Οι κάλπες του 2023 θα είναι αλλιώτικες. Από τη μια οι κλασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τους πολίτες παραμένουν, πάντα, σταθεροί. Από την άλλη όμως, η απλή αναλογική προσθέτει μια σημαντική ιδιαιτερότητα. Οτι την εξουσία δεν τη διεκδικούν μόνο δύο και σχεδόν όλα τα κόμματα είναι δυνάμει κυβερνητικοί εταίροι, ενώ είναι, προς το παρόν, άγνωστο αν και πόσο θα μας επηρεάσει η προοπτική των επαναληπτικών εκλογών. Οι δημοσκόποι και οι πολιτικοί αναλυτές, πάντως, έχουν αρχίσει να χαρτογραφούν περιοχές και σημεία-κλειδιά, με βάση τις μετρήσεις που «τρέχουν» όλον αυτόν τον καιρό.
1. Το ποσοστό των κομμάτων εκτός Βουλής
Σε γενικές γραμμές ισχύει ο κανόνας πως, όσα περισσότερα κόμματα μπαίνουν στη Βουλή, τόσο πιο ψηλά μπαίνει ο πήχης της αυτοδυναμίας. Ιστορικά, με εξαίρεση τις διπλές εκλογές του 2012, το ποσοστό των κομμάτων που μένει εκτός κυμαίνεται στο 6%-8%. Για τις τωρινές εκτιμήσεις οι δημοσκόποι χρησιμοποιούν ως βάση το 8% των εκλογών του 2019. Με αυτό το δεδομένο, λοιπόν, για να σχηματιστεί κυβέρνηση με απλή αναλογική θα απαιτηθεί ποσοστό 46%. Αυτό, αριθμητικά μιλώντας, θα μπορούσε να συμβεί με συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ ή ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ – ΜέΡΑ25. Το σενάριο ΝΔ – Ελληνικής Λύσης δεν βγαίνει αριθμητικά. Με την ενισχυμένη αναλογική και το μπόνους, το πρώτο κόμμα θα χρειαστεί περί το 38% για να εξασφαλίσει τις 151 έδρες.
2. Το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ
Ουδείς μπορεί αυτή τη στιγμή να προβλέψει με απόλυτη βεβαιότητα τους συσχετισμούς μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Το βέβαιο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ αντλεί ψηφοφόρους από τη συριζαϊκή δεξαμενή και ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης θα επιδιώξει να του αποσπάσει και μεγαλύτερο μερίδιο προκειμένου να ενισχύσει την ισχύ του στον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Ας κρατήσουμε επίσης κι ένα ερωτηματικό για το αν και πόσο θα επηρεαστεί, τελικά, από τυχόν περιδινήσεις της τελευταίας στιγμής των πιο «κεντρόστροφων» και κεντρώων ψηφοφόρων.
3. Τα δεξιά της Δεξιάς
Σε αυτή τη φάση οι δημοσκοπήσεις και οι αναλυτές δεν είναι σε θέση να προσδιορίσουν τη συμπεριφορά των πρώην ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής, εκτιμάται, ωστόσο, ως πολύ πιθανό με την απλή αναλογική το κόμμα του Κασιδιάρη να μπει στην επόμενη Βουλή.
Γενικά μιλώντας, τα κόμματα στα δεξιά της ΝΔ μπορεί να της δημιουργήσουν πρόβλημα ειδικά σε περιοχές της Ελλάδας που είναι παραδοσιακά «γαλάζιες» αλλά οι πληθυσμοί τους ανήκουν στα δεξιά λαϊκά κι αγροτικά στρώματα και πιέζονται ιδιαίτερα από την οικονομική ανασφάλεια.
Σε τέτοια εκλογικά κοινά, κυρίως της Βόρειας Ελλάδας, δεν θα προκαλέσει έκπληξη μια αύξηση των ποσοστών της Ελληνικής Λύσης.
4. Ηλικίες και συμμετοχή
Αν ανατρέξουμε στα στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών θα διαπιστώσουμε ότι η αποχή είναι πλέον τάση. Στις εκλογές του Ιουνίου του 2012 η συμμετοχή άγγιξε το 65,10%, τον Σεπτέμβριο του 2015 το 56,57% και τον Ιούλιο του 2019 το 57,78%. Κι απέχουν ειδικά οι νεότεροι ψηφοφόροι. Είναι ένα ερώτημα, άρα, πόσοι από τους 420.000 νέους που θα έχουν τη δυνατότητα για πρώτη φορά να ψηφίσουν το 2023 θα ασκήσουν το δικαίωμά τους. Αυτό απασχολεί πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ διότι στις ηλικίες 17-29 προηγείται με σχεδόν 10 μονάδες. Η ΝΔ, από την άλλη, έχει σχεδόν 20 μονάδες προβάδισμα στους 65+ που συμμετέχουν σε μεγαλύτερα ποσοστά.
