Είναι πλέον γεγονός ότι το «The Fabelmans», η τελευταία ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, η πιο αυτοαναφορική και ίσως η πιο άμεσα προσωπική δημιουργία του, υπήρξε παταγώδης αποτυχία, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά όπου και αν μέχρι σήμερα έχει προβληθεί. Exοντας ανοίξει στις αμερικανικές αίθουσες στις 13 Νοεμβρίου, η ταινία έχει ως τώρα έσοδα περίπου 3,8 εκατ. δολάρια (σε Αμερική και Καναδά) και 3,9 εκατ. παγκοσμίως. Σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία, ο προϋπολογισμός της κυμαίνεται γύρω στα 40 εκατ. δολάρια, οπότε το πράγμα μιλάει μόνο του. Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, τα νούμερα έχουν ως εξής: το «The Fabelmans» έκοψε 7.833 εισιτήρια μέσα στο διάστημα των τεσσάρων πρώτων ημερών προβολής του και έχοντας διανεμηθεί από την προπερασμένη Πέμπτη σε 81 αίθουσες εκ των οποίων οι 38 ήταν αθηναϊκές.
Ολα αυτά τα νούμερα είναι απογοητευτικά χαμηλά και η προφανής αυτή αποτυχία ακολουθεί εκείνην του «West Side Story» του ιδίου σκηνοθέτη, που είχε την ίδια περίπου μοίρα πέρυσι. Επίσης, όπως το «West Side Story» προτάθηκε για πολλά Οσκαρ (επτά) κερδίζοντας σε μία κατηγορία, το ίδιο αναμένεται να γίνει και με το «The Fabelmans» που ήδη συζητιέται για πολλές κατηγορίες. Οπότε όλο αυτό το πολύ αμήχανο σκηνικό μάς φέρνει στο σημείο να αναρωτηθούμε: αν ο Στίβεν Σπίλμπεργκ δεν μπορεί πλέον να φέρει κόσμο στην κινηματογραφική αίθουσα, τότε ποιος μπορεί; Η απάντηση ίσως είναι ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο Γουές Αντερσον, ο Κρίστοφερ Νόλαν και ο Κουέντιν Ταραντίνο. Αυτοί όντως μπορούν ακόμα να τα καταφέρουν, αλλά και οι τέσσερις μοιάζουν να ανήκουν πλέον σε μια «φυλή υπό εξαφάνιση».
Και σαν να μην έφτανε η αποτυχία του Σπίλμπεργκ, τα πράγματα δεν μοιάζουν να είναι καθόλου καλά για την «Babylon», του Ντάμιεν Σαζέλ, μία από τις εναπομείνασες ελπιδοφόρες ταινίες για τα προσεχή Οσκαρ. Τα νούμερα που το «Babylon» έχει μέχρι στιγμής σημειώσει είναι επίσης πολύ χαμηλά, ενώ ο προϋπολογισμός του ήταν περίπου 90-100 εκατ. δολάρια.
Οπως δείχνουν τα πράγματα στη μετά COVID-19 περίοδο που διανύουμε, το πλήγμα που δέχθηκε η κινηματογραφική διανομή στις αίθουσες είναι βαθύ και απολύτως βάναυσο. Το μεγαλύτερο σε ηλικία κοινό (εκείνο δηλαδή που κατά βάση όριζε τον «κορμό» των επισκεπτών στις αίθουσες) έχει πλέον όχι μόνο μάθει αλλά και συνηθίσει να καταναλώνει ταινίες μέσα στην άνεση του σπιτιού του. Εχει δηλαδή ακολουθήσει τα χνάρια του νεότερου κοινού που ούτως ή άλλως το έκανε πριν από την πανδημία.
Σε ό,τι αφορά τώρα τον «μεταλλαγμένο» χαρακτήρα της ίδιας της αίθουσας, φαίνεται ότι ο Μάρτιν Σκορσέζε βγήκε αληθινός με τη δήλωση που είχε κάνει πριν από μερικά χρόνια. «Οι κινηματογραφικές αίθουσες μετατρέπονται κυρίως σε θεματικά πάρκα» είχε δηλώσει ο διάσημος σκηνοθέτης ορμώμενος από την τεράστια επιτυχία υπερπαραγωγών βασισμένων σε «χάρτινους» υπερήρωες (Marvel Comics, DC Comics). Και είναι αλήθεια. Γιατί αυτό που μάθαμε φέτος είναι ότι το νεότερο σε ηλικία κοινό, που βεβαίως δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, πλην εξαιρέσεων όπως το «Elvis» του Μπαζ Λούρμαν, θα εξακολουθεί να αγοράζει το εισιτήριό του για τις αίθουσες αλλά για τα «πακέτα» κινηματογραφικών συνεχειών με αναγνωρίσιμες ταμπέλες. Ως εκεί.
Απογοητευτική εικόνα
Ειδικά στην Αμερική, η εικόνα που παρουσιάζουν στις αίθουσες ταινίες που έχουν διακριθεί σε κινηματογραφικά φεστιβάλ και στοχεύουν στα Οσκαρ είναι ιδιαιτέρως απογοητευτική. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στις σχεδόν συνολικές εισπράξεις μέσα στις παρενθέσεις ταινιών όπως το «Till» (επιστροφή σε μια υπόθεση ρατσισμού στον αμερικανικό Νότο της δεκαετίας του 1950 – 8,6 εκατ. δολάρια), το «Tar» (βραβείο Ερμηνείας για την Κέιτ Μπλάνσετ στο φεστιβάλ Βενετίας – 5,1 εκατ. δολάρια), τα «Πνεύματα του Ινίσριν» (βραβείο Ερμηνείας για τον Κόλιν Φάρελ και βραβείο Σεναρίου για τον Μάρτιν Μακ Ντόνα στο φεστιβάλ Βενετίας – 7,8 εκατ. δολάρια), το «Bones and all» (βραβείο Σκηνοθεσίας για τον Λούκα Γκουαντανίνο στο φεστιβάλ Βενετίας – 3,7 εκατ. δολάρια), το «Κάποια μίλησε» (αφορά το σκάνδαλο Χάρβεϊ Γουάινστιν και προβάλλεται στις αίθουσες από την περασμένη Πέμπτη – 4,2 εκατ. δολάρια) και το «Τρίγωνο της θλίψης» (Χρυσός Φοίνικας στο φεστιβάλ Καννών – 4 εκατ. δολάρια).
Επομένως είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι υπάρχει ο απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα στον mainstream κινηματογράφο και τα Οσκαρ. Παρά την αποδοχή των κριτικών και τις υποψηφιότητες για Οσκαρ, όλες αυτές οι ταινίες πολύ απλά πλέον δεν παρακολουθούνται τόσο ευρέως, τουλάχιστον στην κινηματογραφική αίθουσα. Τουλάχιστον κάποτε, στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, μια σημαντική ταινία που διεκδικούσε Οσκαρ μπορούσε να ελκύσει το κοινό και να την αναζητήσει. Αυτό πλέον συμβαίνει πολύ σπάνια.
Συγχρόνως θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι σχεδόν όλες οι προαναφερθείσες ταινίες είναι πλέον διαθέσιμες για οικιακή θέαση σε VOD (Video on Demand), ούτε ένα μήνα μετά την κυκλοφορία τους. Το VOD έχει γίνει πλέον μια κερδοφόρα επιχείρηση για τα στούντιο και τελικά ίσως είναι καλύτερο από το να κρατάς αυτές τις ταινίες στις αίθουσες όπου πιθανότατα θα περνούσαν από έναν αργό και ζοφερό θάνατο.