Στη συναυλία της 26ης Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών συντρέχουν τρεις λόγοι ώστε να συστήνεται ως ολοκληρωμένη πρόταση. Εμφανίζεται κατ’ αρχάς η Ορχήστρα Δωματίου της Ευρώπης (Chamber Orchestra of Europe), η οποία ιδρύθηκε το 1981 από νέους μουσικούς, μέλη της Ορχήστρας Νέων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Τα περίπου 60 μέλη της δραστηριοποιούνται παράλληλα ως εξάρχοντες καθώς και ως ερμηνευτές μουσικής δωματίου και καθηγητές, ενώ η ταυτότητά της διαμορφώθηκε από συνεργασίες με τον Κλάουντιο Αμπαντο και τον Νικολάους Αρνονκούρ. Ερμηνεύτρια της βραδιάς θα είναι η βιολονίστρια Ζανίν Γιάνσεν, η οποία συνεργάζεται τακτικά με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου, την Ορχήστρα της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, τη Συμφωνική του Λονδίνου, την Ορχήστρα της Εθνικής Ακαδημίας της Αγίας Καικιλίας, τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης κ.ά. Και, τέλος, μαέστρος θα είναι ο διευθυντής που δίνει ρυθμό στη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου (στο Κόβεντ Γκάρντεν) τα τελευταία 20 χρόνια, αλλά και στην Ορχήστρα της Εθνικής Ακαδημίας της Αγίας Καικιλίας από το 2005. Του χρόνου, άλλωστε, θα γίνει Chief Conductor Designate της Συμφωνικής του Λονδίνου, ενώ από το 2024 θα αναλάβει πλήρη καθήκοντα Chief Conductor. Ο Αντόνιο Παπάνο μιλάει στα «Πρόσωπα» για τη συναυλία, όπου παρουσιάζονται το «Πρώτο κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε μείζονα» του Προκόφιεφ, «Ο τάφος του Κουπρέν» του Μορίς Ραβέλ, η «Σερενάτα για ορχήστρα εγχόρδων σε μι μείζονα» του Ντβόρζακ και οι «Χοροί της Γκαλάντα» του Ζόλταν Κόνταϊ.
Οταν βλέπουμε μια ορχήστρα σκεφτόμαστε συνήθως μια πειθαρχημένη ομάδα με μεθοδολογία. Οι μουσικοί, με τους οποίους συνεργάζεστε καθημερινά, είναι άνθρωποι με μεγάλη συναισθηματική νοημοσύνη;
Νομίζω ότι αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο για όλους τους καλλιτέχνες: μουσικούς, ζωγράφους, ποιητές, θεατρικούς συγγραφείς. Αυτό το ραντάρ της ευαισθησίας, η ειδική γνώση και η ικανότητα να βλέπουν πράγματα κάτω από την επιφάνεια και την ομορφιά που κρύβουν. Οι άνθρωποι είναι σίγουρα διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά είναι θαύμα ότι ο καθένας διαθέτει αυτού του είδους το μεγαλείο. Δεν μπορείς να συγκρίνεις με μια έννοια τον Μπαχ ή τον Μπετόβεν, ακριβώς επειδή με διαφορετικά μέσα σε πείθουν ότι γνωρίζουν την ομορφιά της μουσικής. Αυτό που μας ενδιαφέρει στην περίπτωσή τους είναι η εποχή μέσα στην οποία δημιούργησαν, αλλά και το γεγονός ότι συνεχίζουν να μας επηρεάζουν. Μόνο άνθρωποι με τεράστια συναισθηματική νοημοσύνη θα μπορούσαν να το έχουν πετύχει.
Πώς διαλέξατε το ρεπερτόριο για το κοντσέρτο της Αθήνας; Περιέχει Προκόφιεφ, Ραβέλ, Ντβόρζακ και Κόνταϊ.
