Χρειάστηκαν επίμονες διαπραγματεύσεις στην ΕΕ και τελικά η απόφαση είναι το πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου να μπει πιο χαμηλά από την αρχική πρόταση, δηλαδή να πάει στα 60 δολάρια το βαρέλι.
Το σκεπτικό πίσω από το πλαφόν, που ήταν κατά βάση μια αμερικανική πρόταση, ήταν να βρεθεί μια «μέση λύση» ανάμεσα στο να χτυπηθεί η ικανότητα της Ρωσίας να χρηματοδοτεί τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσα από εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου και ταυτόχρονα να αποφευχθεί μια απότομη αποκοπή της πρόσβασης για πολλές χώρες στο ρωσικό πετρέλαιο, που θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη ενεργειακή κρίση, άρα και εκτίναξη των τιμών των καυσίμων, που θα επηρέαζε και τις αναπτυγμένες οικονομίες.
Ούτως ή άλλως αυτή ήταν μια αντίφαση που εξαρχής είχαν να αντιμετωπίσουν οι χώρες της Δύσης: η αποτελεσματικότερη μορφή κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία θα ήταν να μην μπορεί να εξάγει πετρέλαιο και φυσικό αέριο, όμως αυτό απλώς θα επέτεινε την ενεργειακή κρίση που πλήττει την παγκόσμια οικονομία.
Εξ ου και η συζήτηση για μια τιμή πετρελαίου που να είναι χαμηλότερη από τις τιμές αναφορές (εν προκειμένω το Μπρεντ), αλλά να επιτρέπει στη Ρωσία να συνεχίσει να έχει κίνητρο να πουλάει. Βεβαίως είναι ενδεικτικό ότι το εύρος τιμών που εξαρχής συζητήθηκε, δηλαδή 60-70 δολάρια ανά βαρέλι, ήταν περίπου αυτό στο οποίο πουλάει με έκπτωση αυτή τη στιγμή η Ρωσία.
Μάλιστα, συχνά το πλαφόν έχει παρουσιαστεί και ως ένα μέτρο ευνοϊκό για τις αναπτυσσόμενες χώρες αφού οδηγήσει σε μείωση του κόστους ενέργειας για αυτές εάν προμηθεύονται ρωσικό πετρέλαιο.
Να σημειώσουμε εδώ ότι το ρωσικό πετρέλαιο πωλείται αυτή τη στιγμή γύρω στα 70 δολάρια το βαρέλι και το κόστος παραγωγής του είναι αρκετά χαμηλότερο. Έγγραφα της ρωσικής κυβέρνησης το όριζαν στα 44 δολάρια, αλλά υπάρχουν και εκτιμήσεις ότι είναι χαμηλότερο. Ο ίδιος ο προϋπολογισμός πάντως της ρωσικής κυβέρνησης είναι στηριγμένος στην υπόθεση μιας μέσης τιμής 70 δολάρια το βαρέλι για το 2023. Βεβαίως, η ίδια η Ρωσία έχει αρνηθεί να προχωρήσει σε οποιαδήποτε συμμόρφωση με αυτό το πλαφόν.
Η προσπάθεια επέκτασης των κυρώσεων με βάση το ζήτημα της ασφάλισης των πλοίων
Από μόνο του το πλαφόν στις τιμές του πετρελαίου από χώρες που ούτως ή άλλως έχουν αυστηρό καθεστώς κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας δεν θα είχε μεγάλη αποτελεσματικότητα. Η ΕΕ για παράδειγμα έχει ήδη αποφασίσει ότι από τις 5 Δεκεμβρίου απαγορεύεται η αγορά, μεταφορά και πώληση αργού πετρελαίου και άλλων πετρελαϊκών προϊόντων από τη Ρωσία, ενώ από τις 5 Φεβρουαρίου αυτό επεκτείνεται και στα προϊόντα διυλιστηρίου.
Όμως, πολύ νωρίς οι χώρες της Δύσης (G7, ΕΕ και χώρες Ωκεανίας) διαπίστωσαν ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του πλανήτη δεν ήταν διατεθειμένο να ακολουθήσει το δρόμο των κυρώσεων και συνέχισε να συναλλάσσεται κανονικά με τη Ρωσία, αγοράζοντας πετρέλαιο και φυσικό αέριο από αυτήν.
Γι’ αυτόν τον λόγο και μαζί με τον πλαφόν θα γίνει προσπάθεια να εφαρμοστεί και ένας «δευτερογενής μηχανισμός» κυρώσεων που σκοπό έχει να εξασφαλίσει την εφαρμογή του πλαφόν παγκοσμίως, καθώς το πλαφόν αφορά κυρίως τις αγορές εκτός EE και G7.
Ο μηχανισμός αυτός είναι η απαγόρευση ασφάλισης των πλοίων που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο, εάν αυτό δεν είναι τιμολογημένο στα όρια του πλαφόν, ένα πλαφόν που η Ρωσία προφανώς και δεν δέχεται. Κανονικά ένα πλοίο δεν μπορεί να ταξιδέψει χωρίς ασφάλιση και η συντριπτική πλειοψηφία των εταιρειών που ασφαλίζουν πλοία και τα φορτία τους είναι στα όρια του G7 και της ΕΕ.
