Τη 18η Νοεμβρίου δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ ο Ν. 4995/2022, ο οποίος τροποποιεί – μεταξύ άλλων – το άρθρο 569 § 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που εξειδικεύει τα στοιχεία καταχωρίσεων στα δελτία ποινικού μητρώου. Πιο συγκεκριμένα, βάσει της νέας διάταξης του άρθρου, στο δελτίο ποινικού μητρώου, ακόμη και στο γενικής χρήσεως, δεν θα εγγράφονται μόνο καταδικαστικές αποφάσεις, αλλά αντιθέτως και κάθε ποινική δίωξη που ασκεί ο εκάστοτε εισαγγελικός λειτουργός, για τα εγκλήματα που προβλέπονται στα άρθρα 299 (ανθρωποκτονία με πρόθεση), 306 (έκθεση), 312 (σωματική βλάβη αδύναμων ατόμων), 323Α (εμπορία ανθρώπων), 324 (αρπαγή ανηλίκων), στο 19ο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα (εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, π.χ. βιασμός, προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας κ.ά.), στα άρθρα 20, 22 και 23 του ν. 4139/2013 (διακίνηση ναρκωτικών και διακεκριμένες περιπτώσεις) και στον ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, όταν τα προαναφερθέντα εγκλήματα στρέφονται σε βάρος ανηλίκου, μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης.
Ως εκ τούτου, αναφορικά με τα ως άνω αδικήματα, το ποινικό μητρώο «λερώνεται» σε ένα διαδικαστικό στάδιο πολύ πριν τη κήρυξη του κατηγορουμένου ως αθώου ή ενόχου από το αρμόδιο Δικαστήριο, πολύ πριν την κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για απαλλαγή ή παραπομπή του στο ακροατήριο, πριν ακόμη αποφασισθεί αν θα του επιβληθούν περιοριστικοί όροι στο στάδιο της Ανάκρισης!
Έτσι, αφ’ ης στιγμής ο αρμόδιος Εισαγγελέας σχηματίσει την άποψη ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις, κινεί την ποινική δίωξη, η οποία πλέον θα «κοσμεί» το δελτίο του ποινικού μητρώου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ήδη σ’ αυτό το εξαιρετικά πρώιμο στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ο κατηγορούμενος θα αντιμετωπίζει δραματικές συνέπειες σε επίπεδο κοινωνικό και επαγγελματικό, καθώς – κακά τα ψέματα – κανένας εργοδότης δεν θα προσλάβει τον υποψήφιο για μια κενή θέση εργασίας, αν διαπιστώσει ότι εκκρεμεί σε βάρος του ποινική δίωξη για τα ανωτέρω ειδεχθή εγκλήματα. Φυσικά, ουδείς εξ αυτών θα μπει στον κόπο να προσέξει αν η αντίστοιχη καταχώριση αφορά εκκρεμή ποινική δίωξη ή αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, αφού στα μάτια του ουδεμία διαφορά θα υπάρχει!
Σκοπός της εν λόγω ρύθμισης, όπως ρητά αποτυπώνεται στην αιτιολογική έκθεση του Νόμου, είναι «η προστασία της ανηλικότητας, όταν προσβάλλονται τα έννομα αγαθά της γενετήσιας ελευθερίας, της προσωπικής ελευθερίας, της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας. Η καταχώριση των εκκρεμών ποινικών διώξεων για τα ανωτέρω αδικήματα στο ποινικό μητρώο δημιουργεί κατ’ ουσίαν μία βάση δεδομένων, η οποία παρέχει περαιτέρω εγγυήσεις προστασίας της ανηλικότητας, σε δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς που το αντικείμενό τους άπτεται της προστασίας, φροντίδας, περίθαλψης και εκπαίδευσης των ανηλίκων».
Δίχως άλλο, αδήριτη είναι η ανάγκη να προστατευτεί όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά η ανηλικότητα, ιδίως όσον αφορά σοβαρές προσβολές στο επίπεδο της γενετήσιας ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Ειδικότερα, σε σχέση με τους εργαζόμενους στους προαναφερθέντες δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, ο Νομοθέτης υποχρεούται να επιδεικνύει άμεσα αντανακλαστικά, ούτως ώστε να προλαμβάνει κάθε κάμψη της βούλησης του ανήλικου προσώπου στο πεδίο της γενετήσιας αυτοδιάθεσης, η οποία θα μπορούσε να το «τραυματίζει» εφ’ όρου ζωής.