Κατ’ αρχάς η Ορχήστρα επρόκειτο να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα που θα περιείχε και Γκέρσουιν, ως κάτι διαφορετικό στη διαδρομή της, αλλά όλα πήγαν πίσω λόγω της πανδημίας. Σε αυτό επέλεξα έργα του 20ού αιώνα, αν εξαιρέσουμε τον Ντβόρζακ, ο οποίος απηχεί μια νοσταλγία για το χαμένο παρελθόν και τον σεβασμό για το στυλ μουσικής που εισήγαγε ο Μπραμς. Αυτό που όλα τα κομμάτια έχουν κοινό είναι τα παραδοσιακά λαϊκά στοιχεία μιας κουλτούρας: πρόκειται κυρίως για ρυθμούς χορού, όπως στη Σερενάτα, αλλά και στο δεύτερο μέρος του Προκόφιεφ.
Λέµε συνήθως ότι ο διευθυντής ορχήστρας πρέπει να είναι καλός ακροατής την ώρα που διευθύνει. Τι ψάχνετε εκείνη την ώρα: την κρυµµένη ενέργεια που αλλάζει από στιγµή σε στιγµή;
Αυτό προσπαθώ τουλάχιστον. Ο διευθυντής ορχήστρας πρέπει να καθοδηγεί προφανώς, αλλά γι’ αυτό ακριβώς οφείλει να δίνει χώρο στους μουσικούς ή να τους οδηγεί στο επόμενο βήμα. Δεν μπορεί, λοιπόν, να είναι «ενδοτικός» ή ανεκτικός ακροατής. Πρέπει να είναι ο οδηγός στο μονοπάτι.
Τον περασµένο µήνα η Βασιλική Οπερα του Λονδίνου, όπου είστε διευθυντής, εγκαινίασε την υπηρεσία streaming προσφέροντας 45 παραστάσεις όπερας. Πιστεύετε προσωπικά ότι τέτοιες πρωτοβουλίες µπορούν να φέρουν πιο κοντά στο είδος ένα συγκεκριµένο ακροατήριο;
Το πρώτο που θέλω να πω είναι ότι τίποτε δεν μπορεί να αντικαταστήσει μια παράσταση που παρακολουθείς «ζωντανά». Από την άλλη, όταν έχεις ήδη χτίσει μία συλλογή και η τεχνολογία επιτρέπει την παρακολούθηση με πολύ καλούς όρους, δεν μπορείς να κάνεις πίσω. Προτιμώ να βλέπω κάθε μαγνητοσκοπημένη παράσταση ως συμπληρωματική στην πραγματική, ειδικά όταν η πρώτη συνοδεύεται από εκπαιδευτικό υλικό για την ιστορία και την παραγωγή κάθε όπερας.
Το γεγονός ότι είστε παιδί μεταναστών, από την Ιταλία στις ΗΠΑ, επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο σταθήκατε μέσα στην όπερα και τη συνεργασία σας με τους καλλιτέχνες;
Με μια έννοια, ναι, επηρέασε ακόμη και την «ηθική της εργασίας» μου. Εμαθα να δουλεύω πολύ σκληρά από πολύ νωρίς – αυτό είναι γεγονός. Ηταν ο μόνος τρόπος να πετύχω κάποια πράγματα και αυτό σίγουρα αφορά την οικογενειακή διαδρομή. Την ίδια στιγμή, συνειδητοποίησα ότι ενώ η μουσική έχει όλα αυτά τα ποιητικά και συναισθηματικά στοιχεία, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Τουλάχιστον για όποιον θέλει να καταφέρει κάτι καλό. Θεωρούσα πάντα ότι όλοι οι μουσικοί έχουν ταλέντο. Το ζήτημα είναι μέχρι ποιο σημείο «απλώνεις» αυτό το ταλέντο.
Τι επιλέγετε μέσα στην ημέρα για να «αποφορτίσετε» την ένταση της μουσικής διεύθυνσης;
Μ’ αρέσoυν η τηλεόραση, το φαγητό και το ποτό και η ανάγνωση. Μ’ αρέσει, όμως, και η μουσική μελέτη. Για έναν μαέστρο αυτό σημαίνει ότι μελετάει στην ησυχία του σπιτιού του. Η σιωπή είναι από τα πιο σημαντικά εργαλεία για έναν διευθυντή ορχήστρας, όταν απομακρύνεται από τον ήχο της ορχήστρας. Είναι το πιο γλυκό φάρμακο. Αν και μέσα στη σιωπή υπάρχει ήχος: μέσα στο κεφάλι σου. Αυτός είναι που εκπαιδεύει τα αφτιά και το συναίσθημα για να αποκωδικοποιήσεις τη μουσική.
