Είναι η αληθινή ιστορία εξόδου ενός παιδιού από το Αφγανιστάν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 μετά την εισβολή των Σοβιετικών στη χώρα του. Ενα ομηρικό ταξίδι προς την ελευθερία που κρύβει μέσα του τον πόνο του αποχωρισμού, τις δυσκολίες της προσφυγιάς και την ανησυχία του μέλλοντος. Ενα τραύμα από το παρελθόν του, το οποίο πρέπει να διαχειριστεί για πρώτη φορά ο 36χρονος πλέον Αμίν, κάτοικος Δανίας, ακαδημαϊκός, εάν θέλει να προχωρήσει και να παντρευτεί τον σύντροφό του. Αυτό είναι το «Flee», η ταινία του Γιόνας Ποέρ Ρασμούσεν, το ντοκιμαντέρ animation που στα περυσινά Οσκαρ έγραψε ιστορία αφού έγινε η πρώτη παραγωγή που κέρδισε υποψηφιότητα στις κατηγορίες Ντοκιμαντέρ, Διεθνούς Ταινίας και Animation. Η «Φυγή», όπως τιτλοφορείται στα ελληνικά, παράλληλα, απέσπασε το Ευρωπαϊκό Βραβείο Κινηματογράφου στις κατηγορίες animation και ντοκιμαντέρ. Με αφορμή την κυκλοφορία της στις ελληνικές αίθουσες από τη Strada Films, συνομιλήσαμε με τον Μίκελ Σόμερ, σχεδιαστή χαρακτήρων του «Flee», και τη Δανάη Κατωπόδη που είχε τη διεύθυνση παραγωγής, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινουμένων Σχεδίων Animasyros 15 τον περασμένο Σεπτέμβριο όπου το φιλμ κέρδισε το Βραβείο Κοινού.
Γιατί αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την ταινία;
Μίκελ Σόμερ: Μου έστειλαν το σενάριο από το στούντιο και το υλικό, και το βρήκα πολύ συγκινητικό. Στην αρχή δεν είχα ιδέα ότι θα εκτοξευόταν έτσι και θα γινόταν τόσο μεγάλο το φιλμ. Αλλά σίγουρα ήξερα ότι μιλούσε για σημαντικά θέματα, κι αυτό ήταν κάτι με το οποίο ήθελα να ασχοληθώ.
Δανάη Κατωπόδη: Πρώτα απ’ όλα, μου άρεσε πολύ το είδος του animation που κάνουν τα στούντιο και ο δημιουργός. Ηθελα λοιπόν να δουλέψω μαζί τους και έτυχε να το κάνουμε στο συγκεκριμένο έργο, το οποίο είναι ένα ντοκιμαντέρ κινουμένων σχεδίων. Ηταν κάτι που ήθελα πραγματικά να δουλέψω από το πανεπιστήμιο επειδή σπούδασα κινούμενα σχέδια και έγραψα μια μικρή διατριβή για τα ντοκιμαντέρ κινουμένων σχεδίων. Οταν πήγα στη Δανία για τη συνέντευξη και μου έδειξαν το προκαταρκτικό τρέιλερ και γνώρισα λίγο την ιστορία, ένιωσα ότι ήθελα πολύ να το κάνω γιατί είναι κάτι πολύ σημαντικό. Είναι μια σημαντική ιστορία που πρέπει να μοιραστούμε και ήθελα να είμαι μέρος της.
Πιστεύετε ότι τώρα που η μεταναστευτική κρίση κορυφώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο, αυτή η ιστορία μιλάει για κάθε μετανάστη που αφήνει τη χώρα του;
Δ.Κ.: Ναι, ελπίζω άτομα που έχουν βιώσει παρόμοια κατάσταση να μπορούν να ταυτιστούν με την ταινία. Ελπίζουμε ότι θα βοηθήσει να προσελκύσουμε περισσότερη προσοχή και περισσότερη έκθεση σε αυτή την κατάσταση. Να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να έχουν περισσότερη συμπόνια και κατανόηση.
