Ποια ήταν η γενεσιουργός αιτία της «αυτοκρατορίας» με τα οικολογικά στρώματα που ίδρυσε ο Πολ Ευμορφίδης το 1989; Πότε ήταν η τελευταία φορά που οδήγησε αυτοκίνητο ο αντισυμβατικός ιδρυτής της COCO-MAT; Τι απαντά στα σχόλια για την εμφάνισή του στο Προεδρικό Μέγαρο; Θα ξαναφορούσε πέδιλα σε ανάλογη εκδήλωση; Τι τον κάνει να θέλει να ασχοληθεί με τα κοινά και ποια είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, η μοναδική υποχρέωση του ανθρώπου; Αυτά και άλλα πολλά συζητήσαμε τρώγοντας μανταρίνια στον τρίτο όροφο του εργοστασίου όπου κατασκευάζονται τα ξύλινα ποδήλατα, το εμβληματικό προϊόν της εταιρείας με το οποίο ο Πολ Ευμορφίδης έχει ταξιδέψει την Ελλάδα σε κάθε γωνιά της Γης. Από τη γυμνή αφθονία του λακωνικού τοπίου – την αφετηρία και τον προορισμό του, όπως αναφέρει στο ανέκδοτο βιβλίο του που θα κυκλοφορήσει σε μια μορφή εμπνευσμένη από τη σοφία της φύσης -, και συγκεκριμένα ένα στρώμα «θεϊκό», που έφτιαξε η θάλασσα από φύκια στην παραλία της Χαρακιάς και στο οποίο κοιμήθηκε 27 χρονών με μια φίλη, άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του η ιδέα για την εταιρεία του, που ξεκίνησε από τα Πατήσια για να φτάσει να έχει σήμερα σημεία πώλησης από το Τόκιο ως την Κολομβία.
«Ο πρώτος μας εργαζόμενος ήταν ΑμεΑ. Από τότε υπάρχει μια παράδοση» αναφέρει και, ρίχνοντας ένα βλέμμα γύρω στους ανθρώπους από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, κάθε ηλικίας και φυλής, που δίνουν τον ρυθμό στις ραπτομηχανές, συμπεραίνω τι ακριβώς εννοεί. «Οταν βοηθάς τους άλλους, τελικά βοηθάς τον εαυτό σου να έχει γαλήνη. Από μικρός κατάλαβα ότι είμαστε περαστικοί, και αυτό μού το έδειξε με το παράδειγμά του ο πατέρας μου που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Αυτός μού έμαθε τι είναι η ζωή. Ο Τζίμης – έτσι τον είχε βαφτίσει ο αμερικανός νονός του – με τις πρώτες του οικονομίες πήγε και αγόρασε σπίτι στον αδελφό του. Ο αδελφός του κομμουνιστής, ο πατέρας μου δεξιός. Κι ας μην είχαμε εγώ και η μάνα μου να φάμε, κι ας μέναμε σε ένα χαμόσπιτο που δεν ήταν καν δικό μας. Αυτό μού τα είπε όλα στη ζωή», εξηγεί και αμέσως αποκωδικοποιώ γιατί όλοι στο εργοστάσιο τον αποκαλούν «Πολ» και του συμπεριφέρονται σαν ίσοι προς ίσο.
«Δεν έχω αυτοκίνητο»
Στα χαρτιά μπορεί να αναφέρεται ως χρονιά γέννησής του το 1958, πότε όμως γεννήθηκε η πιο επαναστατική εκδοχή του εαυτού του όπως την ξέρουμε σήμερα; «Το αυτοκίνητο υπήρξε ένα αναγκαίο κακό για μένα όταν τα 4 παιδιά μου ήταν μικρά κι έπρεπε να τα πηγαίνω σχολείο από το Καπανδρίτι όπου μέναμε. Αφότου μετακομίσαμε στην Ισπανία, όλες οι μετακινήσεις μου γίνονταν με ποδήλατο. Εδώ και 16 χρόνια δεν έχω αυτοκίνητο. Κι επειδή όσο μεγαλώνω αφαιρώ, έκοψα τελευταία και τα μπατζάκια από τα παντελόνια και τα μακριά μανίκια.
Τίμησα όμως την Πρόεδρο φορώντας μακρύ παντελόνι» αναφέρει σαν να θέλει να το τακτοποιήσει διά παντός, προσθέτοντας: «Δεν πήγε καν το μυαλό μου ότι μπορεί να προκαλέσω ή να προσβάλω κάποιον. Ετυχε να φοράω εκείνη τη μέρα πέδιλα. Είμαι περήφανος Ελληνας από πάνω μέχρι κάτω. Αφού όμως ακόμη είναι σημαντικότερο το έξω από το μέσα, το δάχτυλο από το φεγγάρι και το ρούχο που φοράς από αυτό που πρεσβεύεις και από το αν και με τι βλέμμα κοιτάς τον συνάνθρωπο στα μάτια, σου δηλώνω ότι αν με ξανακαλούσαν σε τέτοια εκδήλωση, θα φορούσα συνειδητά αυτήν τη φορά κάτι ελληνικό, τίμιο, οικολογικό. Κοίτα πόσοι άνθρωποι εδώ γύρω θα πάνε να φάνε το μεσημέρι ένα πιάτο φαΐ χάρη στα πέδιλα που φορούσα».
«Δεν εξάγουμε “Ελλάδα”»
Στις καθημερινές του διαδρομές με το ποδήλατο μοιράζει καλημέρες σαν ένα άτυπο βαρόμετρο της διάθεσης του Ελληνα. «Μια καλημέρα βοηθά την παραγωγή της Ελλάδας», σημειώνει. Ο ίδιος εξάλλου υποστηρίζει ότι «αν υπάρχει μια υποχρέωση στη ζωή είναι να ιδρώνουμε». Το μεγαλύτερό του παράπονο; Οτι δεν εξάγουμε «Ελλάδα». «Από Σπαρτιάτες γίναμε Αθηναίοι και τώρα προσπαθούμε να γίνουμε ψευδοευρωπαίοι. Εχουμε αποποιηθεί μια ταυτότητα πολύ ισχυρή και αντί να εξάγουμε πολιτισμό, εισάγουμε. Η αντιστροφή αυτής της κατάστασης είναι ο λόγος που τελευταία παθιάζομαι με τα πολιτικά θέματα και σκέφτομαι να ασχοληθώ πιο ενεργά με τα κοινά. Στην Ελλάδα εξαρτώμεθα πολύ από τους πολιτικούς και αυτό δεν μου αρέσει καθόλου. Θα ήθελα να ψηφίσω ένα κόμμα που θα απαρτίζεται από ανθρώπους που έχουν ιδρώσει τη φανέλα». Προτού κατέβουμε μαζί τα σκαλιά προς την είσοδο, πληροφορούμαι ότι για ένα σκυλάκι κακοποιημένο που έπαιζε στον χώρο και για ένα δωμάτιο όπου φιλοξενήθηκε ένας άστεγος υπεύθυνη είναι η κόρη του, Εμμα, σημάδι ότι το μικρόβιο δοτικότητας έχει ήδη «προσβάλει» και τη νέα γενιά της φαμίλιας. Κάτι που δικαιολογεί κι ένα από τα πολύχρωμα συνθήματα στους τοίχους της σκάλας που λέει ότι «ο Paul είναι ιδέα και οι ιδέες είναι αθάνατες».