Απλώς και μόνο για την απόκτηση πληροφοριών περί της σχέσης ανάμεσα στην ελληνική ταινία και τη διαφήμιση, με αφετηρία την εποχή που ο ελληνικός κινηματογράφος βρισκόταν στα σπάργανα, το τελευταίο πόνημα του Στέφανου Τζαννετάτου «Τα διαφημιστικά της ελληνικής ταινίας – That’ s Amore» (εκδόσεις Καλλίγραφος), αξίζει μια θέση στο ράφι της βιβλιοθήκης κάθε ανθρώπου που αγαπά το ελληνικό σινεμά.
Ο κεφαλλονίτης φιλόλογος και αμετανόητος σινεφίλ (12 εργασίες για τον κινηματογράφο και μη έχουν μέχρι σήμερα εκδοθεί) αναζήτησε κάθε τι που σχετίζεται – περιοδικά, εφημερίδες, βιβλία – προκειμένου να καταθέσει αυτό το πολύτιμο βιβλίο.
• Από πού προκύπτει αυτή η προφανής αγάπη σας για τον ελληνικό κινηματογράφο;
Η πασιφανής αγάπη αρχίζει από τα παιδικά, τα προεφηβικά μου χρόνια – τις ελληνικές ταινίες οι περισσότεροι δεν τις βλέπαμε, τις ακούγαμε – εγώ ειδικότερα κάθε που άρχιζε η υπαίθρια παράσταση του πλανόδιου «κινηματογραφιτζή», στο χωριό, καθόμουν στην άκρη του στεφανιού μιας στέρνας, κοντά στον δρόμο, κι άκουγα από μακριά την ελληνική ταινία. Ημουν ευτυχισμένος. Είμαι τύπος ακουστικός.
• Ποια ελληνική ταινία θυμάστε να είδατε πρώτη και τι συναισθήματα σας άφησε;
Θυμάμαι «Τα τέσσερα σκαλοπάτια»· μου άφησε τη γλύκα της Νινέτ Λακάζ – αντέχει – και τη χωριάτικη αυθεντικότητα της Γεωργίας Βασιλειάδου.
• Και ποιο, αν θυμάστε, είναι το πρώτο διαφημιστικό ελληνικής ταινίας που σας έκανε πραγματικά μεγάλη εντύπωση;
Είναι το τρίστηλο της ταινίας «Αντιγόνη» του Γιώργου Τζαβέλλα με την Παππά και τον Κατράκη, για την κλασική του λιτότητα και τις επίσης κλασικές ισορροπίες του – και για τον ευρύ άδειο χώρο που επιτρέπει στην ανθρώπινη φιγούρα να αναπνεύσει. Το έχω από τότε κοιτάξει πολλές φορές – εισπράττω το ίδιο συναίσθημα, όπως το 1962 που το πρωτοείδα. Είναι κι εκείνο της ταινίας του Νίκου Κούνδουρου «Μικρές Αφροδίτες», που παραπέμπει σε αρχαιοελληνική επιτύμβια στήλη χαλαρά καθιστή – έστω κι αν θυμίζει πολύ έντονα την εξαιρετική διαφήμιση της ταινίας «Μαντάμ Μποβαρί» με την Πόλα Νέγκρι – είναι καθηλωτικό τα συγκοινωνούντα δοχεία.
• Κανένα εμπορικό προϊόν δεν παρουσιάζεται δημόσια χωρίς διαφήμιση, αλλά πόσο απαραίτητη ήταν η διαφήμιση για την εμπορική απήχηση των ελληνικών ταινιών στις δεκαετίες του 1950 και του 1970, όταν το ελληνικό σινεμά είχε μεγάλη άνθηση;
Η διαφήμιση αποτελεί οργανικό μέρος της ταινίας – όπως το κοινό σε μια θεατρική παράσταση – σχεδόν τόσο απαραίτητο, όσο τουλάχιστον και οι ηθοποιοί. Οπως δήλωνε κάποτε στο Τρίτο Πρόγραμμα ο Μάνος Χατζιδάκις, λαϊκό είναι το κοντινό, το δικό μας, το δυνατό, το αληθινό. Σε αρκετές από τις διαφημίσεις ελληνικών ταινιών εκείνων των χρόνων διακρίνονται στον Α ή στον Β βαθμό, λίγο ή πολύ περισσότερο, αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Ετσι οι διαφημίσεις γίνονται οικείες και συμπαθητικές – διευκολύνεται η πρόσβαση στον ψυχισμό του λαϊκού θεατή. Το κοινό της ελληνικής ταινίας στην επαρχία και στις αθηναϊκές συνοικίες της Β’ Προβολής είναι λαϊκό, ακόμη και το νεο-αστικό, νεο-αθηναϊκό κοινό των ταινιών της Φίνος Φιλμ στη δεκαετία του ’60 δεν θα μπορούσε να αρνηθεί τις παραδοσιακές του ρίζες και τις λαϊκές του καταβολές. Σε συνοικίες και σε επαρχιακές πόλεις και σε χωριά ο ελληνικός κινηματογράφος έκανε πιένες συγκινητικές – «κόρη μας, σαρακατσάνισσά μας» έλεγαν οι γριές του χωριού στην Μπεάτα Ασημακοπούλου και την αγκάλιαζαν…
