Με μια ύψιστη κίνηση σεβασμού στη γυναίκα που έχασε ολόκληρη την οικογένειά της υποδέχθηκαν όσοι βρέθηκαν χθες στο ακροατήριο στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι τη Βαρβάρα Βουκάκη Φύτρου, που πενθεί για τον χαμό του συζύγου και των δύο ανήλικων παιδιών της που κάηκαν τον Ιούλιο του 2018. Όλοι σηκώθηκαν όρθιοι μόλις η πρόεδρος του δικαστηρίου κάλεσε να ανέβει στο βήμα η μάρτυρας που μετά από λίγα λεπτά, με δάκρυα στα μάτια και ματωμένη την ψυχή της, περίγραψε πώς έχασε τα πάντα. Και στο τέλος της εξέτασής της την περίμενε μια αγκαλιά από κατοίκους στο Μάτι που δακρυσμένοι την έκλεισαν μέσα κλαίγοντας όλοι μαζί.
«Σήμερα θα ήθελα να περιμένω τα παιδιά μου να γυρίσουν από το σχολείο, όχι να είμαι εδώ μαζί σας. Βοηθήστε οι δολοφονίες των ανθρώπων μας στο Μάτι να είναι η τελευταία τραγωδία σε αυτή τη χώρα» είπε η Βάρβαρα Βουκάκη, που καταχειροκροτήθηκε από τους παρευρισκόμενους στη δικαστική αίθουσα.
Διαβάστε επίσης: Πυρκαγιά στο Μάτι: «Καιγόταν ο κόσμος ζωντανός – Καμία υπηρεσία δεν λειτούργησε»
«Για την Εβίτα, τον Αντρέα και τον Γρήγορη. Πέθαναν στη φονική πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου 2018 από τις εγκληματικές παραλήψεις και τα τραγικά λάθη όλων των κατηγορουμένων. Θα ήθελα να μην είμαι στη δουλειά μου εκείνο το απόγευμα. Θα ήθελα να ήμουν μαζί τους. Ενημερώθηκα από το Ίντερνετ ότι έχει φωτιά στο Νταού Πεντέλης» κατέθεσε η μάρτυρας που η λέξη «συγκλονιστική» δεν μπορεί να αποδώσει το περιεχόμενο της κατάθεσής της και της συναισθηματικής ένταση.
Κατά τη διάρκεια της κατάθεσής της, ακούγονταν λυγμοί απ’ όλες τις πλευρές τις αίθουσας, ενώ η ίδια περιέγραψε λεπτό προς λεπτό όσα έγιναν εκείνο το απόγευμα και της στέρησαν ό,τι πολυτιμότερο είχε, την οικογένεια της. «Εγώ επέμενα, τηλεφωνούσα συνεχώς. Όταν κατάφερα να βρεθώ στη λεωφόρο Μαραθώνος στην έξοδο προς Ραφήνα, αυτό που αντίκρισα ήταν τρομακτικό. Ακινητοποιημένα αυτοκίνητα. Δεν καταλάβαιναν γιατί έχουν σταματήσει. Έπαιρνα το Γρήγορη, τα παιδιά στα κινητά τους, δεν το σήκωναν».
Κάποια στιγμή ο γιος της σήκωσε το τηλέφωνο του συζύγου της. «Το παιδί ήταν τρομοκρατημένο. Μου είπε ότι βρίσκεται στο λιμάνι του Ματιού, ότι γίνονταν εκρήξεις και ήταν μια χαοτική κατάσταση. «Φοβάμαι, μαμά μου!» μου είπε. Του είπα ότι προσπαθώ να έρθω να τους βρω. Μου λέει «εσύ να μην έρθεις, θα έρθουμε εμείς». Ήταν φοβισμένος κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Να του κρατήσω το χέρι, να του πω ότι όλα θα πάνε καλά».
Στην προσπάθειά της να φτάσει στο Μάτι, ένα μηχανάκι της φώναξε «Γύρνα πίσω, θα καείς, καίγονται τα πάντα», εκείνη όμως δε σταμάτησε. «Έπαιρνα το Γρηγόρη. Κάποια στιγμή γύρω στις 18.30, όταν μου απάντησε στο τηλέφωνο, ούρλιαζε. «Καιγόμαστε! Δεν το καταλαβαίνεις! Πού να έρθεις να μας βρεις!». Ο Γρηγόρης μου έκανε ότι ήταν δυνατό για να σώσει τα παιδιά μας. Δεν μπορεί να ήταν οι δικοί μου. Όχι τα δικά μου τα παιδιά, όχι ο άντρας μου. Όχι έτσι» ξέσπασε η Βάρβαρα Βουκάκη.
