Αν η τηλεόραση – δημόσια και ιδιωτική – και στη χώρα μας έχει τη δική της ενηλικίωση, αυτό σημαίνει πως κάποιοι είχαν και την ευθύνη – λαμπρή ή και τρας. Το ακόμη πιο βέβαιο είναι πως η ιστορία της δεν έχει ακόμη γραφτεί συνολικά, εξαίρεση ένα καταπληκτικό δοκίμιο του Παύλου Τσίμα («Ο φερετζές και το πηλήκιο») και η εργασία στα τμήματα των ΜΜΕ στα ελληνικά ΑΕΙ, που ακόμη όμως δεν έχουν συγκροτήσει το κύριο σώμα της αφήγησης για εκείνη. Ισως και γιατί η τηλεόραση, παρότι ενήλικη, είναι ακόμη νέα. Να κάτι αντιφατικό σε μια εποχή των on demand προγραμμάτων και των κοινωνικών δικτύων όπου ο καθείς μπορεί να φτιάξει την… αυτοτηλεόρασή του. Το βέβαιο είναι πως αν η ιστορία αυτή γράφτηκε ή γράφεται από πρόσωπα, ένα τέτοιο και στην καλή όχθη της τηλεόρασης είναι η Σεμίνα Διγενή. Σήμερα δε, πιο αποστασιοποιημένη και πλέον συγγραφέας πετυχημένων βιβλίων, η ίδια μπορεί με μεγαλύτερη άνεση να μιλήσει για τα τηλεοπτικά της χρόνια. Προφανώς, αυτά όλα είναι βέβαια μόνον ένα μέρος μιας κουβέντας που περνάει από τη μεγάλη της αγάπη στον έντυπο Τύπο, τη στράτευσή της στο ΚΚΕ, την πολιτική και τα βιβλία της, την Ιταλία όπου σπούδασε και δούλεψε και τα σχέδιά της.
Κυκλοφορούν ήδη τέσσερα βιβλία σας. «Κίτρινο υποβρύχιο», «Οι απείθαρχοι», «Felicità» και «Αποδελτίωση». Αρχές Δεκέμβρη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή η «Αποδελτίωση ΙΙ». Αλήθεια, ποιος είναι ο χώρος και το κίνητρο μεταξύ πολιτικής, δημοσιογραφίας και δημόσιας παρουσίας που σας ωθεί να γράψετε πέραν αυτών των περιοχών;
Νομίζω μια διάθεση εξερεύνησης των πάντων, που δεν καταλαγιάζει ποτέ. Μια σχεδόν παιδική περιέργεια, που δεν μου επιτρέπει να καθίσω ήσυχη και που με βάζει να ψάχνω συνέχεια σε πόσους άλλους κόσμους μπορεί να με οδηγήσει το γράψιμο. Ισως και να κάνω μια μεγάλη εξομολόγηση σε συνέχειες. Εχω ξεπεράσει εδώ και καιρό τον εμφύλιο των ιδιοτήτων κι έτσι μπορώ να είμαι πια ό,τι και όπως θέλω.
Το ρωτώ γιατί στο ένα σκέλος καταπιάνεστε με την απόλυτη μυθοπλασία, στο άλλο επαναφέρετε από τη διαδρομή σας συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους. Πώς συνδέονται αυτά τα δύο;
Γράφω όπως σκέφτομαι κι όπως μιλάω κι αυτό γινόταν και γίνεται με πολλούς τρόπους. Ρεαλιστικά, ποιητικά, αγοραία, παιδικά, άγρια, τρυφερά… Ανάλογα. Δεν μου φτάνει, πάντως, για να εκφραστώ ούτε μόνο ένας τρόπος ούτε μόνο ένα λογοτεχνικό είδος. Για το «Κίτρινο υποβρύχιο» γράφτηκε πως «εισάγει ένα νέο είδος γραφής», για τους «Απείθαρχους» πως είναι «σουρεαλιστικό σενάριο που θα μπορούσε να είναι ταινία» και το θεατρικό – κινηματογραφικό «Felicità» χαρακτηρίστηκε «επικίνδυνο ακροβατικό παιχνίδι στα όρια θανάτου και τρέλας». Οπότε, καταλαβαίνετε, τα ψάχνω και τα θέλω όλα! Τώρα. Οσο προλαβαίνω. Γράφω και ποίηση, αλλά ντρέπομαι να τη δημοσιοποιήσω.
