Τα νέα παγκόσμια δεδομένα και οι διεθνείς εξελίξεις που αφορούν το τουριστικό προϊόν και την αγορά του απαιτούν μια νέα, διαφορετικού τύπου, προσέγγιση με έμφαση στα συγκριτικά πλεονεκτήματα του τόπου μας αλλά και εκείνα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα συμβάλλουν στην αναβάθμιση των υπηρεσιών και τη μεταστροφή από την ποσότητα στην ποιότητα.
Τα ελληνικά νησιά κι οι δημοφιλείς τουριστικοί προορισμοί της χώρας μας δοκιμάζονται τους καλοκαιρινούς μήνες από την υπέρβαση της φέρουσας ικανότητάς τους, έναν ιδιαίτερο δείκτη και μια κατάσταση που απειλεί όχι απλώς την καθημερινότητα των κατοίκων, αλλά και την ίδια την ιδιαίτερη «ταυτότητα» των κατοίκων και του τόπου τους, την οποία οι τουρίστες, υποτίθεται ότι επιθυμούν να βιώσουν. Ως συνέπεια επιφέρονται μόνιμες αλλαγές στον τρόπο ζωής και στην ευημερία των κατοίκων τους. Παράλληλα, υπονομεύονται αφενός το περιβάλλον και οι τόποι τουριστικής ελκυστικότητας, όπως οι παραλίες και τα φυσικά τοπία, και αφετέρου οι υποδομές τους (ύδρευση, αποχέτευση, διαχείριση αποβλήτων και ενέργειας κ.λπ.) και τελικά και η ίδια η τουριστική αξία και προοπτική τους. Σχετικές επιστημονικές μελέτες αναδεικνύουν ότι στις βασικότερες αιτίες του φαινομένου του υπερτουρισμού συγκαταλέγονται η εύκολη προσβασιμότητα και το σχετικά χαμηλό προσφερόμενο κόστος του ταξιδιού, καθώς και η παραδοσιακή εφαρμοζόμενη τουριστική πολιτική επιδίωξης αύξησης του αριθμού των αφίξεων.
Για ολόκληρες δεκαετίες επενδύσαμε αλόγιστα στην ποσότητα των επισκεπτών αφήνοντας στο περιθώριο την ποιότητα αλλά και τη μελέτη αυτού του τόσο σημαντικού και καθοριστικού παράγοντα που είναι άμεσα συνδεδεμένος, τόσο με τις ίδιες τις υπηρεσίες που προσφέρονται στους επισκέπτες, όσο και με τις παρενέργειες αυτής της άμετρης πολιτικής στο περιβάλλον και τους κατοίκους της χώρας μας.
Ιδιαίτερα στην περίπτωση των ελληνικών νησιωτικών τουριστικών προορισμών, είναι επιβεβλημένο, να θεσπίσουμε την έννοια της τουριστικής φέρουσας ικανότητας και τον τρόπο εκτίμησής της, αφενός για να εκτιμήσουμε τα όριά της για κάθε προορισμό και αφετέρου σταδιακά να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε κατάλληλες πολιτικές περιορισμού του υπερτουρισμού εντός των παραπάνω ορίων, χωρίς ωστόσο, τουλάχιστον μεσο-μακροπρόθεσμες, αρνητικές συνέπειες στην τοπική οικονομία.
Μέχρι σήμερα, δυστυχώς, δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί, θεσπιστεί και εφαρμοστεί μία ουσιαστική μεθοδολογία ορισμού και εκτίμησης της τουριστικής φέρουσας ικανότητας των νησιών μας, βάσει συγκεκριμένων παραμέτρων και κριτηρίων, που να συμπεριλαμβάνει κρίσιμους δείκτες, όπως η περιβαλλοντική της διάσταση, ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός, η ενεργειακή και υδροδοτική τους επάρκεια, η ακτοπλοϊκή διασύνδεσή τους, τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του οδικού δικτύου και των υπαρχόντων χώρων στάθμευσης, αλλά και ο κρίσιμος παράγοντας της διαχείρισης των στερεών και υγρών αποβλήτων με τέτοιους όρους που να μην επιβαρύνεται καθοριστικά το περιβάλλον.
Η μεγαλύτερη πρόκληση όμως δεν είναι ο ίδιος ο καθορισμός και η εκτίμηση της φέρουσας ικανότητας ανά προορισμό, αλλά ο σχεδιασμός και η λήψη των κατάλληλων μέτρων για την ορθολογική προσαρμογή του διαθέσιμου τουριστικού προϊόντος και για τη διαχείριση του εντός των ορίων της κατά τόπου φέρουσας ικανότητας. Ένας τέτοιος σχεδιασμός θα απαιτήσει κατάλληλες και στοχευμένες παρεμβάσεις από την Πολιτεία που θα σχετίζονται με το επίπεδο προσαρμογής του εκάστοτε νησιού στην εκτιμώμενη φέρουσα ικανότητά του, καθώς η διαφαινόμενη μείωση του όγκου των επισκεπτών θα αναπληρωθεί από την αύξηση των εσόδων μέσω της αναβάθμισης των παρεχομένων υπηρεσιών και αντισταθμιστικές πολιτικές ενίσχυσης της προστιθέμενης αξίας του τουριστικού μας προϊόντος.
Το τουριστικό προϊόν της χώρας απαιτεί εδώ και τώρα τον σχεδιασμό και την εφαρμογή πολιτικών προσαρμογής στην τουριστική φέρουσα ικανότητα κάθε προορισμού. Μια διαδικασία που θα είναι προϊόν σοβαρής και τεκμηριωμένης μελέτης από επιστημονικούς φορείς με την καθοδήγηση του αρμόδιου Υπουργείου, που σήμερα, δυστυχώς αδυνατεί χαρακτηριστικά να ηγηθεί μιας τέτοιας προσπάθειας και αναλώνεται απλά σε δημόσιες σχέσεις, ταξίδια αναψυχής και διαφημιστικές καμπάνιες. Παράλληλα, θα πρέπει να είναι προϊόν ουσιαστικής διαβούλευσης με τις δοκιμαζόμενες τοπικές κοινωνίες και όλους τους εμπλεκομένους, σε μία από κάτω προς τα πάνω διαδικασία λήψης αποφάσεων, τόσο σε οριζόντιες όσο και σε στοχευμένες πολιτικές, ώστε να διασφαλίζεται η επιθυμητή ευημερία και αειφορία με παράλληλη συναίνεση και αποδοχή των πολιτών.