5. Το «αόρατο» κοινό του ΣΥΡΙΖΑ
Είναι πλέον παραδεδεγμένο μεταξύ δημοσκόπων ότι τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ υποεκτιμούνται σε μετρήσεις κοινής γνώμης και ότι κάποιοι από τους ψηφοφόρους του δεν «εντοπίζονται» από τα γκάλοπ. Ενα παράδειγμα είναι οι νέοι, που είναι μια δεξαμενή που δεν μετριέται με ασφάλεια. Με αυτό το δεδομένο, οι χαμηλές δημοσκοπικές πτήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, που κινούνται σε μεγάλη απόσταση από το εκλογικό ποσοστό του το 2019, συνοδεύονται από ερωτηματικά.
6. Το κεντρώο κοινό Μητσοτάκη
Ενα ακόμη ερωτηματικό είναι το τι θα γίνει με το κεντρώο εκείνο κομμάτι των ψηφοφόρων που ψήφισε ΝΔ το 2019 και, ενώ δεν έχει ακόμη μετατοπιστεί, μοιάζει να βρίσκεται σε έναν «θάλαμο αναμονής», σε μια αδιευκρίνιστη ζώνη. Πρόκειται για ανθρώπους που η κρίση τους επηρεάζεται σημαντικά από θεσμικά ζητήματα και η δυσαρέσκειά τους καταγράφεται, προς το παρόν, στα ποιοτικά στοιχεία των μετρήσεων.
7. Ο τοπικός παράγοντας
Σε συνέχεια των παραπάνω, παρατηρείται ότι η ΝΔ έχει υποστεί πλήγμα σε περιοχές της Θράκης και της Μακεδονίας που επιβαρύνονται και από τοπικού χαρακτήρα προβλήματα (π.χ. απολιγνιτοποίηση, διακοπή εξαγωγών προς τη Ρωσία κ.ά.). Ενδεικτικά, τρεις περιφέρειες όπου η δυσαρέσκεια αυτή μετριέται είναι τα Γρεβενά, η Κοζάνη και η Καστοριά. Αποφασιστική για το αποτέλεσμα θα είναι όμως, όπως πάντα, η Αττική.
8. Ο επόμενος πρωθυπουργός
Η επιλογή πρωθυπουργού έχει αποδειχθεί βασικό κριτήριο εκλογικής συμπεριφοράς. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εδώ διατηρεί προβάδισμα με τη διαφορά να έχει μειωθεί σημαντικά, χωρίς ωστόσο ο Αλέξης Τσίπρας να έχει ανακτήσει την απώλεια εμπιστοσύνης που τον οδήγησε στην ήττα του 2019. Ως προς τα χαρακτηριστικά τους, ο πρωθυπουργός έχει προβάδισμα σε διαχείριση των εθνικών θεμάτων και την οικονομίας, ενώ στην κοινωνική ατζέντα προηγείται σαφώς ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.
9. Η δυναμική των βουλευτών
Κομβικό ρόλο έχουν τα πρόσωπα των υποψήφιων βουλευτών, ειδικά στην περιφέρεια, όπου οι δυνατές υποψηφιότητες μπορεί ακόμη και να σώσουν ένα κόμμα από απώλεια έδρας. Εκεί το έλλειμμα στελεχιακού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ του κοστίζει. Επιπλέον σε ορισμένες περιοχές θα είναι ακόμη πιο κρίσιμο για τη ΝΔ να μην κάνει λάθη για να «θεραπεύσει» εντυπώσεις που άφησε η υπόθεση του βουλευτή Γρεβενών Ανδρέα Πάτση.
10. Η μεταβολή συμπεριφοράς ανάμεσα στις δύο κάλπες
Στην περίπτωση που η χώρα οδηγηθεί σε επαναληπτικές εκλογές, η εμπειρία λέει ότι είναι πιθανό η εκλογική συμπεριφορά να μεταβληθεί μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης κάλπης, με την πόλωση και το πρόταγμα της ανάγκης σχηματισμού κυβέρνησης να ενισχύει βασικά τους δύο πρώτους.