Ποιο είναι το αόρατο νήμα που συνδέει 500.000 γερμανούς στρατιώτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με κατοίκους της Γροιλανδίας και τους αυτόχθονες Σαάμι που ζούσαν στα βόρεια τμήματα της Νορβηγίας και της Σουηδίας;
Είναι όλοι τους πρόσφυγες που επιχειρούν να επουλώσουν τα μακροχρόνια τραύματα του ξεριζωμού με τη βοήθεια των μουσείων. Πίσω από αυτή την πρωτοβουλία βρίσκεται το «Identity on the Line», ένα διεθνές χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ενωση μεγάλης κλίμακας έργο συνεργασίας μεταξύ μουσείων και επαγγελματιών του χώρου σε επτά ευρωπαϊκές χώρες, με θέμα τη διερεύνηση των μακροπρόθεσμων συνεπειών της αναγκαστικής μετανάστευσης, του πολέμου και του ψυχικού τραύματος.
«ΤΑ ΝΕΑ» μίλησαν με την επικεφαλής του προγράμματος, γερμανίδα εθνολόγο, ερευνήτρια και συγγραφέα, δρ Κάτριν Παμπστ, για τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τις 164 σε βάθος συνεντεύξεις με τρεις γενιές πρώην μεταναστών, τα παιδιά και τα εγγόνια τους, διάρκειας δύο έως 15 ωρών η καθεμία, με αφορμή την επικείμενη εισήγησή της στο πλαίσιο του 12ου συνεδρίου «CoMuseum 2022: Πολιτισμός, Φροντίδα, Θεραπεία» που διοργανώνουν την Τετάρτη το Μουσείο Μπενάκη, η Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα και το Βρετανικό Συμβούλιο.
«Διαπιστώσαμε σαφείς ομοιότητες όσον αφορά τα συναισθήματα που εκφράστηκαν μέσα από τις μαρτυρίες, ανεξάρτητα από τη διαδικασία μετανάστευσης, τη χώρα και τη γενιά. Ολοι βρέθηκαν κάπου ανάμεσα στα δίπολα ανήκειν και αποξένωση, αντοχή και ευαλωτότητα, αδικία και συμφιλίωση. Διαπιστώσαμε ότι όπου το τραύμα δεν αντιμετωπίστηκε σωστά, είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες για τις επόμενες γενιές και θα μπορούσε να διαταράξει μαζικά τις οικογενειακές σχέσεις» λέει η δρ Παμπστ, η οποία άφησε προσωρινά τη θέση της ως επικεφαλής του επιστημονικού τμήματος του Μουσείου Vest-Agder της Νορβηγίας προκειμένου να ηγηθεί στο «IΟΝ» Line, το οποίο πραγματοποιείται σε μουσεία της Νορβηγίας, της Σουηδίας, της Δανίας, της Κροατίας, της Σλοβενίας, της Πολωνίας και της Λιθουανίας, ενώ τώρα προχωρούν οι διαδικασίες ώστε να ενταχθεί στο πρόγραμμα ένας ουκρανός παραγωγός ταινιών για τη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ για τους Τατάρους της Κριμαίας.
Πόσα διαφορετικά «πρόσωπα» θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο τραύμα; «Πολλά» απαντά η δρ Παμπστ. «Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι ένα τραύμα μάς επηρεάζει για πάντα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ανεξάρτητα από το αν συνειδητά μπορούμε να το ανακαλέσουμε στη μνήμη μας ή όχι. Εκτιμούν επίσης ότι οι αντιδράσεις είναι πολύ εξατομικευμένες. Σε γενικές γραμμές, το ένα τρίτο όλων όσοι έχουν υποστεί κάποιο τραύμα δεν εμφανίζει συμπτώματα, το ένα τρίτο εμφανίζει κάποια και το ένα τρίτο ταξινομείται ως κλινικά τραυματισμένο. Τις περισσότερες φορές τα άτομα από τα οποία έχουμε πάρει συνέντευξη μας είπαν ότι δεν μπορούσαν να μιλήσουν για το τι τους είχε συμβεί. Ηθελαν απλώς να ξεχάσουν ή να γλιτώσουν τα παιδιά τους. Είχαν επίσης την αίσθηση ότι κανείς δεν ήθελε να τους ακούσει ή να τους καταλάβει. Ορισμένοι μας είπαν ότι τα αρνητικά συναισθήματα που είχαν ως απόηχο ενός τραύματος τους οδήγησαν σε βίαιη συμπεριφορά που επηρέασε έντονα τις επόμενες γενιές».
Ασφαλές περιβάλλον
Υπήρχαν βεβαίως κι εκείνοι που ήταν πρόθυμοι να μοιραστούν τις εμπειρίες τους, αλλά φοβήθηκαν να το κάνουν. «Πολλοί μίλησαν για πρώτη φορά για γεγονότα που καθόρισαν τη ζωή τους και τους πήρε πολύ καιρό για να αισθανθούν έτοιμοι. Για να μοιραστούν την ιστορία τους χρειάζονταν ένα ασφαλές περιβάλλον και οι άνθρωποι των μουσείων δεν τους πίεσαν. Τους άκουσαν με ενδιαφέρον και έκαναν τις σωστές ερωτήσεις, ενώ τους παρείχαν την εγγύηση ότι θα μπορούσαν να παραμείνουν ανώνυμοι» λέει η γερμανίδα εθνολόγος τονίζοντας τη σημασία που έχει μια καλά σχεδιασμένη, αλλά και ευέλικτη κατά τη διενέργειά της συνέντευξη, αλλά και η δυνατότητα που παρέχεται στον συνεντευξιαζόμενο να αναθεωρήσει και να αλλάξει κάτι, εάν χρειαστεί.
Κι αν το περιβάλλον ενός μουσείου συμβάλλει στο να μοιραστεί κάποιος που έχει χάσει την εστία του την τραυματική του εμπειρία, πώς μπορεί να τον βοηθήσει να το αντιμετωπίσει; «Με το να είναι αξιόπιστο, να έχει επαγγελματική προσέγγιση και εκπαιδευμένο προσωπικό στον χειρισμό τραυμάτων, να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους με σεβασμό και με το να παρέχει μια ευρύτερη εικόνα των ιστορικών γεγονότων που οδηγεί σε ένα νέο επίπεδο κατανόησης τόσο για όσους καταθέτουν τη μαρτυρία τους όσο και για τους επισκέπτες. Κάθε προσωπική ιστορία με τις σχετικές εμπειρίες, τα συναισθήματα και τις υποκειμενικές ερμηνείες της, είναι μέρος της κοινής μας ιστορίας, και ως τέτοια σημαντική. Η επίγνωση ότι κάποιος δεν είναι μόνος με τις εμπειρίες και τα συναισθήματά του είναι χρήσιμη κατά την αντιμετώπιση ενός τραύματος».