώ με οποιονδήποτε», διεμήνυσε, «Ρεπουμπλικανό ή Δημοκρατικό που είναι πρόθυμος να εργαστεί μαζί μου για να εξασφαλίσουμε αποτελέσματα για τους πολίτες».
Έχοντας ως «δικλείδα ασφαλείας» τον έλεγχο της Γερουσίας από τους Δημοκρατικούς και το προεδρικό του βέτο, ο «γερόλυκος» της αμερικανικής πολιτικής σκηνής Τζο Μπάιντεν γνωρίζει ότι με τις οριακές πλειοψηφίες στα δύο νομοθετικά σώματα, και δη στην Βουλή, θα απαιτηθεί αργά ή γρήγορα κάποια στιγμή διακομματικής συνεργασίας.
Τόσο οι Δημοκρατικοί, όσο και οι Ρεπουμπλικανοί θεωρείται βέβαιο ότι θα προσπαθήσουν να «σπάσουν» τις γραμμές «άμυνας» του αντίπαλου «στρατοπέδου», επιχειρώντας να προσεταιριστούν αμφιταλαντευόμενους βουλευτές.
Για το πολιτικό γόητρο των διχασμένων Ρεπουμπλικανών δεν υπάρχει η «πολυτέλεια» απώλειας ψήφων. Πιο γλαφυρά περιέγραψε την κατάσταση ένας βουλευτής τους στο δίκτυο ABC. «Πρόκειται για μια πολύ διχαστική περίοδο», υπογράμμισε: «μέσα στο κόμμα μας, μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών και τούμπαλιν».