Αυτό, όντως, θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πρόβλημα καθώς αυτή τη στιγμή, παρά τα βήματα που έχουν γίνει για την δυνατότητα ασφάλισης πλοίων εκτός των ορίων των δυτικών χωρών, οι σχετικές εταιρείες δεν έχουν τον όγκο και την επάρκεια κεφαλαίων για να το κάνουν. Πάντως και η Ρωσία έχει διαμορφώσει μηχανισμό για την ασφάλιση των ρωσικών πλοίων αλλά και η Ινδία έχει διαμορφώσει έναν ανάλογο μηχανισμό.
Σημειώνουμε ότι η Τουρκία έχει ανακοινώσει ότι θα εξετάζει εάν τα δεξαμενόπλοια που διέρχονται των Στενών θα φέρουν τα προβλεπόμενα πιστοποιητικά ασφάλισης.
Η αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων
Βεβαίως αυτή τη στιγμή υπάρχει ένας σημαντικός όγκος πλοίων που ούτως ή άλλως παραβιάζουν τις κυρώσεις. Αυτά είναι τα πλοία που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά πετρελαίου από τη Βενεζουέλα και το Ιράν. Σε αυτά μπορούν να προστεθούν και τα πλοία που ούτως ή άλλως ανήκουν στη Ρωσία. Βεβαίως αυτά είναι συχνά πλοία που υπόκεινται σε κυρώσεις, ενώ στη μεταφορά φορτίων το χειμώνα υπάρχει και η παράμετρος εάν τα πλοία είναι πιστοποιημένα για ταξίδια σε θάλασσες με πάγο, σημείο πολύ σημαντικό για τη μεταφορά του ρωσικού πετρελαίου, μια που πολλές εξαγωγές πετρελαίου της Ρωσίας γίνονται από τη Βαλτική, ή ακολουθούν τις αρκτικές διαδρομές.
Σε αυτά μπορούν να προστεθούν πλοία που η ασφάλισή τους είναι εκτός των χωρών που εφαρμόζουν τις κυρώσεις και δεν υπόκεινται τα ίδια σε κυρώσεις. Αυτά θα μπορούσαν να μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο με μικρότερο κίνδυνο, αν και είναι πιθανό να ζητήσουν υψηλότερους ναύλους.
Ένα άλλο ζήτημα που θα είναι σημαντικό θα είναι ο βαθμός που θα μπορούν να υπάρχουν εύκολες μεταφορές από πλοίο σε πλοίο, που σημαίνει και ανάλογες τοποθεσίες OPL (Off Port Limit) και σε διεθνή ύδατα.
Πάντως το 2022 η Ρωσία επιδόθηκε σε μια εντατική προσπάθεια αγοράς τάνκερ για να μπορεί να παρακάμψει τις κυρώσεις, συνήθως πλοίων ηλικίας 12-15 εών που έχουν λίγα χρόνια ακόμη χρήσης. Ειδικότερα εκτιμάται ότι εταιρείες συνδεδεμένες με τη Ρωσία έχουν αγοράσει 29 σούπερ-τάνκερ, τα λεγόμενα VLCCs που μπορούν να μεταφέρουν περισσότερα από δύο εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου το καθένα, 31 Suezmax που μπορούν να μεταφέρουν περίπου ένα εκατομμύριο βαρέλια το καθένα και 49 Aframax που μπορούν να μεταφέρουν περίπου 700.000 βαρέλια το καθένα. Ωστόσο ακόμη και έτσι εκτιμάται ότι σε πρώτη φάση θα υπάρξει πιθανώς μια έλλειψη πλοίων όταν εφαρμοστούν πλήρως οι κυρώσεις.
Το ερώτημα της συμμόρφωσης των υπόλοιπων χωρών
Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι ακόμη και έτσι ένας μεγάλος αριθμός χωρών, συμπεριλαμβανομένων πραγματικά μεγάλων αγοραστών ρωσικού πετρελαίου όπως είναι η Κίνα και η Ινδία, δεν έχουν δείξει καμία διάθεση να συμμορφωθούν με τις δυτικές απαιτήσεις και το μηχανισμό των κυρώσεων, χωρίς φυσικά να υποτιμούν κάθε δυνατότητα να αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο με έκπτωση. Επιπλέον, εύλογα μπορεί να εκτιμήσει κανείς ότι μεσοπρόθεσμα τα προβλήματα σε σχέση με την ασφάλιση των πλοίων και συνολικότερα την εξασφάλιση ότι υπάρχουν αρκετά πλοία που μπορούν να μην υπόκεινται με άμεσο τρόπο στις κυρώσεις μπορούν να ξεπεραστούν.
Επομένως, το κόστος που θα προκληθεί για τη Ρωσία, από ένα σημείο και μετά, δύσκολα θα είναι εκείνης της κλίμακας που θα μπορούσε όντως να τη γονατίσει. Πράγμα που επαναφέρει το δύσκολο ερώτημα μιας πολιτικής εξόδου από τα αδιέξοδα του πολέμου.