Ας ξεκινήσουμε από τα πολιτικά. Αλήθεια, τι σας έφερε κοντά στο ΚΚΕ;
Από τα χρόνια κιόλας του Γυμνασίου, διάβαζα, μάθαινα κι έβλεπα τι έλεγαν και τι έκαναν όλοι αυτοί που τους έλεγαν κουκουέδες. Διαβάζοντας και ακούγοντας τις ιστορίες τους, στα μάτια μου φαίνονταν υπεράνθρωποι κάποιοι, σαν τον Μπελογιάννη, τον Πλουμπίδη, τον Αρη και άλλους πολλούς. Θαύμαζα τη στάση της ζωής τους, την ακεραιότητα και τη γενναιότητά τους. Ηταν ασυμβίβαστοι, δίκαιοι, ιδεολόγοι κι ανυποχώρητοι. Συναντήθηκα και γνώρισα λίγο μετά την εφηβεία μου ανθρώπους όπως ο Ρίτσος, η Ελλη Αλεξίου, ο Φλωράκης, ο Μίκης, η Γιάννου, ο Βανδής, ο Κατράκης κι άλλοι πολλοί που με γοήτευσαν και με ενέπνευσαν. Στη δική τους περιοχή βρήκα όλους τους ήρωες που χρειάζεται ως πρότυπα ένας νέος άνθρωπος για να προχωρήσει, ήρωες αληθινούς, που ονειρεύτηκαν έναν άλλο, καλύτερο κόσμο και που κάποιοι από αυτούς κατέθεσαν το αίμα και τις ζωές τους για μια άλλη κοινωνία δικαίου, ισότητας, αλληλεγγύης και ειρήνης. Στηρίζω το ΚΚΕ γιατί δεν με απογοήτευσε ποτέ και γιατί ήταν και είναι το μόνο που έχει ειλικρινή σχέση με τον λαό.
Πώς «διαβάζετε» τη σημερινή πολιτική συγκυρία στη χώρα μας;
Εχουν μαζευτεί πολλά! Ακρίβεια, υποκλοπές, πλειστηριασμοί και ένας πόλεμος στην Ευρώπη. Κανείς δεν μπορεί να πει «δεν είδα, δεν άκουσα». Το ίδιο ισχύει και με τις κακοποιήσεις παιδιών, μέσα κι έξω από «κιβωτούς». Στο κάδρο μπαίνει και η κυβέρνηση της ΝΔ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι άμοιροι ευθυνών όσοι προηγήθηκαν, μπαίνει όμως και ένα κράτος που είναι μόνιμα απόν όταν πρόκειται να προστατεύσει απλούς ανθρώπους και παιδιά. Αν όλα αυτά δεν είναι αποδείξεις για να πει κάποιος «φτάνει ως εδώ», τότε τι είναι; Παρακολουθώ την προσπάθεια που γίνεται να διαμορφωθούν τα διλήμματα, να περιοριστούν οι επιλογές ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα, τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, άντε και το ΠΑΣΟΚ. Ετσι γινόταν πάντα. Παρακολουθώ όμως και τις δημοσκοπήσεις, όπου στο ερώτημα «ποιον θεωρείτε κατάλληλο για πρωθυπουργό, τον Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα», ένα μεγάλο ποσοστό, περίπου 30%, απαντά «κανέναν»! Εντυπωσιακό! Ταυτόχρονα όμως και ελπιδοφόρο, αν η στάση αυτή συνδυαστεί με τη συμμετοχή στους αγώνες, γιατί τότε κάτι θα εμποδιστεί, κάτι θα κερδηθεί. Περισσότερο από ποτέ η πολιτική συγκυρία ευνοεί αυτή την επιλογή!
