Ηταν Οκτώβριος του 2009. Στην Προύσα, γύρω από το ποδοσφαιρικό γήπεδο της πόλης επικρατούσαν δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, παρότι ο αγώνας δεν είχε μεγάλη αθλητική σημασία για τις αντίπαλες ομάδες – τις Εθνικές της Τουρκίας και της Αρμενίας. Αλλα ήταν τα σημαντικά. Οπως η παρουσία στο γήπεδο του προέδρου της Σερζ Σαρκισιάν, ο οποίος έναν μήνα νωρίτερα είχε καλέσει στο Γερεβάν για τον πρώτο αγώνα των δύο ομάδων τον τότε πρόεδρο της Τουρκίας Αμπντουλάχ Γκιουλ – η υψηλότερη επαφή από το 1993. Εκείνες οι επισκέψεις για τους ποδοσφαιρικούς αγώνες εγκαινίασαν τη «διπλωματία του ποδοσφαίρου» μεταξύ των δύο χωρών, η οποία οδήγησε στην ιστορική συμφωνία σύναψης διπλωματικών σχέσεων και ανοίγματος των μεταξύ τους συνόρων εντός δύο μηνών.
Μια ανάσα μάς χωρίζει από την αυριανή έναρξη του Παγκόσμιου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου 2022 στο Κατάρ. Η ίδια η διεξαγωγή του Μουντιάλ στο μικρό αραβικό εμιράτο είναι από μόνη της η επιβεβαίωση ότι η διπλωματία του ποδοσφαίρου έχει πάρει πλέον τεράστιες διαστάσεις. Παρά τα όσα ακούστηκαν για τη διαδικασία ανάληψης των αγώνων και παρά τις καταγγελίες για θανάτους χιλιάδων εργαζομένων στα στάδια που χτίστηκαν, το Κατάρ επένδυσε περισσότερα από 200 εκατομμύρια δολάρια για να ενισχύσει την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό. «Οποιαδήποτε χώρα διοργανώνει ένα μεγάλο διεθνές γεγονός, όπως το Μουντιάλ, επωφελείται από την τεράστια κάλυψη των διεθνών media. Είναι η πρώτη μεγάλη νίκη. Το να κερδίσεις στο γήπεδο είναι σημαντικό, αλλά το να διοργανώνεις ένα τόσο μεγάλο γεγονός είναι ήδη μια τεράστια νίκη. Τα παραδοσιακά ΜΜΕ, τα social media, τα ραδιόφωνα και η τηλεόραση έχουν δημιουργήσει ένα γήπεδο με αναρίθμητες θέσεις», εξηγεί ο Πασκάλ Μπονιφάς, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών και Στρατηγικών Σχέσεων του Παρισιού.
Ισως γι’ αυτό η FIFA έχει πάνω από διακόσια κράτη – μέλη, περισσότερα μέλη πλέον από τα Ηνωμένα Εθνη. Το ποδόσφαιρο χρησιμοποιείται συχνά ως δείκτης διεθνούς νομιμότητας. Μία από τις πρώτες πράξεις που επιδιώκουν να επιτύχουν οι νέες ανεξάρτητες χώρες στη διεθνή σκηνή είναι να ενταχθούν στη FIFA. Η ανεξαρτησία της Γκάνας το 1957 πυροδότησε ένα κύμα αφρικανικής αποαποικιοποίησης και η αίτηση της χώρας για ένταξη στη FIFA λίγο αργότερα ξεκίνησε μια αντίστοιχη κίνηση από πολλές αφρικανικές χώρες που άρχισαν να αποκτούν την ανεξαρτησία τους. Κι αυτό λέει πολλά.
