Ενα μεγάλο κεφάλαιο της ανδρικής μόδας του τέλους του περασμένου αιώνα γράφτηκε στις κερκίδες των γηπέδων. Είναι η κεντρική ιδέα που προβάλλει η έκθεση «Art of the Terraces» στο Walker Center Gallery του Μουσείου του Λίβερπουλ συνδυάζοντας τη μόδα, το ποδόσφαιρο και την τέχνη για να παρουσιάσει την ιστορία ενός κινήματος που καθόρισε την αθλητική κουλτούρα των δεκαετιών του 1970, του 1980 και του 1990.
Η έκθεση αυτή εξετάζει την κουλτούρα των casuals του ποδοσφαίρου, η οποία ξεκίνησε στις ποδοσφαιρικές κερκίδες της Βρετανίας στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μέσα από τα πεδία της ποπ κουλτούρας αναδεικνύει τις μάρκες ένδυσης και τον αθλητικό εξοπλισμό, τη μουσική και τις συναντήσεις μεταξύ αντίπαλων ομάδων ποδοσφαιρικών οπαδών που καθόρισαν μια εποχή και μια γενιά.
Οι φίλαθλοι στο αγγλικό ποδόσφαιρο φαίνεται ότι εκτός από την ισχυρή κουλτούρα υποστήριξης που δημιούργησαν γύρω από τις ομάδες τους καθόρισαν σε έναν μεγάλο βαθμό τη σπορ ανδρική εμφάνιση των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα.
Σε μια συγχώνευση τέχνης, μόδας και λαϊκής κουλτούρας, το «Art of the Terraces» εξερευνά το έργο μιας γενιάς σύγχρονων καλλιτεχνών και σχεδιαστών που επηρεάστηκαν από το φαινόμενο των casuals που αναπτύχθηκε σε κίνημα τα τελευταία 40 χρόνια. Αναδεικνύει μια πολιτιστική σκηνή που έχει αγνοηθεί από τον κυρίαρχο κόσμο της τέχνης, υπογραμμίζει το επιμελητικό σημείωμα, η οποία όμως δημιούργησε τις δικές της δυναμικές μορφές τέχνης και στην οποία πιστώνεται πλέον η μαζική διάδοση του αθλητικού ενδύματος ως ρούχου αναψυχής – που έχει λάβει διαστάσεις παγκόσμιου στυλιστικού φαινομένου, στο οποίο συνδυάζεται το αθλητικό ντύσιμο και το άνετο χαλαρό στυλ των μη επίσημων ρούχων της καθημερινότητας.
Η γέννηση των casuals
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, τότε που τα παντελόνια – καμπάνες ήταν φαρδιά σε βαθμό γελοιότητας, οι οπαδοί του ποδοσφαίρου κατέβαιναν για το γήπεδο κρατώντας τουλάχιστον δύο κασκόλ, τα οποία τύλιγαν σε κάθε καρπό τους. Οι οπαδοί των ομάδων που αγωνίζονταν φορούσαν περήφανα τα χρώματα εκείνης που υποστήριζαν. Ηταν η εποχή που από το Νιούκαστλ μέχρι το Ιπσουιτς κυκλοφορούσαν συμμορίες θυμωμένων ντόπιων με μαλλιά χαίτη κομμένα όπως των αδελφών Μπάρι και Ρόμπιν Γκιμπ του συγκροτήματος Bee Gees, σέρνοντας τα βήματά τους μέσα σε ψηλές μπότες που ξεπρόβαλλαν από το παντελόνι – καμπάνα τους.
Ωστόσο, έξω από το στάδιο του Γουέμπλεϊ πριν από τον αγώνα Λίβερπουλ – Σαουθάμπτον, τον Αύγουστο του 1976, φάνηκε αχνά ο αέρας της αλλαγής. Μέσα από μια θάλασσα από τζιν, μαλλιά και μπότες με τακούνια βγήκε μια μικρή ομάδα νεαρών αγοριών που φορούσαν όλα τους σουέντ μαλακά παπούτσια, στενά τζιν και εκείνα τα μπλουζάκια της Adidas με τις ανάγλυφες πλαστικές ρίγες στους ώμους. Αλλο αξιοπρόσεκτο σημείο διαφοράς απέναντι στην κόμμωση των άλλων οπαδών που έκαναν χωρίστρα στη μέση ήταν τα κοντά μαλλιά τους τακτοποιημένα με πλαϊνές χωρίστρες. Τις επόμενες σεζόν, η πρώτη παρέα ποδοσφαιρόφιλων που απομακρύνθηκε από το στυλ του παπουτσωμένου αγοριού ξεκίνησε μια νέα τάση που ανέτρεψε την κουλτούρα της εξέδρας. Αυτοί ήταν οι πρώτοι football casuals.