Πιστεύετε σε μια αντίθεση Αριστεράς – Δεξιάς ή θεωρείτε πως η εποχή μας είναι πιο σύνθετη και περίπλοκη; Για παράδειγμα, ασπάζεστε το αφήγημα της προοδευτικής διακυβέρνησης;
Προέρχομαι από μια γενιά όπου η αντίθεση Αριστεράς – Δεξιάς ήταν πολύ έντονη. Τα περί προοδευτικών δυνάμεων γρήγορα διαψεύστηκαν. Είδαμε τους δήθεν προοδευτικούς να γίνονται πιο συντηρητικοί και από τη συντήρηση. Σήμερα η πραγματική αντίθεση φωνάζει από παντού: από τη μια οι λίγοι, οι έχοντες και οι κατέχοντες την οικονομική και πολιτική εξουσία, και από την άλλη οι πολλοί που δυσκολεύονται όλο και πιο πολύ να ζήσουν, να επιβιώσουν. Αυτό πλέον το βλέπει ο καθένας, ανεξάρτητα από το πού τοποθετεί πολιτικά τον εαυτό του. Οπως και ο καθένας βλέπει πως κανένα αφήγημα, ούτε αυτό της προοδευτικής διακυβέρνησης, υποστηρίζει πως επιτέλους οι πολλοί θα ζήσουν με αξιοπρέπεια και ευημερία και οι νέες γενιές καλύτερα από μας, και όχι μέσα στην ανασφάλεια και τη μιζέρια. Ομως αυτό συνιστά πραγματική πρόοδο. Θα μου πείτε, αυτό δεν γίνεται και τόσο εύκολα! Σωστά, απαιτεί ριζικές αλλαγές με τον λαό πρωταγωνιστή και όχι θεατή, κι αυτό το λέει μόνο το ΚΚΕ.
Νιώθω πως ενώ έχετε χαράξει έναν νέο κύκλο (συγγραφικό, πολιτικό) επανέρχεστε στη δημοσιογραφία, γράφετε στον «Ριζοσπάστη» και σε άλλα έντυπα (ψηφιακά ή μη), όπως το «Lifo», δημιουργείτε podcasts στο ραδιόφωνο και στα sites της Real GROUP. Τελικά, μπορούμε ποτέ να ξεφύγουμε από αυτήν τη δουλειά ή το υλικό και οι εμπειρίες που μας έχει (σας έχει) χαρίσει αποτελούν ύλη για δημιουργία και αναστοχασμό;
Οχι, ούτε μπορούμε ούτε θέλουμε να ξεφύγουμε από αυτήν τη δουλειά. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι και ιδιαίτερα εκείνοι που έχουμε μυρίσει αντιμόνιο ξημερώματα, κρατώντας στα χέρια υγρά χαρτιά διόρθωσης, δίπλα σε λινοτυπικές μηχανές, είμαστε καταδικασμένοι να την αγαπάμε. Οταν πρωτοπέρασα το κατώφλι της «Ελευθεροτυπίας» (με μεσολάβηση του Αλέκου Παναγούλη), πριν κλείσω τα 18 μου χρόνια, ήξερα πως αυτός πια θα είναι ο κόσμος μου. Ενας κόσμος που θα μυρίζει αντιμόνιο, θα φωνάζει συνέχεια ο Φιλιππόπουλος (και μετά ο Φυντανίδης), θα συναντάω στο ασανσέρ τον Γερμανό, τον Ψαθά, τον Τρωγάδη, τον Βότση, θα χαζεύω τα χειρόγραφα του Ξανθούλη και του Αστέρη Στάγκου, θ’ ακούω τα στυλάτα μπινελίκια του Λυκούργου Κομίνη και θα ρυθμίζουν το εικοσιτετράωρό μου ο Σκούρας και ο Απέργης. Από την πρώτη πρώτη μέρα ένιωσα πως όλοι εκεί ήταν… συγγενείς μου και αυτά τα γραφεία