«Εντυπωσιακή» χαρακτηρίζει τη «βουτιά» που κάνει το ελληνικό δημόσιο χρέος ο Βίτορ Γκασπάρ, διευθυντής Δημοσιονομικών Υποθέσεων του ΔΝΤ, υπογραμμίζοντας, όμως, ταυτόχρονα ότι συνεχίζει να αποτελεί το κύριο ευάλωτο σημείο. Οπερ και συνιστά να συνεχιστεί η συνετή δημοσιονομική πολιτική προκειμένου να μειωθούν οι κίνδυνοι. Στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο Γκασπάρ, ο οποίος ήταν στις Βρυξέλλες πρόσφατα για να συμμετάσχει σε συζήτηση του Bruegel, μιλά επίσης για την πρόταση της Κομισιόν για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες.
Η συζήτησή μας ξεκίνησε από μια σύγκριση μεταξύ της πρότασης της Κομισιόν για τους νέους κανόνες και της εισήγησης του ΔΝΤ. «Και οι δύο προτάσεις τονίζουν ότι πρέπει να έχουμε μια προσέγγιση δημοσιονομικού κινδύνου που ξεκινά από την αξιολόγηση του κινδύνου του δημόσιου χρέους και διαμορφώνει την απάντηση της δημοσιονομικής πολιτικής στο μέγεθος αυτών των κινδύνων. Απλοποιούν το πλαίσιο εστιάζοντας σε έναν ενιαίο λειτουργικό στόχο, ένα πολυετές όριο δημόσιων δαπανών. Χρησιμοποιούν την εξέλιξη του δημόσιου χρέους ως το επίκεντρο μιας αναλυτικής στήριξης που προσπαθεί να προσφέρει ένα ασφαλές επίπεδο χρέους και να δημιουργήσει επαρκή δημοσιονομικό χώρο για ελιγμούς για την αντιμετώπιση διαφόρων προκλήσεων που πρέπει να αντιμετωπίσει η δημοσιονομική πολιτική. Συμφωνούμε με τη σημασία της εθνικής ιδιοκτησίας, τη σημασία της ενίσχυσης των θεσμών σε εθνικό επίπεδο και τη διαχείριση της αλληλεπίδρασης μεταξύ εθνικού και ευρωπαϊκού επιπέδου σε ένα πλήρως διαφανές πλαίσιο. Μια διαφορά είναι ότι η πρόταση του ΔΝΤ τονίζει επίσης τη σημασία μιας κεντρικής δημοσιονομικής ικανότητας που θα επιτρέπει τη συμπληρωματικότητα μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα σε μια διαδικασία που ελπίζουμε να δημιουργήσει σταθερή συναίνεση μεταξύ της Κομισιόν και των κρατών-μελών σε ένα πλαίσιο που θα προσφέρει βιώσιμη, ανθεκτική και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη στην Ευρώπη. Για να φτάσουμε εκεί, θα χρειαστεί πρόοδος τις επόμενες εβδομάδες και μήνες» επισημαίνει.
ΟΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ.
Κατά την άποψή του, «είναι σημαντικό το πλαίσιο να βοηθήσει τη δημοσιονομική πολιτική να αποδώσει στη διαρθρωτική της πολιτική και στην τρέχουσα κατάσταση στην Ευρώπη. Οι προτεραιότητες της δημοσιονομικής πολιτικής περιλαμβάνουν την ενεργειακή ασφάλεια, τον πράσινο μετασχηματισμό, την ψηφιοποίηση, τη διασφάλιση ότι η δημοσιονομική πολιτική αποτελεί μέρος μιας αρχιτεκτονικής για μια ανθεκτική κοινωνία» επεξηγεί.
Επισημαίνει ότι η «ισχυρή και γρήγορη απάντηση» της δημοσιονομικής πολιτικής στην πανδημία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δημοσιονομική πολιτική έχει γίνει πιο ενεργή. «Προκειμένου αυτός ο ενισχυμένος ρόλος της δημοσιονομικής πολιτικής να είναι συμβατός με τη βιωσιμότητα του χρέους, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τη συνολική μικροοικονομική σταθερότητα, να συμβάλει σε μια ανθεκτική κοινωνία, όσο πιο ενεργός είναι ο ρόλος της δημοσιονομικής πολιτικής τόσο μεγαλύτερα πρέπει να είναι τα δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας. Οι δημοσιονομικοί κανόνες βοηθούν τις χώρες να δημιουργήσουν αυτά τα αποθέματα ασφαλείας. Ωστόσο, το πλαίσιο είναι πολύ διαφορετικό από το παρελθόν. Σκεφτείτε την τρέχουσα πρόκληση για τον πληθωρισμό, το ζήτημα σχετικά με τη διαδοχή ενός ομολογιακού σοκ που επηρεάζει την οικονομία, επομένως οι δημοσιονομικοί κανόνες πρέπει να ταιριάζουν με τον στόχο στο νέο πλαίσιο».
