«Νομίζω ότι όλοι μας, από πολύ μικρή ηλικία, συνειδητά ή υποσυνείδητα, προσπαθούμε να διαμορφώσουμε τον εαυτό μας, αναζητούμε τις απαντήσεις σε ερωτήματα που ήδη μας απασχολούν και που βασανίζουν τη ζωή μας», μου λέει η Ιλντικο Ενιέντι ενώ κάθεται απέναντί μου στο μπαρ Albane, στην ταράτσα του ξενοδοχείου Marriott των Καννών. «Αυτή η περιέργεια της εφηβικής ηλικίας, στα πρώτα βήματα μιας ζωής που ούτως ή άλλως είναι πολύ μικρή σε διάρκεια, αφήνει πίσω της δυνατές εντυπώσεις που παραμένουν ζωντανές.
Και στη δική μου περίπτωση αυτό το μυθιστόρημα δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Η περιέργεια της παιδικής ηλικίας μάς ακολουθεί σε όλη μας τη ζωή». Το μυθιστόρημα στο οποίο η ουγγαρέζα σκηνοθέτρια αναφέρεται είναι «Η ιστορία της γυναίκας μου» του αυστροουγγαρέζου συγγραφέα Μίλαν Φουστ (1888-1967), που υπήρξε η βάση της τελευταίας, ομότιτλης ταινίας της. Οταν συναντηθήκαμε, τον Ιούλιο του 2021, η ταινία προβαλλόταν εντός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ των Καννών. Ηταν μάλιστα μία από τις ταινίες που δίχασαν ιδιαίτερα σε εκείνη τη διοργάνωση. Αργότερα πέρασε από τις Νύχτες Πρεμιέρας της Αθήνας και από χτες, με μεγάλη καθυστέρηση, προβάλλεται σε αρκετές αίθουσες της χώρας μας.
Μικρόσωμη αλλά δυναμική γυναίκα, η Ιλντικο Ενιέντι φορά μεγάλα γυαλιά με κοκάλινο σκελετό και μιλά ψιθυριστά. Μιλά για τον παράξενο έρωτα του ζευγαριού της ταινίας, ενός ναυτικού που θα βρεθεί για πρώτη φορά στη στεριά (πολύ εκφραστικός ο oλλανδός ηθοποιός Γκιλς Νάμπερ) και μιας μυστηριώδους γυναίκας (Λεά Σεϊντού) την οποία αποφασίζει να παντρευτεί επειδή ένα απόγευμα είπε ότι θα παντρευόταν την πρώτη γυναίκα που θα έμπαινε σε ένα εστιατόριο – και ήταν αυτή. Η ζωή τους θα κυλήσει με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο που μπορεί κανείς να φανταστεί…
«Ανέκαθεν ένιωθα να με γοητεύει η διαφορά ανάμεσα στον πλούτο και στις παρατυπίες της ζωής με τους αυστηρούς, στενούς και άκαμπτους κανόνες που η κοινωνία μας επιβάλλει», είπε η Ενιέντι. «Αν για παράδειγμα θελήσεις να γίνεις ένας καταξιωμένος δημοσιογράφος, θα πρέπει να αφήσεις τις βαθύτερες επιθυμίες σου να πάρουν άλλες διευθύνσεις, διότι για να κερδίσεις κάτι στην κοινωνία μας πρέπει να ταιριάζεις σε έναν συγκεκριμένο ρόλο. Αυτή η ταινία, νομίζω, μιλά για αυτό ακριβώς το πράγμα, για ανθρώπους που έχουν αποφασίσει να ταιριάξουν στους κοινωνικούς τους ρόλους ανεξαρτήτως από το αν μέσα τους θέλουν στ’ αλήθεια να τους ακολουθήσουν. Ο κανόνας λέει αν έχεις τον έλεγχο των πραγμάτων, τότε είσαι εντάξει, μπορείς να κερδίσεις. Αν όχι, τότε είσαι μια αποτυχία, κάτι λάθος συμβαίνει με σένα…».
Αλλόκοτες ιστορίες
Αυτή η φιλοσοφία ανέκαθεν γοήτευε την Ιλντικο Ενιέντι – είναι ένα θέμα που με διαφορετικό τρόπο εξερεύνησε και στην πρώτη της ταινία, «My Twentieth Century», το ασπρόμαυρο ντεμπούτο της παραγωγής 1989 που κέρδισε το βραβείο της Χρυσής Κάμερας (Camera d’ Or) στο Φεστιβάλ των Καννών. Εκείνη η ταινία μιλά για δυο δίδυμες αδελφές, η μια πόρνη πολυτελείας και η άλλη επαναστάτρια, που ξανασυναντιούνται ύστερα από πολλά χρόνια. Αιτία, ένας άντρας που θα τις ερωτευθεί.