• Μπορείτε να επισημάνετε τρία πράγματα που σας εντυπωσίασαν από την έρευνά σας σχετικά με την πορεία της διαφήμισης των ελληνικών ταινιών;
Εντυπωσιάζει εξαιρετικά η ορατή κι η αόρατη σχέση πολλών διαφημιστικών μοτίβων με την ελληνική λαϊκή παράδοση, αρχαία, βυζαντινή και νεότερη – δεν ξέρω, ακόμη, αν είναι επίδραση ή ρίζα. Η λαϊκή όμως απλή γεωμετρία και η γραμμή της καμπύλης δίνουν συχνό «παρών» και αναγνωρίσιμο μέσα στο κινηματογραφικό διαφημιστικό κλισέ και αποτελούν και οι δυο τους βασικό γνώρισμα του ελληνικού φυσικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Το δόγμα της πολιτιστικής συνέχειας και της διάρκειας παραμονεύει – και καλά κάνει. Επίσης εντυπωσιάζει και η σχετικά μετρημένη χρήση του λαϊκού ιχνογραφήματος, της ζωγραφιάς και του σκίτσου. Εχουμε μεγαλώσει με ιχνογραφήματα, παραδοσιακά και ιστορικά επιφυλλιδικά αναγνώσματα στις εφημερίδες και σε περιοδικά και βιβλία, παραμύθια, βινιέτες αθλητικές, καλλιτεχνικές, λογοτεχνικές, γελοιογραφίες έγχρωμες ή και ασπρόμαυρες στην πρώτη σελίδα, ζωγραφιές επετειακές, φιλολογικές, επικαιρικές και πρωτοσέλιδες. Εντυπα όπως «Νέα», «Βήμα», «Βραδυνή», «Αυγή», «Ελευθερία», «Αθηναϊκή», «Ακρόπολις», «Εθνος» και ο «Ταχυδρόμος» – ευτυχώς αρχικά… μεγαλόσχημος -, «Ρομάντσο», «Φαντασία», «Πάνθεον». Αλλά και η εμπορική και η αθλητική διαφήμιση ετίμησαν κι αυτές με τη σειρά τους το ελληνικό λαϊκό ιχνογράφημα. Υπάρχουν διαμαντάκια! Ο σημερινός παρατηρητής της διαφήμισης των ελληνικών ταινιών θα ευχόταν εντονότερη αντιπροσώπευση.
Με εντυπωσίασε, τέλος, ευχάριστα και η συχνή καταφυγή στην ανθρώπινη φυσιογνωμία ως διαφημιστικού κινηματογραφικού μοτίβου – ζω βέβαια στη νεότερη Ελλάδα, το πρόσωπο είναι σπαθί.
• Το εξώφυλλο δεν φιλοξενεί, όπως θα περίμενε κανείς, μια διαφημιστική καταχώριση ταινίας αλλά μια αισθησιακή πόζα της Τζένης Καρέζη και του Γιώργου Φούντα από τη «Λίμνη των Πόθων». Είναι μία από τις ελάχιστες «κανονικές φωτογραφίες» σε όλο το βιβλίο. Αν η φιλοξενία της Καρέζη προκύπτει από τη γνωστή λατρεία σας για αυτή την ηθοποιό, πώς ερμηνεύετε αυτή τη λατρεία;
Εχω μια θεωρία ψυχαναλυτικής χροιάς αλλά δεν πρόκειται να τη συζητήσω – ας πω, λοιπόν, ότι η Τζένη Καρέζη ήταν η αφόρμηση. Στα προεφηβικά μου χρόνια συνέβη κάτι, έχει να κάνει με τη μανία μου να διαβάζω ό,τι βρεθεί στο διάβα μου και μπορεί να διαβαστεί: τον μήνα Φεβρουάριο του 1964 έσκυψα και σήκωσα από κάτω ένα τυπωμένο χαρτί που το έπαιρνε ο αέρας· επρόκειτο για ένα σχισμένο φύλλο της κυριακάτικης εφημερίδας «Το Βήμα» με τα διαφημιστικά των νέων ταινιών της εβδομάδας στην από πίσω σελίδα. Ανάμεσά τους είδα και το διαφημιστικό της ταινίας «Λόλα» – δεν το έχω πια, κάποια στιγμή χάθηκε, αν και πολλά χρόνια αργότερα, στο Μοναστηράκι και ενώ αναζητούσα υλικό για το βιβλίο μου, το ξαναβρήκα δημοσιευμένο σε διάφορες εφημερίδες. Από τις ηθοποιούς της γενιάς της αλλά και τις προγενέστερες, η Τζένη Καρέζη είναι η ωραιότερη και η καλύτερη.
• Τέλος, σε μια πρόταση τι θα επιθυμούσατε να «πάρει» μαζί του ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο;
Την ευχαρίστηση!