Η Κάρμεν, η Μαργκερίτ Ντιράς, η Σωτηρία Μπέλλου, η Στέλλα συνομιλούν στην παράσταση «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», σε σκηνοθεσία του Γιάννου Περλέγκα, ανατέμνοντας τις σκληρές συνθήκες της εποχής, τη θέση της γυναίκας, τα πατριαρχικά πρότυπα αλλά και το κοινό δράμα που ενώνει τη μετεμφυλιακή κοινωνία. Ο γνωστός ηθοποιός, που πειραματίζεται και στη σκηνοθεσία, μιλάει για την παράσταση.
Για τη Μελίνα
«Δεν ξέρω γιατί το έγραψε ο Καμπανέλλης. Ηθελε να υπάρξει ως θεατρικός συγγραφέας τότε, έψαχνε να βρει τρόπους. Γνώρισε συμπτωματικά τη Μελίνα Μερκούρη σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό όπου εργαζόταν. Η Μερκούρη αντιλήφθηκε ότι έχει καλή πένα και του είπε “γράψε ένα έργο για μένα”. Είναι ένα έργο απόλυτα συνυφασμένο με εκείνη. Τον πήγε στα λαϊκά μαγαζιά – γιατί δεν είχε επαφή μέχρι εκείνη τη στιγμή – και παρατηρούσε τον τρόπο που υπήρχε και γλεντούσε η Μελίνα. Η προοπτική ήταν να το παίξει εκείνη που ήταν ήδη καθιερωμένη πρωταγωνίστρια. Ο Καμπανέλλης τότε μάθαινε να γράφει θεατρικά – διασκεύαζε μάλιστα πολλά έργα για το ραδιόφωνο. Το πρότυπο της Στέλλας επί της ουσίας είναι η Κάρμεν. Προσπάθησε να γράψει μια ελληνική Κάρμεν, εμπνεόμενος από τη γοητεία και τη δύναμη της Μελίνας, προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα έργο για αυτόν τον κόσμο των λαϊκών μαγαζιών με τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά. Βεβαίως μετά ξέφυγε από τα χέρια του, πέρασε στον Κακογιάννη. Το θεατρικό όμως έργο χάθηκε από τα χέρια του Καμπανέλλη. Το απέκτησε από μια σύμπτωση τη δεκαετία του ’90 που τελικά το εξέδωσε. Το είχε δώσει σε μια φίλη του η οποία εξ αφορμής και της ταινίας το είχε μεταφράσει στα αγγλικά. Μάλιστα η πρώτη πράξη δεν υπήρχε καν στα ελληνικά αλλά μόνο στα αγγλικά και έτσι το μετέφρασαν από τα αγγλικά στα ελληνικά!
Οι μύθοι του έργου
Είναι περίεργη η ιστορία του έργου που έζησε στη σκιά της ταινίας. Εχει πολλές διαφορές φυσικά. Ηθελα να απαλλαγώ από τους μύθους του έργου: ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης, ο Κακογιάννης, η Μελίνα, ο Φούντας, για να μην παραλύσω από τον θαυμασμό προς αυτούς. Βοήθησε η επιλογή των ρεμπέτικων, μια άμεση σύνδεση με την εποχή της δεκαετίας του ’50 που περιγράφει. Βοήθησε γιατί στη θεατρική μορφή του το έργο αφορά όλη τη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Είναι μια πρώιμη “αυλή των θαυμάτων”. Είναι γραμμένο τρία χρόνια πριν από αυτό, εκτυλίσσεται πάλι σε μια αυλή (στην ταινία όχι), ίσως στο Μεταξουργείο ή τον Κεραμεικό, εκεί όπου ζούσε ο συγγραφέας. Το “Νυχτερινό κέντρο η Μαρία” που υπάρχει στο έργο επίσης είναι ένα μίνι πορνείο. Στην ταινία είναι ένα μαγαζί κοινωνικά αποδεκτό. Στο θεατρικό όχι. Το κράτησα χωρίς να το απεικονίζω. Επρεπε όμως να καταλάβω την κυριολεξία αυτού του πράγματος που περιγράφει ο Καμπανέλλης. Μιλάμε για τη χειραφέτηση της Στέλλας και για την επαναστατικότητά της, αλλά πιστεύω ότι δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα – τουλάχιστον έτσι όπως περιγράφονται στο θεατρικό έργο. Είναι μια γυναίκα που ξέρει ότι έχει δύναμη επειδή είναι αρεστή. Αυτό είναι κάτι πολύ οδυνηρό για μια γυναίκα.
Δολοφονία ή αυτοκτονία
Η Στέλλα είχε επενδύσει στην εξωτερική της εμφάνιση. Μια γυναίκα η οποία μετρά τη δύναμή της μέσα από τον αριθμό των κατακτήσεών της και αρνείται τον γάμο για να συνεχίσει να είναι αυτή που κερδίζει πελάτες είναι αρκετά απελπιστικό για τη θέση της γυναίκας. Επομένως ο φόνος της κατά τη γνώμη μου από τον Μίλτο δεν είναι μια γυναικοκτονία. Για μένα η Στέλλα – και με αυτό δεν υποβιβάζω τον πατριαρχικό εγκλωβισμό του Μίλτου που γίνεται φονιάς – σχεδόν πάει να αυτοκτονήσει. Η επανάστασή της είναι μια απελπισμένη παραδοχή ότι ο υποβιβασμός της ως γυναίκας, ακόμα και με αυτή την περσόνα που υιοθετεί η ίδια, δεν θα αλλάξει σε αυτή την κοινωνία.
Ντιράς, Μπέλλου
Στο έργο μπαίνουν ένθετα κείμενα όπως το σπουδαίο της Μαργκερίτ Ντιράς “Η αρρώστια του θανάτου”. Σε αυτό μια γυναίκα συγγραφέας ρίχνει το βλέμμα της πάνω σε έναν ερωτευμένο άντρα, ο οποίος είχε φονικά ένστικτα απέναντι στη γυναίκα που ποθεί. Το καταπληκτικό είναι ότι αντί να το γράψει αυτό ένας άντρας το βλέπει μια γυναίκα. Την αφήγηση του κειμένου της Ντιράς την κάνει η Ανθή Ευστρατιάδου, η οποία υποδύεται και τη μητέρα του Μίλτου. Η “Στέλλα” μιλάει και για το δράμα των αντρών – εκτός από της Στέλλας -, άρα για το δράμα της εποχής. Υπάρχει η παρουσία της Σωτηρίας Μπέλλου μέσα από τα τραγούδια αλλά και τα διηγήματα του Μάριου Χάκα που μιλάει για όλη αυτή τη μετάλλαξη του αστικού τοπίου με την αντιπαροχή – κάτι το οποίο θίγει και ο Καμπανέλλης μέσα στο έργο. Πώς από τις αυλές και τα μικρά σπιτάκια αλλάζει το τοπίο και μαζί η εποχή».