Το ποδόσφαιρο είναι μια κοινή γλώσσα και τη χρησιμοποιούν συμβολικά όλοι. Ακόμα και ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο πρόεδρος της Ρωσίας, που φιλοξένησε το Μουντιάλ του 2018, κατά την ιστορική συνάντησή του εκείνη τη χρονιά με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, του χάρισε μια μπάλα ποδοσφαίρου – την οποία ο ανίδεος από το συγκεκριμένο άθλημα Τραμπ δεν ήξερε τι να την κάνει και την έδωσε στην έκπληκτη Μελάνια – λέγοντάς του «τώρα η μπάλα είναι στο δικό σας γήπεδο», αναφερόμενος στη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου το 2026 από τις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Μεξικό.
Ομως η μπάλα έπαιζε ρόλο στις διεθνείς σχέσεις πολύ νωρίτερα. Αρκεί να θυμηθούμε την εκεχειρία των Χριστουγέννων του 1914, όταν βρετανοί, γάλλοι και γερμανοί στρατιώτες σταμάτησαν να πολεμούν και οργάνωσαν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα ανάμεσα από τα χαρακώματα. Στις 4 Ιουλίου 1954, η Δυτική Γερμανία γιόρτασε δύο αξιοσημείωτα αθλητικά επιτεύγματα. Στη Ρεμς, τα αυτοκίνητα της Mercedes Benz, σηματοδοτώντας τη μεταπολεμική επιστροφή της εταιρείας στον αθλητισμό, κατέλαβαν τις δύο πρώτες θέσεις στον αγώνα αυτοκινήτου Γκραν Πρι της Γαλλίας. Στη Βέρνη της Ελβετίας, ένα γκολ στις καθυστερήσεις έδωσε στη δυτικογερμανική ομάδα ποδοσφαίρου τη νίκη με 3-2 επί των μέχρι τότε αήττητων Ούγγρων στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Και τα δύο γεγονότα γιορτάστηκαν ως κάτι πολύ περισσότερο από αθλητικές επιτυχίες. Οπως κατέγραψαν τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης, χαιρετίστηκαν ως πολιτικοί και διπλωματικοί θρίαμβοι για ένα έθνος που ηττήθηκε στον πόλεμο. Οπως έγραψαν οι γερμανικές εφημερίδες της εποχής, ήταν «μία από τις πρώτες φορές που οι Γερμανοί θυμήθηκαν τη χαρά τού να ανήκεις σε αυτό το έθνος έπειτα από πολύ καιρό».
Στις 23 Αυγούστου 1955, η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου των Ηνωμένων Πολιτειών προσγειώθηκε στην αεροπορική βάση Κέφλαβικ στο νοτιοδυτικό άκρο της Ισλανδίας. Τα τρία παιχνίδια που έδωσαν οι Αμερικανοί εκεί είχαν διοργανωθεί από τον Λευκό Οίκο, με στόχο τη δημιουργία καλύτερων σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών – ήταν η εποχή που η ισλανδική κοινή γνώμη αντιδρούσε έντονα στην αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο Κέφλαβικ. Την επόμενη χρονιά πραγματοποίησε περιοδεία στις ΗΠΑ η ισλανδική εθνική ομάδα και τα παιχνίδια αναδείχθηκαν εκτενώς στον Τύπο της Ισλανδίας, ασχέτως πολιτικής τοποθέτησης. Η ένταση εκτονώθηκε σε σημαντικό βαθμό.
Το 1967, ενώ έβραζε ο πόλεμος στο Βιετνάμ, η αυστραλιανή ποδοσφαιρική ομάδα στάλθηκε στο Νότιο Βιετνάμ από την κυβέρνηση της Καμπέρα για να πάρει μέρος στο Τουρνουά της Εθνικής Ημέρας στη Σαϊγκόν, το οποίο και κέρδισε την ώρα που αιματηρές μάχες εξελίσσονταν όχι πολύ μακριά. Ο τότε αρχηγός της ομάδας Τζόνι Γουόρεν αργότερα κατήγγειλε την κυβέρνηση της χώρας του ότι είχε στείλει τους ποδοσφαιριστές εκεί για να εδραιώσει τη θέση της κυβέρνησης του Νότιου Βιετνάμ.
