Ο πρώην πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, ήταν ένας χρήσιμος μπαμπούλας για την Ευρώπη. Ο διάδοχός του, Τζο Μπάιντεν, αποδεικνύεται πολύ πιο δύσκολος – ένας φίλος που λέει όλα τα σωστά πράγματα, αλλά σε αφήνει στην τύχη σου στα δύσκολα, σημειώνει χαρακτηριστικά το Politico.

Από την αιφνιδιαστική απόσυρση της Ουάσιγκτον από το Αφγανιστάν, μέχρι τη διατλαντική «έκρηξη» για τις πωλήσεις υποβρυχίων στην Αυστραλία (AUKUS) και, τώρα, μια αυξανόμενη διαμάχη για το νόμο περί μείωσης του πληθωρισμού (IRA), ο οποίος προσφέρει φορολογικά κίνητρα και επιδοτήσεις σε «πράσινες» αμερικανικές επιχειρήσεις, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει, ξανά και ξανά, πιάσει την Ευρώπη απροετοίμαστη.

Κάθε φορά, οι Ευρωπαίοι εκφράζουν σοκ, απογοήτευση και αποτροπιασμό: Πώς είναι δυνατόν η Ουάσιγκτον να μην συμβουλεύεται τους συμμάχους της ή τουλάχιστον να τους ενημερώνει για τα σχέδιά της; Εν τω μεταξύ, η αμερικανική απάντηση είναι πάντα κάποια παραλλαγή τού «Δεν το σκεφτήκαμε καν αυτό».

Η υποκείμενη δυναμική είναι μια ευγενική αδιαφορία. Παρά την ανανεωμένη δέσμευση της Ουάσινκτον στο ΝΑΤΟ και τη μαζική δαπάνη όπλων και κονδυλίων για να βοηθήσει την Ουκρανία να αμυνθεί έναντι της Ρωσίας, οι ΗΠΑ παραμένουν σταθερά επικεντρωμένες σε αυτό που οι περισσότεροι θεωρούν ως την κύρια υπαρξιακή τους πρόκληση: Την Κίνα.

Σε αυτή την εξίσωση, η Ευρώπη είναι συχνά δευτερεύουσα. Απλώς, πολλοί από αυτή την πλευρά του Ατλαντικού δεν έχουν καταφέρει να λάβουν το μήνυμα – ή να βγάλουν συμπεράσματα για το τι σημαίνει αυτό για το μέλλον του μπλοκ – και προτιμούν να «παίζουν» σε ένα σενάριο οργής και διαμαρτυρίας.

Ένα σημερινό παράδειγμα είναι η ανθούσα υπερατλαντική διαμάχη σχετικά με το νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA) του Μπάιντεν.

Η νομοθεσία, η οποία ετοιμάζεται εδώ και μήνες και καταρτίζεται με επιμέλεια στο Καπιτώλιο, αποτελεί την καλύτερη διακομματική προσπάθεια της Ουάσιγκτον μέχρι στιγμής για την απεξάρτηση της οικονομίας της από τον άνθρακα και την προετοιμασία για την απεξάρτηση από την Κίνα.

Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει 369 δισ. δολάρια για ενεργειακά και κλιματικά προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων δισεκατομμυρίων σε επιδοτήσεις, που χρηματοδοτούνται από τους φορολογούμενους, για την παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων εντός των ΗΠΑ.

Κάτι που είναι μια πιθανή καταστροφή για την Ευρώπη.

«Τραύματα» και σύγχυση

Εν μέσω μιας ενεργειακής κρίσης, που έχει οδηγήσει μεγάλα τμήματα της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κοιτάζουν προς την άβυσσο, ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, ηγήθηκε της επίθεσης κατά του ΙRΑ του Μπάιντεν, κατηγορώντας την Ουάσιγκτον ότι διατηρεί «διπλά πρότυπα» για την ενέργεια και το εμπόριο.

Ο ίδιος κάλεσε την Ευρώπη να απαντήσει με τον ίδιο τρόπο, αναπτύσσοντας το δικό της σχέδιο επιδοτήσεων, προκαλώντας την επίσκεψη της εμπορικής αντιπροσώπου των ΗΠΑ, Κάθριν Τάι, στη συνάντηση των υπουργών εμπορίου της ΕΕ στην Πράγα, στις 31 Οκτωβρίου.