Η γυναίκα περιέγραψε ότι βρήκε το φίλο της, Τάκη Μπαλάσκα, και τη βοήθησε να ψάξει την οικογένεια της. «Του είπα να πάει στο σπίτι στο Μάτι να δει μήπως τους βρει. Με παίρνει και μου λέει »στο σπίτι δεν υπάρχει κανένας» και πως καιγόταν ένα σημείο του σπιτιού και προσπαθούσε να το σβήσει μόνος του. Να το ξαναπώ; Ανυπαρξία κρατικού μηχανισμού. Ξεκίνησα να πάω στο Μάτι φορτωμένη με όσα πράγματα θεωρούσα ότι μπορεί να χρειάζονταν άνθρωποι που έχουν περάσει από φωτιά. Πριν φτάσω στην Αγία Μαρίνα είδα δυο περιπολικά σταματημένα κι έκλειναν το δρόμο. «Που πάτε κυρία μου; Είστε τρελή; Κάτω κάηκαν τα πάντα» μου είπαν και απάντησα «θα περάσω τώρα, ψάχνω την κόρη μου, τον άντρα και το γιο μου». Ποιο Μάτι; Ποια περιοχή; Δεν υπήρχε τίποτα. Μυρωδιά καμένου, σκοτάδι, νεκρική σιωπή! Δεν είχε μείνει τίποτα ζωντανό. Μόνο κάποιοι άνθρωποι σαν εμάς».
Διαβάστε επίσης: Δίκη για το Μάτι: «Τους εγκλώβισαν χωρίς δυνατότητα διαφυγής»
Η Βάρβαρα Βουκάκη περιέγραψε στη συνέχεια τις αγωνιώδεις προσπάθειές της να βρει την οικογένεια της. «Φτάσαμε στο σημείο που ήταν τα αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο. Χαμός. Είχε μέσα απανθρακωμένους ανθρώπους. Που ήταν οι δικοί μου άνθρωποι; Θα τους έβρισκα έτσι; Βλέπω το αμάξι του συζύγου μου παρατημένο. Λέω όχι εδώ ο άνδρας μου και τα παιδιά μου! Γιατί έχει παρατήσει το αμάξι ανοιχτό; Τι τον ανάγκασε; Δεν ήξερα. Φώναζα τα ονόματα τους. Ποιος να απαντήσει; Τι να απαντήσει;» ανέφερε.
Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο λιμάνι της Ραφήνας. «Κάθε φορά που ερχόταν μια βάρκα τρέχαμε. Κι όταν έφευγε η βάρκα και δεν κατέβαινε κανείς από τους δικούς μας, απογοήτευση» είπε και συμπλήρωσε: «Σε μια από όλες τις φορές που βρίσκομαι στο Λιμεναρχείο με πλησίασε μια αξιωματικός και μου είπε ότι έχουν βρει ένα κοριτσάκι. Από τις φωτογραφίες που τους είχα δώσει… Είχε μια φωτογραφία στο κινητό της. Με ρώτησε αν μπορεί να μου τη δείξει. Της είπα ναι. Πίστευα ότι δεν θα είναι το δικό μου παιδί. Και είδα τη φωτογραφία και δεν ήταν λάθος και ήταν η Εβίτα μου. Με το ροζ μπλουζάκι της, όπως μου είχε στείλει λίγες ώρες νωρίτερα ένα βίντεο. Τραγουδούσε και γελούσα. Τώρα δεν είχε ζωή. Έπρεπε να συνεχίσω. Η ζωή μου είχε τελειώσει, αλλά είχα άλλο ένα παιδί κι ένα σύζυγο. Έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου. Να ξανακατέβω στις βάρκες να τους βρω. Ερχόντουσαν οι βάρκες και οι δικοί μου δεν κατέβαιναν».
Η είδηση του τραγικού θανάτου και των άλλων δύο μελών της οικογένειάς της δεν άργησε να έρθει, αφού προηγουμένως η ίδια ταλαιπωρήθηκε με κυνηγητό σε υπηρεσίες. «Εγώ η ίδια πήγα στα ψυγεία να δω, αφού δε μπορείτε να μου δώσετε μια απάντηση. Κάποια στιγμή με ειδοποίησαν από την ιατροδικαστική υπηρεσία να δώσω dna για να γίνει η επίσημη ταυτοποίηση για την Εβίτα. Ζήτησα να δω. Μου το επέτρεψαν. Τα χεράκια της, τα δαχτυλάκια της. Ήξερα για τον άντρα μου, αλλά ευχόμουν για τον Αντρέα μου. Μέχρι τελευταία στιγμή ήλπιζα ακόμα. Με ενημέρωσαν ότι ταυτοποιήθηκε και ο Αντρέας μου και ακολούθησε το δρόμο που άνοιξε ο Γρηγόρης και η Εβίτα μου».