Ένα μωσαϊκό συγκλονιστικών καταθέσεων, αληθινών ιστοριών από ανθρώπους που έχασαν τις οικογένειές τους με μαρτυρικό τρόπο στην πύρινη λαίλαπα και κάποιοι από αυτούς ζουν από τύχη με σημάδια στο σώμα και την ψυχή τους, ήταν και η σημερινή συνεδρίαση στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018.

Με συγκινησιακή φόρτιση και με εμφανή εκνευρισμό για την εγκληματική απουσία κάθε υπευθύνου τις κρίσιμες ώρες κατέθεσε ο Παναγιώτης Ντάγκαλος ο οποίος έχασε τη σύζυγό του εκείνη την ημέρα, την ημέρα της πυρκαγιάς, ενώ κατάφερε να επιβιώσει ο ίδιος και ο 3,5 ετών γιος του.

Δεν μπορώ να βρω δικαιολογία

«Δεν βρέθηκε η φωτιά από την εστία της ξαφνικά στο Μάτι. Αν εμείς καήκαμε 180 μέτρα από τη θάλασσα, αλλά πνίγηκαν μέσα στη θάλασσα! Το 2022; Που ζούμε; Ψάχνω δικαιολογία και δε μπορώ να βρω! Από τύχη γλιτώσαμε και είμαστε αντιμέτωποι με τα ψυχολογικά μας, την πραγματικότητα που ζούμε και τις επαναλαμβανόμενες αστοχίες της πολιτείας να προστατεύσει τη ζωή των πολιτών.

Το είδαμε με το παιδί στις Σέρρες! Στο σχολείο του γιου μου έπεσε κολώνα φωτισμού μέσα στο προαύλιο. Αν ήταν πρωί θα σκότωνε παιδιά. Είναι απίστευτο αυτό που ζω! Το ζω και το ξαναζώ μετά από 4 χρόνια!» είπε ο μάρτυρας προσθέτοντας τη δική του τραγική ιστορία σε όλες όσες έχουν ακουστεί και σε αυτές που θα διατυπωθούν τις επόμενες μέρες στη δίκη αυτή για την εθνική τραγωδία στο Μάτι.

Κανένας συναγερμός

«Την ημέρα εκείνη μετά το μεσημεριανό φαγητό πέσαμε για ύπνο εγώ και το παιδί εκτός από τη γυναίκα μου. «Μου λέει σήκω κάτι γίνεται. Μυρίζω καπνό. Βγαίνω έξω και βλέπω καπνό στην πλευρά της λεωφόρου Μαραθώνος.

Αγουροξυπνημένος ήμουν και μου πήρε λίγο χρόνο να δω τι θα κάνω. Σκέφτηκα ότι θα είναι μακριά αλλά είπα να ετοιμαστούμε να φύγουμε. Αφήσαμε το παιδί να ξυπνήσει τελευταίο. Το αυτοκίνητο βρισκόταν έξω από το σπίτι στην Περικλεους.

Δεν είχαμε ακούσει κάτι που να θυμίζει πυρκαγιά. Καμπάνα, σειρήνα, κάτι στην τηλεόραση. Αρχίσαμε να φορτώνουμε πράγματα στο αυτοκίνητο» περιέγραψε.

Βγαίνοντας στο δρόμο, τίποτα δεν προμήνυε το κακό που ερχόταν, αλλά η διακοπή του ρεύματος οδήγησε την οικογένεια άμεσα στο αυτοκίνητο. «Η Πόπη μου μου λέει «φωτιά είναι πάρε και μια πετσέτα μαζί!». Πάω προς το σπίτι του συναδέλφου μου που ήταν παραλιακό να του παραδώσω το κλειδί του σπιτιού που εμένα.

Λέω τι βλέπεις; Μου λέει καπνούς βλέπω, λέω να φύγουμε. Πάω να μπω στο αμάξι με τη γυναίκα και το παιδί μου. Βλέπω στην Ποσειδωνος κολλημένα αμάξια. Κάνουμε ένα νόημα στους οδηγούς πιο πίσω ότι έχει μπλοκάρει. Δεν είχα αντιληφθεί ότι η φωτιά ήταν 300 μέτρα πιο πάνω.

Στο μεταξύ ο δυνατός άνεμος έφερνε καύτρες προς το μέρος μας. Πλησιάζω στο αμάξι από την πλευρά του συνοδηγού μπαίνω μέσα κι έβαλα το κλειδί στο τιμόνι για να βάλω μπροστά το αμάξι να λειτουργήσω τον κλιματισμό. Να μην επηρεαστούμε από τον καπνό. Αυτό σκέφτηκα εκείνη την ώρα» είπε και συμπλήρωσε «ένιωθα ένα κάψιμο από την δεξιά μου πλευρά. Η φωτιά είχα φτάσει σε εμάς. Είχε αρπάξει όλο τον κήπο του σπιτιού που είχαμε μείνει. Ήταν τεράστια, 10 μέτρα ύψος».

Κόλαση

Μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα βρέθηκε στην κόλαση: «Η δεξιά πλευρά του προσώπου μου είχε βράσει από το θερμικό φορτίο. Τα αυτιά μου, τα χείλη μου είχαν φουσκώσει μόνο από τη θερμική ακτινοβολία. Το παιδί και η γυναίκα μου ήταν στα αριστερά μου.