Ο δημοσιογράφος Κέβιν Σάμπσον στη σχετική ιστοσελίδα της έκθεσης γράφει πως οι ίδιοι ποτέ δεν αποκάλεσαν τους εαυτούς τους casuals. Ο όρος αυτός ήταν μια επινόηση των μίντια του Λονδίνου τη δεκαετία του 1980 για να περιγράψει μια τάση που είχε ξεπηδήσει από τους δρόμους και κυριάρχησε ακόμη και στην επώνυμη μόδα των σχεδιαστών. Αυτή η αναδυόμενη σκηνή ήταν μάλλον ευμετάβλητη παρά περιστασιακή, με μια συγκεκριμένη μάρκα ή αντικείμενο να θεωρείται «in» τη μια εβδομάδα και «out» την επόμενη. Οι ρίζες αυτoύ του στυλιστικού τελετουργικού χωρίς όνομα ήταν σταθερά ενσωματωμένες στο Λίβερπουλ.
Καθώς ο πυρήνας των φιλάθλων της Λίβερπουλ άρχισε να ταξιδεύει για να παρακολουθήσει διεθνείς διοργανώσεις, άρχισαν να δανείζονται στοιχεία από τους αντίπαλους οπαδούς που συναντούσαν στους ευρωπαϊκούς εκτός έδρας αγώνες. Παραμέρισαν τις καμπάνες τους και τα βαριά αδιάβροχα και άρχισαν να ντύνονται με τις τελευταίες ξένες ετικέτες της εποχής.
Στην τωρινή έκθεση στο Μουσείο του Λίβερπουλ ο επισκέπτης δε θα παρασυρθεί στη ρετρό νοσταλγία των αθλητικών εκθεμάτων. Οι casuals είχαν μεγάλο αντίκτυπο και στην τέχνη καθώς κάποια από τα μέλη αυτής της σκηνής έγιναν καλλιτέχνες. Οπως δείχνει ο Μαρκ Λίκι, του οποίου το βίντεο «Fiorucci Made Me Hardcore» του 1999 αναμειγνύει πλάνα από χορευτές της Northern Soul, οπαδούς του ποδοσφαίρου και ravers. Στην ίδια έκθεση χωρά και η επόμενη γενιά ποπ αρτ καλλιτεχνών που εμπνεύστηκαν από τους ποδοσφαιρόφιλους casuals. Ο Ρος Μιούιρ είναι ένας από αυτούς καθώς ιδιοποιείται την αυτοπροσωπογραφία του Βίνσεντ βαν Γκογκ ντύνοντας τον φωβιστή ζωγράφο με αθλητικό ριγωτό μπουφάν Adidas.
Μπάλα, μόδα, τέχνη
Το «Art of the Terraces» ξεκινάει με μια σειρά από πίνακες που ανακαλούν τα θριαμβικά στιγμιότυπα που συμβαίνουν στις εξέδρες όπου οι φίλαθλοι παρακολουθούν τους αγώνες. Ή τις πιο θλιβερές στιγμές ήττας, όπως απεικονίζει το έργο «Eight Bloody Nil» του Γκλεν Ουίλιαμς. Βλέπουμε οπαδούς στη βροχή, οπαδούς που κρυώνουν και βαριούνται και οπαδούς που πετούν τα καπέλα τους στον αέρα. Αυτό που δεν βλέπουμε, σχεδόν ποτέ, είναι ποδοσφαιριστές – και από πολλές απόψεις αυτό είναι που κάνει την έκθεση να λειτουργεί τόσο καλά. Δεν είναι μια ιστορία με υπογραφές σουπερστάρ, αλλά με την υποστήριξη της βάσης που πραγματικά δίνει δύναμη στο παιχνίδι, θα σημειώσει στο άρθρο του στην «Guardian» o Tim Jonze.
