Η γενικότερη αίσθηση που επικρατεί είναι πως εδώ και κάποια χρόνια, παρά τη γενικότερη κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα μας, η ελληνική τζαζ, αυτή δηλαδή που εμπλέκει έλληνες μουσικούς, βρίσκεται σε διαρκή άνθηση.
Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τον αριθμό των live που γίνονται ανά τη χώρα, αλλά και τον αριθμό των δίσκων που κυκλοφορούν – με τον αριθμό αυτών να αυξάνεται κάθε χρόνο που περνάει.
- Διαβάστε επίσης: Λούις Άρμστρονγκ: Ένα πιστόλι για μία τρομπέτα
Το σημαντικότερο, όμως, είναι πως και η ποιότητα αυτής της μουσικής είναι πια σε τόσο υψηλό επίπεδο, που ο χαρακτηρισμός «ελληνική τζαζ» δεν στέκεται «διαχωριστικά», αλλά αντιθέτως μπαίνει στο ευρύτερο πλαίσιο της διεθνούς τζαζ σκηνής και στέκεται επί ίσοις όροις.
Οι χώροι όπου παίζεται η τζαζ μουσική μοιάζουν -ακόμα και σήμερα- με μουσικά παρεκκλήσια, όπου πιστοί – θαμώνες προσέρχονται με ευλάβεια για να παρακολουθήσουν τους μουσικούς να επιδίδονται σε μια ύψιστη μυσταγωγική τελετή.
Πώς λοιπόν φτάσαμε σήμερα η τζαζ να έχει αυτή τη θέση στη σύγχρονη ελληνική μουσική;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η ελληνική τζαζ έχει σχεδόν 100ετή ιστορία, αν συνυπολογίσουμε τις οπερέτες της 10ετίας του ’20, όπως και ορισμένες επιθεωρήσεις από την ίδια εποχή, που πρώτες εκείνες εμφάνισαν τζαζ στοιχεία στα τραγούδια τους.
Αυτόν τον σχεδόν ένα αιώνα η ελληνική τζαζ, έχει περάσει από σαράντα κύματα πριν μετατραπεί, την τελευταία -περίπου- 15ετία, σε ένα ευρύτατο καλλιτεχνικό σώμα που ενδιαφέρει ακροατές και θεατές, παραγωγές και media.
Πιθανότατα τίποτα από τα παραπάνω δεν θα είχε συμβεί αν ένας άνθρωπος δεν έπαιρνε πριν από πολλά χρόνια, την απόφαση που άλλαξε για πάντα την πορεία της τζαζ μουσικής στην Ελλάδα.
Ο λόγος για τον Γιώργο Μπαράκο, ο οποίος το 1974 άνοιξε στην Αθήνα, στην πλατεία Ραγκαβά της Πλάκας, το πρώτο κλαμπ αφιερωμένο στην τζαζ μουσική.
O χώρος λειτούργησε σαν καταφύγιο για τους λάτρεις αυτού του μουσικού είδους αλλά και σα χώρος μύησης για τους καινούργιους. Μουσική από τη δισκοθήκη του ιδιοκτήτη καθώς και περιοδικά και βιβλία για την τζαζ, κυρίως από το εξωτερικό, έδιναν την αφορμή για ατέλειωτες συζητήσεις.
Το πρώτο ελληνικό τζαζ κλαμπ
Το μπαρ του Μπαράκου αποτέλεσε το απόλυτο στέκι όσων αγαπούσαν την τζαζ. Μάλιστα, επρόκειτο για μια παρέλαση καταξιωμένων καλλιτεχνών και παθιασμένων ανθρώπων για αυτό το νέο μουσικό είδος που στην Ελλάδα βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα.
Στου Μπαράκου έγιναν ζωντανές εμφανίσεις ελληνικών και ξένων μουσικών σχημάτων. Στις 15 Απριλίου 1979 ηχογραφήθηκε ζωντανά στο κλαμπ ο πρώτος δίσκος σύγχρονης τζαζ στην Ελλάδα με τίτλο «Αυτοσχεδιάζοντας στου Μπαράκου».