Ήμουν φράγμα μπροστά τους. Μου φωνάζει η γυναίκα μου «το παιδί!» Και το τυλίγω με την πετσέτα. Ανοίγω την πόρτα του οδηγού. Το διπλανό αυτοκίνητο είχε άνθρωπο μέσα. Έτρεχα με όλη μου τη δύναμη προς τη θάλασσα. Το μέρος που είχα απομνημονεύσει να πάω. Έβλεπα γύρω στα 5-6 μέτρα».

Ο Παναγιώτης Ντάγκαλος περιέγραψε τον αγώνα δρόμου να φτάσει στη θάλασσα ενώ ο ίδιος καιγόταν ήδη από καύτρες και κλαδιά.

Όταν τα πράγματα έμοιαζαν κάπως καλύτερα ο μάρτυρας επιχείρησε να αναζητήσει τη σύζυγο του, αφήνοντας το παιδί του σε φιλική οικογένεια μέσα στη θάλασσα για να τον προσέχουν.

Όταν έφτασα στο αμάξι βρήκα ένα κουφάρι

«Άρχισα να ρωτάω για τη γυναίκα μου αν την είχε δει. Είχε βραδιάσει και αποφασίσω να την ψάξω. Αφήνω το παιδί μου με τη μητέρα του συναδέλφου μου. Όσο περπατούσα έβλεπα τα πάντα καμμένα. Όταν έφτασα στο αμάξι βρήκα ένα κουφάρι, έναν απανθρακωμένο βράχο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν η γυναίκα μου αυτή. Λέω κάποιος θα παραπάτησε και θα έπεσε κάτω. Δεν πίστευα ότι είναι το αυτοκίνητο μας».

Ο μάρτυρας επέστρεψε άμεσα στη θάλασσα και το παιδί του, ενώ λίγη ώρα αργότερα, γυρίσω στις 20.30 ήρθαν διασώστες που τους οδήγησαν σε ξενοδοχείο μέσα από δρομάκια.

«Συνάντησα ανθρώπους καμένους και πεθαμένους. Είτε στη στεριά, σε δρόμους παντού. Θέλω να σας πω ότι εγώ και η οικογένεια μου ήμασταν 180 μέτρα από τη θάλασσα. Η φωτιά μας έκαψε στις 18.40 δηλαδή 2,5 ώρες μετά την έναρξη της.

Αυτός ο χρόνος δεν ήταν αρκετός για να σωθεί η οικογένεια μου. Εγώ και το παιδί μου δε σηκωθήκαμε! Για να είμαι εδώ και να σας περιγράφω όσα έγιναν, σωθήκαμε κατά τύχη. Σωθήκαμε κατά τύχη 180 μέτρα από τη θάλασσα. Δε βρέθηκε κανείς να μας ειδοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο. Όσοι κάηκαν εκεί δεν είχαν άλλη επιλογή».

Κορζενιοφσκι Ζαροσλαφτς: «Υπήρχαν 4 μαύροι σάκοι. Στον πρώτο ήταν ο γιος μου και στον τέταρτο η σύζυγος μου».

Νωρίτερα είχε εξεταστεί ένας ακόμα μάρτυρας ο οποίος ήρθε με την οικογένεια του από την Πολωνία στην Ελλάδα για διακοπές κι έχασε στη φονική πυρκαγιά σύζυγο και παιδί.

«Ήρθαμε να περάσουμε με ασφάλεια όμορφες διακοπές στην Ελλάδα. Όλα ήταν καλά μέχρι τις 23 Ιουλίου. Είδαμε πυκνούς καπνούς και δυνατό αέρα. Είδαμε ένα ελικόπτερο. Ρωτούσαμε αν όλα είναι καλά. Οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου μας καθησύχασαν ότι δεν είναι μεγάλη η φωτιά.

Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Από μακριά είδα φωτιά και μαύρους καπνούς κοντά στο ξενοδοχείο και διαμαρτυρήθηκα στη ρεσεψιόν. Τότε οι υπάλληλοι μας είπαν να φύγουμε. Αμέσως πήγαμε στα δωμάτιά μας για να πάρουμε παπούτσια και πράγματα. Εκεινη τη στιγμή είδα νερό να τρέχει στο ξενοδοχείο. Είπα στη σύζυγο μου να πάρει το παιδί και να πάει στην πισίνα, εγώ πήγα στο δωμάτιο να πάρω διαβατήρια. Κατέβηκα και μου είπαν ότι τους έδιωξαν όλους προς Ραφήνα».

Ο μάρτυρας συγκλονισμένος περιέγραψε πως έμαθε ότι η οικογένεια του δεν τα κατάφερε γιατί η βάρκα αναποδογύρισε και πνίγηκαν!

«Η προϊσταμένη του γραφείου ήρθε με πήρε και πήγαμε μαζί στη Ραφήνα. Πήγαμε στο λιμεναρχείο. Με φωνάξανε και με ρώτησαν αν φορούσε κάτι στο λαιμό του το παιδί. Κατάλαβα ότι τους είχαν βρει.

Σε ένα μικρό κτίριο υπήρχαν 4 μαύροι σάκοι. Στον πρώτο ήταν ο γιος μου και στο τέταρτο η σύζυγός μου. Αυτή η τραγωδια δεν θα είχε συμβεί αν λειτουργουσαν οι υπηρεσίες. Κανείς δεν έκανε τίποτα. Πιστεύω ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Από τότε η ζωή μου έχει τελειώσει όπως και όλων εδώ. Σας παρακαλώ πολύ για την απονομή δικαιοσύνης, παίρνω χάπια, δεν μπορώ να ζήσω».