Ομως τελικά όλη η καλλιτεχνική πορεία της σκηνοθέτριας, που στις 15 του περασμένου Νοεμβρίου έγινε 67 ετών, είναι συνυφασμένη με ανορθόδοξες ιστορίες που προκαλούν – τουλάχιστον – την περιέργεια. Εμπνευσμένη από τον Σίμωνα τον Μάγο – μια αινιγματική προσωπικότητα που έζησε τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια και ενέπνευσε την τέχνη και τη λαϊκή κουλτούρα -, η Ενιέντι στο «Simon the Magician» (1999) αφηγήθηκε μια ιστορία γεμάτη μυστήριο και κέρδισε τη Χρυσή Λεοπάρδαλη στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο. Με το «Magic Hunter» (1994), όπου μάλιστα ο Ντέιβιντ Μπόουι είχε αναλάβει την εκτέλεση παραγωγής, η σκηνοθέτρια ζωντάνεψε έναν φολκλόρ θρύλο πάνω σε μια θανάσιμη συμφωνία που κάνει ένας αστυνομικός με τον διάβολο.
Η μεγάλη στιγμή
Για την Ιλντικο Ενιέντι, σε αυτήν τη σύγκρουση του εσωτερικού κόσμου με τον εξωτερικό, με άλλα λόγια στην αντιπαράθεση ανάμεσα στην ομορφιά, στον κίνδυνο, στο πάθος, όλα αυτά τα στοιχεία που πλάθουν τον συναισθηματικό κόσμο του καθενός με τη μινιμαλιστική, αφόρητα γήινη κατάσταση που επικρατεί στη ζωή μας, βρίσκεται ενδεχομένως το νόημα της ζωής. Κάποια στιγμή η Ενιέντι αναφέρθηκε σε ένα ποίημα που όταν διάβασε για πρώτη φορά σε νεαρή ηλικία ένιωσε να αποκρυσταλλώνεται μέσα της και δεν το έχει ξεχάσει από τότε. «Γνωρίζω πολύ καλά, όπως πιστεύω οι περισσότεροι από μας γνωρίζουν, τι σημαίνει να μη σε καταλαβαίνουν ή να καταλαβαίνουν άλλα από αυτά που θες να πεις, να μην μπορείς να αρθρώσεις όλα αυτά που έχεις μέσα σου και σε απασχολούν», είπε.
«Σε αυτό το ποίημα, ξέρετε, βρίσκονται οι ρίζες της προηγούμενης ταινίας μου, “Η ψυχή και το σώμα”». Σε εκείνη την ταινία, που παραμένει η πιο μεγάλη στιγμή της σκηνοθέτριας (κέρδισε τη Χρυσή Αρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου και μια υποψηφιότητα για Οσκαρ καλύτερης διεθνούς ταινίας), το ζωώδες και το ανθρώπινο, η ομορφιά και το γκροτέσκο, η φαντασία και η πραγματικότητα, η ψυχή και το σώμα δημιουργούν ένα ατμοσφαιρικό παραμύθι: στον πυρήνα του, δυο μοναχικές ψυχές, οι οποίες το πρωί κρατούν διαφορετικά καθήκοντα στο σφαγείο όπου εργάζονται, αλλά κάθε βράδυ συναντιούνται κυριολεκτικά στα όνειρά τους. Βλέπουν το ίδιο όνειρο και είναι… ελάφια.
Η αναφορά της Ενιέντι μού δίνει την «πάσα» να της θυμίσω κάτι που μου είχε πει στην πρώτη συνάντησή μας, στο Βερολίνο, γι’ αυτήν ακριβώς την ταινία, την «Ψυχή και το σώμα». «Σε κάθε γεγονός της ζωής μας», είχε πει τότε η Ενιέντι, «έχω την αίσθηση ότι ακολουθούμε μια κάπως λογική μέθοδο – ακόμα και σε θέματα που την υπερβαίνουν». Γελάει εντυπωσιασμένη που το θυμόμουν. «Εξακολουθώ να ζω και να εργάζομαι με αυτόν τον τρόπο», είπε. «Γιατί δεν έχει απλώς ενδιαφέρον, αλλά μπορεί να γίνει λυτρωτικό όταν μέσω του ορθολογισμού αποπειράσαι να προσεγγίσεις το υπερφυσικό. Ξεχνάς όσα συμβαίνουν μέσα σου, αδιαφορείς για την ασφάλεια και τη σιγουριά, νιώθεις – και το εννοώ – πραγματικά ελεύθερος…».