Στο διπλό δίσκο βινυλίου που κυκλοφόρησε οι νεοεμφανιζόμενοι τότε, Θεσσαλονικείς, Σάκης Παπαδημητρίου στο πιάνο και Φλώρος Φλωρίδης στο σαξόφωνο και στο κλαρινέτο αποτύπωσαν την ατμόσφαιρα εκείνης της βραδιάς όπου συνδύασαν την αβαντγκάρντ με την παραδοσιακή μουσική, δίνοντας χαρακτηριστικούς τίτλους όπως: περίπου καλαματιανός, δημοτικός αυτοσχεδιασμός, ο τσομπανάκος, παράφραση του εθνικού ύμνου κ. ά
Στου Μπαράκου έπαιξε -ανάμεσα σε πολλούς άλλους- και ο γεννημένος στην Πολωνία το 1939 πρωτοπόρος της σύγχρονης Polski Jazz σαξοφωνίστας Zbigniew Namyslowski, που ήρθε στην Ελλάδα για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1983. Στην Αθήνα ηχογράφησαν το LP «Plaka Nights», μια αναφορά στις πλακιώτικες νύχτες τους στου Μπαράκου.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το μπαρ του Μπαράκου κλείνει. «Το Τζαζ Κλαμπ κλείνει στις 23 Νοεμβρίου του 1983. Έχω ακόμη ολοζώντανα στη μνήμη μου τα αστυνομικά όργανα που με έβγαλαν δια της βίας έξω από το κλαμπ και το σφράγισαν. Είχα ζητήσει μερικές μέρες παράτασης της λειτουργίας του λόγω του προγράμματος συναυλιών του Γάλλου σαξοφωνίστα Daunik Lazro και του πιανίστα Θωμά Σλιώμη. Είχαν κανονιστεί πολύ πριν ανακοινωθεί το σχέδιο για την ‘εξυγίανση’ της Πλάκας. Το όλο γεγονός συνέβη επί υπουργίας Τρίτση. Είχα κάνει τότε προσπάθειες να τον δω στο υπουργείο, αλλά πάντα απουσίαζε εκτός Ελλάδος, όπως μου έλεγαν. Μίλησα με κάποιον ιδιαίτερό του. Του άφησα κι ένα υπόμνημα, όπου του εξηγούσα περί τίνος επρόκειτο. Δυστυχώς, δεν έγινε τίποτα» θα πει 7 χρόνια μετά στο περιοδικό «Μουσική» ο Γιώργος Μπαράκος.
Ο Μπαράκος θα προσπαθήσει για λίγο να μεταφέρει το κλαμπ του στην Κυψέλη, όμως κι εκείνον τον χώρο θα τον έκλεινε η αστυνομία. Την ίδια στιγμή έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται τα νέα τζαζ στέκια (Ινστιτούτο Γκαίτε, Half Note κ.ά.) και να σχηματίζονται τα πρώτα συγκροτήματα του συγκεκριμένου είδους.
Κάπως έτσι το κοινό έχει πλέον τη δυνατότητα να παρακολουθεί τους ξένους και εγχώριους καλλιτέχνες.
Η «γενιά» του Μπαράκου και η κληρονομιά του
Η γενιά που δημιούργησε το τζαζ κλαμπ του Μπαράκου, έμεινε ζωντανή και μετά το κλείσιμο του θρυλικού αυτού κλαμπ.
Το χρόνια που ακολούθησαν το επίπεδο και η ποιότητα των μουσικών και της μουσικής συνεχώς καλυτέρευε κι αυτό σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι αποτέλεσμα της εκπαίδευσης –όχι μόνο από τη φοίτηση σε μεγάλες και αναγνωρισμένες σχολές του εξωτερικού, αλλά κυρίως από το ότι εδώ και χρόνια η μουσική έχει περάσει σοβαρά στη μέση και την ανώτατη παιδεία της χώρας μας.
Η «γενιά» του Μπαράκου, οι άνθρωποι που αγάπησαν την τζαζ μέσα στο μαγαζί του, θα δημιουργήσουν σχολές και θα αρχίσουν να διδάσκουν τις επόμενες γενιές που δυστυχώς δεν πρόλαβαν το τζαζ κλαμπ.
Τα αποτελέσματα, τα βλέπουμε και τα ακούμε συνεχώς στους μουσικούς και στα γκρουπ που εμφανίζονται σε σκηνές όπως τα «Athenaeum – Κελλάρι», «Africana», «Jazz Point», «Σπίτι Αrt Βar», «Faust», κ.α., αλλά και σε «Half Note» ή «Gazarte», σε μια ευρεία γκάμα μουσικών επιλογών που θα ικανοποιήσουν ακόμα και τους πιο απαιτητικούς.
Στο τέλος, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι πως η ελληνική τζαζ αποκτά σιγά σιγά τη δική της ταυτότητα, καθώς και να ενταχθεί φυσιολογικά στον ευρωπαϊκό μουσικό χώρο, τόσο ως μεθοδολογία, όσο και ως τεχνοτροπία, ενώ με αργά, αλλά σταθερά βήμα έχει καταφέρει να θεωρείται μια από τις mainstream μουσικές στη χώρα μας.
Όλα αυτά πιθανώς να μην είχαν συμβεί αν δεν υπήρχε ο Γιώργος Μπαράκος…