ήταν το νέο μου σπίτι, από το οποίο δεν έλεγα να ξεκολλήσω. Είναι πολύ το υλικό από εκείνη την πλούσια σε γεγονότα περίοδο της Μεταπολίτευσης. Συναναστρεφόμουν καθημερινά πολιτικούς αρχηγούς, ο Ανδρέας Παπανδρέου βρισκόταν στον από κάτω όροφο της «Ελευθεροτυπίας», στην Πανεπιστημίου, οι περισσότεροι ρεπόρτερ συναντούσαμε μέσα σε μία εβδομάδα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Ηλιού, τον Φλωράκη, τη Μελίνα, τον Ράλλη, τον Αβέρωφ, τον Ζίγδη, τον Κύρκο, τη Γιάννου, τον Κανελλόπουλο, τον Μαύρο, τον Στεφανόπουλο, αλλά και μεγάλους ποιητές, εικαστικούς, συγγραφείς, μουσικούς και θρύλους του σινεμά και του θεάτρου. Φαντάζεστε πόσα βιβλία θα μπορούσαν να προκύψουν από όλη αυτή την ευκαιρία ζωής; Μια ευκαιρία που μόνο η δημοσιογραφία μπορεί να σου προσφέρει.
Μέσω του καναλιού σας στο YouTube έχουμε την ευκαιρία να πάρουμε μια γεύση απ’ το αρχείο των εκπομπών σας και να δούμε συνεντεύξεις, αφιερώματα, συνομιλίες με σπουδαία πρόσωπα, ζώντες και τεθνεώτες. Μια σκέψη που κάνω είναι πως έχετε ζήσει από μέσα όλη την ενηλικίωση της τηλεόρασης. Σήμερα, θα κάνατε ξανά τηλεόραση και σε ποιο ηλικιακό σημείο βρίσκεται;
Εζησα όλη την τρέλα της εφηβείας της. Οταν πήγα στην ΕΡΤ, εκείνη ήταν περίπου 16 χρόνων. Συνδυάστε τώρα την εφηβεία της ΕΡΤ με τον ανεμοστρόβιλο του ΠΑΣΟΚ και βγάλτε συμπέρασμα. Ζούσα μέσα σε κάτι που άλλοτε έμοιαζε με φαντασμαγορικό λούνα παρκ κι άλλοτε με Γκόθαμ Σίτι. Εμαθα, όμως, πολλά εκεί στη Μεσογείων, κυρίως στο ρεπορτάζ του Δελτίου Ειδήσεων και στις εκπομπές έρευνας που αγάπησα πολύ. Είκοσι χρόνια της ζωής μου τα πέρασα εκεί δουλεύοντας νυχθημερόν, σ’ ένα roller-coaster που έτρεχε σαν τρελό! Εζησα τον πυρετό του «Ραντεβού με την Ιστορία» και του «Βυθίσατε το Χόρα», στην «καμένη γη που άφησε η Δεξιά», σε μια «Ελλάδα που ανήκε στους Ελληνες», δίπλα στα «περήφανα γηρατειά» και με ειδήσεις περί «άφθονης πρωθυπουργικής διούρησης». Τότε που το πανίσχυρο Εκτελεστικό Γραφείο και η Ζαλοκώστα ήταν καθημερινός βραχνάς και η… δραματουργία του Αντρέα προσέφερε συνεχές σασπένς. Τώρα μαθαίνω πως είμαι «κομμένη» από την ΕΡΤ και πως κάποιο υψηλό στέλεχος συνηθίζει να με αποκαλεί «παλιοκουκούδι». Είναι για γέλια…
Θα ξανακάνατε;
Οχι, δεν θα ξανάκανα τηλεόραση. Εκτός του ότι δεν μ’ αρέσει η ιδέα, δεν είμαι συμβατή και με το μέσον. Οσο για το ποιο είναι το ηλικιακό σημείο της σήμερα, τι να σας πω; Είναι τόσο πολλές οι παρεμβάσεις στο πρόσωπό της, που δεν βγαίνει ακριβές συμπέρασμα.