Αλλά αντί να προσπαθήσει να τους καλοπιάσει με παραχωρήσεις, η Τάι τους κάλεσε να επιβιβαστούν στο «τρένο» της Κίνας, αναπτύσσοντας τις δικές τους επιδοτήσεις – κάτι που δεν ήθελαν να ακούσουν οι Ευρωπαίοι.

Σύμφωνα με ένα διπλωμάτη της ΕΕ που μίλησε στο Politico πριν από τη συνάντηση των υπουργών Εμπορίου την Παρασκευή, τα μέλη του μπλοκ εξακολουθούν να ελπίζουν ότι ο Μπάιντεν θα στείλει τον ΙRΑ πίσω στο Κογκρέσο για αναδιαμόρφωση, μια προοπτική που Αμερικανοί αξιωματούχοι λένε ότι είναι τόσο πιθανή όσο και η ακύρωση της Ημέρας των Ευχαριστιών.

Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ευρώπη βρίσκεται τώρα ξανά σε γνώριμο έδαφος: «Τραύματα», σύγχυση και προσπάθεια να βρει μια απάντηση, ενώ αποτυγχάνει να διαμορφώσει τη δική της συνεκτική στρατηγική για να αντιμετωπίσει την Κίνα.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία πτυχή της μονομαχίας ΗΠΑ –  Κίνας

Και αντί να εισπράττει αλληλεγγύη από την Ουάσιγκτον σε καιρό πολέμου, αισθάνεται ότι οι ΗΠΑ έχουν βρεθεί σε μια τέλεια θέση για να απορροφήσουν τις επενδύσεις από την Ευρώπη.

Τα περιγράμματα μιας απάντησης της ΕΕ στον ΙRΑ άρχισαν να διαμορφώνονται νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, όταν το Παρίσι και το Βερολίνο – που μόλις πρόσφατα επανήλθαν σε επαφή, μετά από μια διαμάχη – ζήτησαν από κοινού ένα σχέδιο της ΕΕ για την επιδότηση των εγχώριων βιομηχανιών.

Όμως αυτό το σχέδιο απέχει πιθανότατα εβδομάδες, ακόμη και μήνες, από το να γίνει πραγματικότητα. Και ακόμη και αν οι 27 χώρες της ΕΕ καταφέρουν να συνάψουν συμφωνία, οι ηγέτες τους θα δυσκολευτούν να διαθέσουν σχεδόν όσα χρήματα έχει προβλέψει η Ουάσιγκτον, καθώς οι περισσότερες χώρες της ΕΕ εξακολουθούν να υποφέρουν από την υψηλή τιμή του φυσικού αερίου – μεγάλο μέρος του οποίου εισάγουν τώρα από τερματικούς σταθμούς υγρού φυσικού αερίου του Τέξας.

Και πάλι, η Αμερική του Μπάιντεν φροντίζει για τα συμφέροντά της, ενώ η ΕΕ μένει να βογκάει για χαμένα μηνύματα, πληγωμένα συναισθήματα και αθέμιτες πρακτικές.

Το τραγικό για την Ευρώπη είναι ότι αυτό συμβαίνει σε μια εποχή που οι διατλαντικές σχέσεις θα έπρεπε να βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο όλων των εποχών.

Η εκλογή του Μπάιντεν, ακολουθούμενη από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την τεράστια επένδυση της Ουάσιγκτον στην ενίσχυση της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, προοριζόταν να σηματοδοτήσει την αποφασιστική επιστροφή των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή σφαίρα.

Αλλά αυτό που ανακαλύπτουν οι Ευρωπαίοι είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι μόνο μια πτυχή της ευρύτερης στρατηγικής μονομαχίας των ΗΠΑ με την Κίνα, η οποία θα προηγείται πάντα των συμφερόντων της ΕΕ.

Αυτό ίσχυε επί Τραμπ και θα ισχύει και επί του διαδόχου του. Απλώς, το μήνυμα παραδίδεται με διαφορετικό ύφος.

Μακροπρόθεσμα, η ευγενική αδιαφορία του Μπάιντεν μπορεί να αποδειχθεί πιο θανατηφόρα, προειδοποιεί το Politico.