Μ.Κ.: Υπάρχει ένα θέμα με τους ανθρώπους. Μερικές φορές νιώθουν ότι πρέπει να δουν τον εαυτό τους σε άλλους για να μπορέσουν να νιώσουν συμπόνια. Ε, αυτό είναι προβληματικό όταν μιλάς για μεγάλα καμπ σε χώρες με πρόσφυγες ή μετανάστες, ένα ζήτημα που είναι πολύ ευρύ και έχει πάρα πολλές διαφορετικές πτυχές. Και κάποιοι από αυτούς περνούν πολύ πιο δύσκολα από άλλους. Οπως τώρα με όλους τους Ουκρανούς. Δεν λέω ότι τα περνούν εύκολα, αλλά είναι λευκοί και χριστιανοί και έρχονται στην Ευρώπη και γίνονται δεκτοί πολύ πιο γρήγορα σε σχέση με άλλους όπως, για παράδειγμα, τους Σύρους. Ελπίζω ότι αυτή η ιστορία είναι πρώτα απ’ όλα πολύ ανθρώπινη και ότι όλοι οι άνθρωποι θα ταυτιστούν μαζί της από όπου κι αν προέρχονται.
Μακάρι γιατί δυστυχώς, οι πόλεμοι σε όλο τον κόσμο δεν σταματούν και οι άνθρωποι πρέπει διαρκώς να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους.
Μ.Κ.: Οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν όσους ζουν στις εστίες των πολέμων όλη τη ζωή τους. Δεν έχουν ιδέα πόσο δύσκολο είναι, ακόμη και στις πιο ήπιες και απαλές ιστορίες μετανάστευσης. Εγώ τώρα έχω συγγενείς που έχουν εγκαταλείψει τη Ρωσία επειδή οι άνδρες αναγκάζονται να στρατευτούν εκεί και δεν τους φέρονται καλά εδώ. Και περνούν πολύ δύσκολα γιατί θεωρούνται εισβολείς. Δεν πρέπει να είναι πολιτικό το θέμα. Θα πρέπει να είναι ανθρώπινο. Ξέρεις, κάποιος δεν επιλέγει να αφήσει ό,τι έχει επειδή θέλει να πάρει χρήματα από κάποιο κράτος ή επειδή θέλει να κλέψει δουλειές. Οχι.
Δ.Κ.: Και νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να θυμόμαστε ως κοινό αυτόν τον ανθρώπινο παράγοντα γιατί ειδικά στην Ελλάδα νιώθω ότι η κατάσταση είναι έντονα πολιτικοποιημένη. Είναι συχνά σαν να λέμε ότι αυτοί οι άνθρωποι χρησιμοποιούνται ως πολιτικά όπλα για να επιβάλουν αυτή ή την άλλη ατζέντα. Επομένως, είναι πολύ σημαντικό να σας υπενθυμίσουμε ότι μιλάμε για ανθρώπους εδώ και τις ζωές τους.
Μ.Κ.: Ακριβώς. Και είναι λυπηρό να βλέπεις αυτούς τους μεγάλους κύκλους που κάνει η Ιστορία. Πριν από μερικά χρόνια έκανα ένα βιβλίο για μια οικογένεια που εστάλη εξορία και εκτοπίστηκε από την Ουκρανία στη Σιβηρία στη σταλινική Σοβιετική Ενωση τη δεκαετία του 1940. Και είναι δυστυχώς εξίσου επίκαιρη αυτή η ιστορία. Αυτό είναι ένα καυτό θέμα. Ελπίζεις ότι οι άνθρωποι θα μάθουν και ότι η συμπόνια μεγαλώνει αλλά ναι, δεν ξέρω αν τελικά γίνεται. Γι’ αυτό λοιπόν είναι σημαντικό να θυμόμαστε να φέρνουμε στο προσκήνιο αυτού του είδους τις ιστορίες και να θυμόμαστε ότι πρέπει να έχουμε συμπόνια.