Εχει ενδιαφέρον να μας πείτε κατ’ αρχάς την πρώτη σας μύηση στον κόσμο των εφημερίδων και κατόπιν στον κόσμο της τηλεόρασης. Πώς ήταν οι πρώτες εκείνες περίοδοι;
Δάσκαλοί μου στις εφημερίδες υπήρξαν όσοι προανέφερα σε προηγούμενη απάντηση. Αυστηροί, καλλιεργημένοι, απαιτητικοί και υπέροχοι. Η απάντηση στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματός σας υπάρχει στο βιβλίο μου «Κίτρινο υποβρύχιο». Παραθέτω ένα μέρος της, που διαδραματίζεται στη Ρώμη (όπου σπούδαζα και εργαζόμουν στην εφημερίδα του σοσιαλιστικού κόμματος, την «Avanti!») και στην Κάνιγγος όταν επέστρεψα:
1981, καλοκαίρι. Μιλάω με τον Γιώργο Γεννηματά στο τηλέφωνο.
«Ασε τις Ιταλίες και την Avanti! και έλα στην Αθήνα».
«Για επίσκεψη ή για πάντα;»
«Εννοείται για πάντα. Εχεις δουλειά».
«Μα χρωστάω μαθήματα».
«Μέχρι το τέλος της εβδομάδας πρέπει να έχεις έρθει. Χαιρετίσματα και από τον Πρόεδρο».
Ο Γιώργος Παπαχρήστος είναι φίλος μου, ψάχνω συμβουλή: «Μου ζητάνε να γυρίσω κάτι βίντεο για το ΠΑΣΟΚ. Εγώ δεν ξέρω τηλεόραση…»
«Ευκαιρία να μάθεις».
«Πώς θα το πω στον Χριστοδουλίδη; Θα νομίζει ότι θα παραμελήσω την εφημερίδα».
«Βρες τον σε καλή στιγμή. Ή πες το στον Μαρούδα. Χωρίς να είναι μπροστά ο Κωστόπουλος».
Πρώτη μέρα γύρισμα. Ο κύριος με το μουστάκι και τα γυαλιά είναι ο σκηνοθέτης: «Ετσι θα κρατάς το μικρόφωνο και θα κάθεσαι αμόρσα στην κάμερα» – ούτε που διανοήθηκα να ρωτήσω τι σημαίνει αμόρσα.
«Είμαι ο Διαγόρας Χρονόπουλος και συ πρέπει να ‘σαι η…»
«Η Σεμίνα Διγενή».
«Τρία, δύο, ένα, πάμε…»
(Σαν να φωταγωγήθηκε ξαφνικά η Κάνιγγος, σαν να πέσανε βεγγαλικά, σαν να άστραψαν όλα τα στρας του κόσμου, σε εκείνο το πρώτο πλάνο που έπαιζε μόνο το χέρι μου με το μικρόφωνο στο στόμα ενός συνδικαλιστή).
«Πώς κρίνετε την οικονομική πολιτική της ΝΔ;»
«Στοοοπ! Οχι τόσο κοντά το μικρόφωνο. Πάμε ξανά».