Ποιος είναι αυτός ο στόχος; «Η ΕΕ αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή δύσκολους συμβιβασμούς. Στις ετήσιες συναντήσεις του Ταμείου, η γραμμή μας ήταν ότι οι κεντρικές τράπεζες, όπως η ΕΚΤ, θα πρέπει να παραμείνουν στην πορεία αντιμετώπισης του πληθωρισμού. Σε μια κατάσταση όπου η δημοσιονομική πολιτική αποσύρεται από τα πανδημικά επίπεδα, η ευθυγράμμιση της σύσφιξης της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής ταυτόχρονα με μια κατάσταση όπου οι ιδιωτικές δαπάνες αυξάνονται παρέχει ένα από τα καλύτερα περιβάλλοντα χαμηλού κόστους που σχετίζεται με την έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο επιμένουμε στην απαίτηση να υπάρχει ένα κατάλληλο μείγμα πολιτικών σε αυτή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή».
Η ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ.
Επεξηγεί ότι «το 2020 η δημοσιονομική και νομισματική πολιτική ενήργησαν δυναμικά. Το 2021 η δημοσιονομική πολιτική άρχισε να αποσύρει τη στήριξη στις περισσότερες χώρες, ενώ η νομισματική πολιτική παρέμενε αμετακίνητη. Το 2022 η νομισματική πολιτική μετακινήθηκε για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού ενώ η δημοσιονομική πολιτική συνέχισε να σφίγγει. Η σύμπτωση νομισματικής και δημοσιονομικής σύσφιξης παρέχει ένα περιβάλλον όπου είναι δυνατές σχετικά χαμηλού κόστους διαδρομές αποπληθωρισμού. Αυτή η διαδικασία συνεχίζεται το 2022 και το 2023. Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός συνοδεύεται από κρίση κόστους ζωής και στην Ευρώπη αφορά κυρίως την ενεργειακή κρίση».
Στη βάση αυτή προτείνει ότι τα μέτρα στήριξης «θα πρέπει να είναι έγκαιρα, στοχευμένα και προσωρινά, να συνάδουν με την κατάλληλη γενική δημοσιονομική πολιτική και να είναι ανθεκτικά στην πιθανότητα οι τρέχουσες διαταραχές να αποδειχθούν πιο επίμονες από ό,τι αναμενόταν. Το έγκαιρο, στοχευμένο και προσωρινό είναι κάτι που επιμένουμε στο πλαίσιο της ενεργειακής κρίσης».
Πώς βλέπει τη δημοσιονομική θέση της Ελλάδας; «Η κύρια ευαλωτότητα της Ελλάδας προέρχεται από τον υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Το μέγεθος είναι εντυπωσιακό αν δούμε το μέγεθος του 2021 που ήταν σχεδόν 200% του ΑΕΠ. Μετά το 2021 και το 2022, ως αποτέλεσμα της ισχυρής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ που συνδέθηκε στην Ελλάδα με τον υψηλό πληθωρισμό όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και ισχυρή πραγματική ανάπτυξη, ο δείκτης προβλέπεται να μειωθεί περισσότερο από 20% του ΑΕΠ και αυτό είναι ένα εντυπωσιακό νούμερο. Ωστόσο, συνιστούμε να συνεχιστεί η συνετή δημοσιονομική πολιτική προκειμένου να μειωθούν οι κίνδυνοι του δημόσιου χρέους. Εάν μια τέτοια συνετή δημοσιονομική πολιτική μοιραστεί σε όλα τα μέλη της ευρωζώνης, θα συνέβαλλε σε ένα κατάλληλο μείγμα πολιτικών που θα βοηθούσε την ΕΚΤ να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο εγκαίρως. Οσον αφορά την Ελλάδα, σημειώνουμε ότι ο στόχος του προϋπολογισμού για το 2023 είναι πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ, το οποίο αντικατοπτρίζει μια σημαντική προσαρμογή σε σχέση με το σημαντικό έλλειμμα που εξακολουθούσε να ισχύει σύμφωνα με τις εκτιμήσεις για το 2022».