Παρά ταύτα, προκειμένου κανείς να αξιολογήσει την προρρηθείσα νομοθετική τροποποίηση, οφείλει πρώτα να συνεκτιμήσει τον ρόλο, τον οποίο διαδραματίζει το ποινικό μητρώο στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, καθώς και τις αρχές που το διέπουν. Ο γαλλικής προελεύσεως θεσμός του ποινικού μητρώου αποτελεί αναμφίβολα κύρια έκφανση της υπερνομοθετικής αρχής του τεκμηρίου αθωότητας (άρ. 6 § 2 ΕΣΔΑ, άρ. 71 ΚΠΔ), η οποία όχι μόνο διασφαλίζει ότι κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του, αλλά – όπως έχει κριθεί άλλωστε και από το ΕΔΔΑ – κατοχυρώνει την τιμή και την υπόληψή του. Πράγματι, στο σχετικό δελτίο είναι εύλογο να εγγράφονται αποκλειστικά οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις, αφού είναι οι μόνες που δύνανται να αποδώσουν κατά τεκμήριο την εγκληματική βιογραφία ενός προσώπου, η οποία δεν ερείδεται σε ενδείξεις ενοχής, αλλά προκύπτει ως συνέπεια εξονυχιστικής εξέτασης της εκάστοτε ποινικής δικογραφίας εκ μέρους των Δικαστικών Αρχών.
Συν τοις άλλοις, η ακαταλληλότητα της νεοεισαχθείσας ρύθμισης καθίσταται ακόμη εναργέστερη μέσω του ακόλουθου απλού συλλογισμού: Ως γνωστόν, στην περίπτωση των πλημμεληματικών πράξεων, λόγω του πλήθους των ευεργετικών διατάξεων (βλ. αναστολή εκτέλεσης της ποινής κλπ) που αποτρέπουν τον εγκλεισμό του σε σωφρονιστικά καταστήματα, σε πρακτικό επίπεδο η ποινή του κατηγορουμένου – και αντίστοιχα ο φόβος του – έγκειται ακριβώς στην οιανδήποτε καταχώριση στο ποινικό του μητρώο. Υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς, χωρίς να έχει καταγνωσθεί αρμοδίως η ενοχή του, θα είναι αναγκασμένος να υπομένει τις πρακτικές επιπτώσεις της – ενδεχομένως μετέπειτα μη επιβληθησομένης – ποινής του, ήδη από το στάδιο της παραπομπής του στο ακροατήριο. Στα, δε, κακουργήματα, πλάι στις εγγραφές για τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις που παράγουν αμάχητο τεκμήριο ενοχής, ο Νομοθέτης κατοχυρώνει ουσιαστικά ένα μαχητό τεκμήριο ενοχής του κατηγορουμένου, το οποίο, ενόψει της εξαιρετικά χρονοβόρας διαδικασίας που χαρακτηρίζει τα εν λόγω εγκλήματα, ενδεχομένως να ματαιώνει – επί δεκαετία ή και παραπάνω – κάθε του ελπίδα για επαγγελματική ανέλιξη ή επιβίωση.
Υπό το φως των ανωτέρω, η νέα διάταξη του άρθρου 569 ΚΠΔ τελεί αναμφισβήτητα σε πλήρη δυσαναλογία προς τον σκοπό εισαγωγής της. Όπως ορθά σχολίασε, μάλιστα, πρόσφατα η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, η δημιουργία βάσης δεδομένων για πρόσωπα που διώκονται για τα αναφερόμενα αδικήματα εις βάρος ανηλίκων μπορεί ευχερώς να επιτευχθεί μέσω έκδοσης ειδικών προς τον σκοπό αυτό πιστοποιητικών περί μη δίωξης.
Παρά την αίσθηση που σ’ ένα μεγάλο ποσοστό επικρατεί, το τεκμήριο αθωότητας δεν είναι ένα εφεύρημα κακόβουλων νομομαθών που προασπίζει τα αθέμιτα συμφέροντα των εγκληματιών, αλλά, αντίθετα, αποτελεί την κορωνίδα του ευρωπαϊκού νομικού μας πολιτισμού. Στο πλαίσιο αυτό, ο Νομοθέτης οφείλει να αντιμάχεται την επικοινωνιακή βαρβαρότητα και τον ποινικό λαϊκισμό, να μην ενεργεί με όρους τηλεοπτικής επικαιρότητας, αλλά να προκρίνει ως λύση τη νηφάλια αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας διά της τήρησης θεσπισμένων και αυστηρών αποδεικτικών κανόνων, αντί του πρόωρου, βιαστικού και αδικαιολόγητου στιγματισμού του εκάστοτε κατηγορουμένου!