Τι είδους βιβλία διαβάζετε, λοιπόν;
Τα τελευταία χρόνια επέλεγα μεγάλα ρωσικά μυθιστορήματα, όπως του Ντοστογέφσκι ή του Τολστόι, αλλά και του Τουργκένιεφ. Μ’ αρέσουν όμως και οι βιογραφίες μουσικών, γεγονός που έχει να κάνει βέβαια με τη δουλειά μου.
Είναι βοηθητικές οι βιογραφίες στη μελέτη των έργων που επιλέγετε;
Θα μπορούσαν να είναι, ειδικά όταν θέλεις να μάθεις τι είδους έργα έγραφε ένας συνθέτης σε μια συγκεκριμένη εποχή και πώς επηρεάστηκε πιθανότατα από αυτήν. Δεν σημαίνει ότι βοηθούν όλες πάντως.
Αν επιστρέψουμε στη δεκαετία του 1970, όταν εσείς ενηλικιώνεστε, κατά πόσο είστε «παιδί της εποχής σας», λοιπόν; Ακούγατε Ντέιβιντ Μπόουι ή Ντίλαν ή Ρόλινγκ Στόουνς;
A, βέβαια, όλα αυτά τα ονόματα. Κυρίως, όμως, τους Earth, Wind and Fire (σ.σ.: αμερικανικό συγκρότημα, η μουσική του οποίου εκτείνεται σε jazz, R&B, soul, funk, disco, pop, Latin και Afro pop) και τους T-Rex. Οι φίλοι μου κι εγώ μεγαλώσαμε με αυτά τα ακούσματα, που τότε σήμαιναν πολλά για εμάς. Ηταν μια μουσική επανάσταση, κάτι τεράστιο και πολύ σημαντικό στις ζωές μας.
Τον επόμενο χρόνο αποχωρείτε από τη Βασιλική Οπερα για να αναλάβετε το πόστο του διευθυντή στη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου. Συνεχίζει να είναι το Λονδίνο η καλλιτεχνική μητρόπολη μετά το Brexit;
Χωρίς αμφιβολία. Υπάρχουν πολλές ορχήστρες υψηλής ποιότητας και το θέατρο συνεχίζει να είναι το καλύτερο στον κόσμο. Το Brexit σίγουρα προκάλεσε εμπόδια στις μετακινήσεις μας και τις συνεργασίες με συγκεκριμένους οργανισμούς, αλλά οι περισσότεροι βρήκαμε τον δρόμο για να συνεχίσουμε.
Ποιος είναι ο ήχος της Ορχήστρας Δωµατίου της Ευρώπης; Ποιο είναι το χαρακτηριστικό που τη διακρίνει;
Πρώτα απ’ όλα, μιλάμε για μια μικρή συμπαγή ορχήστρα και αποτελείται από ένα μείγμα νέων και πιο έμπειρων μουσικών. Ορισμένοι από τους τελευταίους παίζουν σε αυτήν ήδη από την ίδρυσή της με τον Αμπαντο. Αποτελούν το κομμάτι της ιστορικής μνήμης που μεταφέρει και τα εχέγγυα της ποιότητας. Από την άλλη, υπάρχει η φρεσκάδα των νεότερων μελών και, φυσικά, η διεθνής ταυτότητα της ορχήστρας.
Υπάρχει κάποια όπερα που δεν έχετε ανεβάσει και επιστρέφετε εκεί ως φιλοδοξία;
Στην πραγματικότητα, θα ήθελα να ανεβάσω ξανά κάποιες όπερες, όπως το «Πελλέας και Μελλισάνθη» του Ντεμπισί ή τον «Μπορίς Γκοντουνόφ» του Μουσόργκσκι. Το κάνω συνήθως με την ιταλική όπερα. Μόλις ηχογράφησα την «Τουραντότ», την οποία θα ανεβάσουμε τον ερχόμενο Φεβρουάριο στο Κόβεντ Γκάρντεν. Τον «Τροβατόρε», επίσης, στο τέλος της σεζόν. Καμιά φορά βρίσκω πιο ενδιαφέρον να «ξαναδιαβάζω» τις όπερες παρά να ψάχνω κάτι καινούργο.