Τον Μάρτιο του 1969 ο ισπανός πρεσβευτής στην Τύνιδα Αλφόνσο ντε λα Σέρνα ενημέρωνε το υπουργείο Εξωτερικών στη Μαδρίτη ότι τον Μάιο είχε οργανωθεί ένα διεθνές τουρνουά ποδοσφαίρου, στο οποίο θα συμμετείχαν ομάδες όπως η Ιντερ Μιλάνου, η Μπενφίκα και η Ντιναμό Μόσχας. Ο πρεσβευτής έγραψε για να ενημερώσει τον υπουργό για τη σημασία που θα μπορούσε να έχει η παρουσία της Ρεάλ Μαδρίτης σε αυτό το τουρνουά, τονίζοντας ότι θα μπορούσε να αποτελέσει «ένα θετικό στοιχείο και έναν τονωτικό παράγοντα» των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Ισπανίας και των χωρών του Μάγρεμπ. Η ισπανική εξωτερική πολιτική χρησιμοποίησε συχνά το ποδόσφαιρο ως διπλωματικό εργαλείο, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών της δικτατορίας του Φράνκο, καθώς ο στρατηγός πίστευε ότι η μπάλα μπορεί να αποτελέσει μέσο για τη διεθνή νομιμοποίησή του.
Πολύ πιο πρόσφατα, το 2007, όταν η FIFA ανακοίνωσε επίσημα τη Βραζιλία ως οικοδέσποινα του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 2014, ο τότε πρόεδρος Λούλα ντα Σίλβα πανηγύρισε ένα επίτευγμα των διπλωματικών προσπαθειών της χώρας του που είχαν ξεκινήσει το 2003, όταν άρχισε να επικαλείται συχνά μια ρητορική για την εθνική ταυτότητα που στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στο ποδόσφαιρο.
Κάθε χώρα πλάθει με τους δικούς της μύθους μια ιστορία γύρω από το πιο δημοφιλές άθλημα στον κόσμο. Γι’ αυτό το Κατάρ, παρά τις πολλές αντιδράσεις και τις καταγγελίες για τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα – τη θέση των γυναικών ή την καταπίεση των ομοφυλοφίλων -, επέμεινε τόσο πολύ στη διεκδίκηση της διοργάνωσης. Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα Μουντιάλ εμπλέκεται με την πολιτική. Το 1934, τη δεύτερη φορά που διεξήχθη το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, φιλοξενήθηκε στην Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι. Και όταν το 2018 έγινε στη Ρωσία, η Αγγλία και η Ισλανδία απάντησαν με διπλωματικά μποϊκοτάζ. Αλλά η τελευταία φορά που το τουρνουά προκάλεσε τόσο δυνατές εκκλήσεις για μποϊκοτάζ από τους συμμετέχοντες ήταν το 1978 για το Παγκόσμιο Κύπελλο στην Αργεντινή, όταν τη χώρα κυβερνούσε στρατιωτική χούντα.
Η εκστρατεία εμφανίστηκε πρώτα στην Ευρώπη, με επικεφαλής εξόριστους Αργεντινούς στο Παρίσι. Η γαλλική εφημερίδα «Le Monde» επισημοποίησε τη θέση της με ένα κύριο άρθρο που υποστήριζε ότι η εθνική ομάδα δεν έπρεπε να ταξιδέψει στο Παγκόσμιο Κύπελλο, ενώ επιτροπές μποϊκοτάζ ιδρύθηκαν στην Ισπανία και την Ολλανδία. Οι παίκτες, ωστόσο, δεν συμφωνούσαν. Το αστέρι της Εθνικής Γαλλίας, Μισέλ Πλατινί, είχε διακηρύξει: «Αν χρειαστεί, θα κολυμπήσω για να φτάσω στο Παγκόσμιο Κύπελλο».