Στην τελευταία αίθουσα της έκθεσης υπάρχει μια απεικόνιση σε ταπισερί των κερκίδων με τίτλο «Who Are Ya’?». Δεν είναι το συνηθισμένο πράγμα που θα περίμενε κανείς να βρει σε μια γκαλερί – μια ταπισερί για χούλιγκαν του ποδοσφαίρου, λέει ο δημιουργός της Τζέιμι Χόλμαν. Ο Τζέιμι Χόλμαν συχνά συνεργάζεται με ειδικευμένους τεχνίτες από την κοινότητα του Λάνκασιρ για να κατασκευάσει τα έργα του, τα οποία αντλούν από την κληρονομιά των κοινοτήτων της εργατικής τάξης, ιδίως από τον αντίκτυπο της Βιομηχανικής Επανάστασης και τις κουλτούρες που εκδηλώθηκαν ως συνέπεια της εμφάνισής της.
Η ταπισερί του «Who Are Ya’?» έχει ως στόχο να δείξει τη σύνδεση μεταξύ της ιστορίας του 19ου αιώνα των υφαντουργικών μύλων του Λάνκασιρ και των δισέγγονων εκείνων των υφαντών οι οποίοι συνέβαλαν στη δημιουργία της Football League. Θέτει ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητα της εργατικής τάξης και τις λεγόμενες «εγκαταλειμμένες» περιοχές, όπως το Μπλάκμπερν, όπου εργάζεται. «Υπάρχουν παιδιά στη Ρώμη που φορούν αθλητικά παπούτσια Adidas Blackburn», επισημαίνει. «Ακούς όλα αυτά τα πράγματα για τις περιοχές που έχουν μείνει πίσω. Λοιπόν, το ποδόσφαιρο είναι πλέον μια ποικιλόμορφη, πολυπολιτισμική, παγκόσμια υπόθεση, αλλά οι ρίζες ξεκινούν από αυτά τα απροσδόκητα μέρη όπου δεν προβλέπεται πλέον να συμβεί τίποτα».
Ο ίδιος καλλιτέχνης αναγνωρίζει ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι πάντα εύκολο να χωρέσει σε μια γκαλερί. «Παρά τις αλλαγές στο παιχνίδι και την παγκόσμια αποδοχή, το ποδόσφαιρο παραμένει προκλητικά εργατικό, με την έννοια ότι είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις αυτές τις πραγματικές σκοτεινές ιστορίες από τον αγώνα. Η χρήση υλικών από τους ίδιους χώρους από όπου ξεκίνησε, μου επιτρέπει να μιλήσω για την ανδρική επιθετικότητα και τη βία χωρίς να φετιχοποιήσω υπερβολικά αυτά τα στοιχεία. Στην πραγματικότητα τα νήματα μαλακώνουν την εικόνα της αρρενωπότητας».
Μερικά μέτρα παραπέρα, σε μία άλλη αίθουσα, βρίσκεται μια εγκατάσταση με ποδοσφαιρικά κασκόλ σχεδιασμένα από καλλιτέχνες. Υπάρχουν τα κασκόλ του Ντέιβιντ Σρίγκλεϊ και των Guerilla Girls, κασκόλ με σκύλους που κατουράνε πάνω σε περιπολικά, κασκόλ που παρουσιάζουν πραγματικά περιστατικά ξεγυμνώματος στα γήπεδα. Σε ένα από αυτά η καλλιτέχνις Νατάσα Ιβς απεικονίζει τις (ελλιπείς) ποδοσφαιρικές ικανότητες του Ματ Χάνκοκ, ενώ ο Τζόναθαν Κέλαμ, αφού συνειδητοποίησε ότι η περιοχή St Annes στο Μπρίστολ δεν έχει στην πραγματικότητα ποδοσφαιρική ομάδα, εφηύρε μία για να την αναδείξει στο κασκόλ του ως Super Duper St Annes FC.