Τελικά το παράδειγμα του καλού δημοσιογράφου αλλάζει μέσα στα χρόνια; Συνηθίζουμε να λέμε για τη νεότερη γενιά, για παράδειγμα, πως πρέπει να είναι πολυεργαλείο για να αντεπεξέλθει…
Ναι, έτσι είναι. Αλλα προσόντα μετρούσαν τότε, άλλα τώρα. Για παράδειγμα, κάποια από τα βασικά τότε ήταν η σωστή χρήση της ελληνικής γλώσσας και η διασταύρωση της είδησης. Τώρα αυτά είναι μάλλον τελευταία στη λίστα. Ωστόσο πολλά από τα νέα παιδιά που μπαίνουν στο επάγγελμα είναι πραγματικά πολυεργαλεία, με γνώσεις σε πολλούς τομείς, που όταν τις συνδυάζουν και με την τήρηση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας είναι πραγματικά αξιοθαύμαστα. Οταν όμως την αγνοούν, γίνονται σκέτα εργαλεία των διευθυντών τους κι είναι κρίμα.
Νεαρή γυναίκα, στα 18 σας, πήρατε συνέντευξη από τον Καντάφι στη Λιβύη. Αργότερα σας βλέπουμε να εξομολογείτε τον Χορν ή τον Χατζιδάκι ή την Αλέκα Παπαρήγα. Εκατοντάδες άλλους/ες μέσα στα χρόνια. Εχει συνταγή η τεχνική σας άραγε και ποια στιγμή δεν ξεχνάτε ποτέ σε επίπεδο συνάντησης;
Δεν υπάρχουν συνταγές, μόνο διάβασμα και έρευνα πριν από κάθε συνέντευξη. Οταν ο δημοσιογράφος ξέρει καλά το θέμα του, αισθάνεται ασφαλής και πετυχαίνει θαύματα. Επίσης, αν δεν χάνει την ψυχραιμία του και δεν εκβιάζει την οικειότητα. Α, και κάτι άλλο, κατά τη γνώμη μου, απαραίτητο. Ο ενθουσιασμός γι’ αυτό που πάει να κάνει! Δεν ξεχνάω ποτέ μία από τις πρώτες μου συνεντεύξεις με έναν από τους καταζητούμενους αρχηγούς του IRA και την Μπερναντέτ Ντέβλιν στην Ιρλανδία, που με βοήθησε η Οριάνα Φαλάτσι να «κλείσω» (πάλι με την καθοριστική μεσολάβηση του Παναγούλη). Ετρεμα από τον φόβο μου, σε κάτι απόμερα χωράφια που με πήγαν να τον συναντήσω, αλλά σκεφτόμουν πόσο τεράστια φιγούρα θα έκανα μετά στην εφημερίδα κι ηρεμούσα. Περήφανη είμαι και για τη συνέντευξη που μου έδωσε ο εγγονός του Στάλιν, ο Ευγένιος Τζουγκασβίλι, στην Τιφλίδα, που απάντησε και σε αρκετά σκληρές ερωτήσεις, αλλά και για τη συζήτηση με τον Βιτόριο Γκάσμαν στη Ρώμη, όπου ξέφυγα κάπως, ρωτώντας τον τι θα ήθελε να γράψουν στο μνήμα του όταν πεθάνει. Μου είπε: «Εδώ κείται αυτός που νόμιζε πως ήταν το κέντρο του κόσμου». Δεν το ξεχνάω ποτέ.
Ο τίτλος «Αποδελτίωση» των δύο βιβλίων σας έχει να κάνει με το γεγονός πως ανασύρετε υλικό από το αρχείο σας; Τι ξεχωριστό έχει ο δεύτερος τόμος;
Κάποιες, νομίζω, ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις, άγνωστες ιστορίες και πορτρέτα σπουδαίων ανθρώπων. Ανάμεσά τους οι Παύλος Σιδηρόπουλος, Στέλιος Καζαντζίδης, Ειρήνη Παπά, Ιάννης Ξενάκης, Ελλη Λαμπέτη, Γιώργος Μαρίνος, Μάγια Αγγέλου, Τζένη Καρέζη, Πάνος Κατσιμίχας, Αλέιδα Γκεβάρα, Μάγδα Φύσσα, Φρειδερίκη Γλίξμπουργκ και άλλοι πολλοί.